Η λιτότητα κοστίζει στους Σοσιαλδημοκράτες

Η λιτότητα κοστίζει στους Σοσιαλδημοκράτες

Η Ιστορία δείχνει ότι οι ψηφοφόροι τιμωρούν σκληρά τις περικοπές επιδομάτων και τις αυξήσεις φόρων

1' 51" χρόνος ανάγνωσης

Οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις έχουν το πρόβλημα του Τσάρλι Τσάπλιν, ο οποίος απέτυχε να γίνει σοβαρός σκηνοθέτης. Ετσι κι αυτές πλήττονται όταν απορρίπτουν τις παραδοσιακές πολιτικές τους, εφαρμόζοντας λιτότητα. Αυτά είναι άσχημα νέα για τη Βρετανία, τη Βραζιλία, τη Γερμανία και αλλού, διότι οι κυβερνώντες οφείλουν να συρρικνώσουν τα ελλείμματα. Αν αρνηθούν, οι επενδυτές θα τους αναγκάσουν να πληρώσουν. Φυσικά, οι περισσότεροι πολιτικοί απεχθάνονται τη λιτότητα. Μια δέσμη μέτρων για φορολογικές αυξήσεις 1% του ΑΕΠ μειώνει το ποσοστό ψήφων του κυβερνώντος κόμματος 7% κατά μέσον όρο στις επόμενες εκλογές, όπως διαπίστωσαν πρόσφατα ο οικονομολόγος Αλμπέρτο Αλεζίνα και άλλοι συνάδελφοί του. Ομως, εκεί που οι πολίτες δείχνουν περισσότερο διστακτικοί να τους ξαναψηφίσουν, είναι όταν οι Σοσιαλδημοκράτες σφίγγουν το ζωνάρι. Ο ακαδημαϊκός Αλεξάντερ Χορν μελέτησε 196 κυβερνήσεις σε 18 ανεπτυγμένες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, Βρετανίας, Ιαπωνίας και Γερμανίας το 1971-2011. Οταν κυβερνούσε ένα κεντροαριστερό κόμμα, οποιαδήποτε σημαντική περιστολή των προνοιακών επιδομάτων μείωνε το μετέπειτα μερίδιο ψήφων της κυβέρνησης 2,4 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσον όρο.

Το 2003 στη Γερμανία ο καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ εφάρμοσε ριζικές μεταρρυθμίσεις στην απασχόληση, όπως αιφνίδιες περικοπές στα επιδόματα ανεργίας, μείωση των συντάξεων και πρόταση για αύξηση των συνταξιοδοτικών ορίων από τα 65 στα 67 έτη. Το 2005 η συντηρητική Αγκελα Μέρκελ εξοβέλισε στις εκλογές τον Σρέντερ, παραμένοντας καγκελάριος επί 15 χρόνια και πλέον χωρίς πολιτικό κόστος από τη δική της πολιτική φειδωλών παροχών. Στη Νορβηγία το Εργατικό Κόμμα βρίσκεται στην εξουσία μεγάλα διαστήματα της μεταπολεμικής περιόδου, αλλά δεν έχει εφαρμόσει λιτότητα τα τελευταία 20 χρόνια, επειδή το πετρέλαιο της χώρας διατηρεί τη δημοσιονομική της ισορροπία. Το 2020 και το 2021 ερευνητές ρώτησαν Νορβηγούς πώς θα αντιδρούσαν εάν η πτώση της τιμής του πετρελαίου και η απότομη αύξηση της ανεργίας ωθούσαν την κυβέρνηση των Εργατικών να μειώσει τα επιδόματα ανεργίας, τις συντάξεις και να χρεώσει περισσότερα για τα νηπιαγωγεία. Οι συντηρητικοί ψηφοφόροι δεν εξέφρασαν το ίδιο επίπεδο εχθρότητας εν συγκρίσει με τους κεντροαριστερούς.

Στη Βρετανία οι αποδόσεις των 30ετών ομολόγων του 4,7% δεν απέχουν πολύ από το 5% του Σεπτεμβρίου 2022, όταν οι αγορές θορυβήθηκαν από τις μη χρηματοδοτούμενες φοροαπαλλαγές της τότε (Συντηρητικής) πρωθυπουργού Λιζ Τρας. Η αντίδραση των αγορών είναι κάτι που πρέπει να προσέξει η νέα υπουργός Οικονομικών των Εργατικών, Ρέιτσελ Ριβς, ενόψει της σημερινής παρουσίασης του προϋπολογισμού της.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT