Αν και πολλοί θεώρησαν πως μετά την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας πριν από περίπου ένα χρόνο και την ένταξη της Ελλάδας στις αρχές του τρέχοντος έτους στους διεθνείς δείκτες ομολόγων, το story γύρω από το θαύμα των ελληνικών ομολόγων θα… πάλιωνε ή και θα «ξεθώριαζε», οι εντυπωσιακές επιδόσεις που καταγράφουν οι ελληνικοί τίτλοι το επαναφέρουν στο προσκήνιο. To spread στα 10ετή ελληνικά ομόλογα κινείται σε επίπεδα προ κρίσης χρέους και διαμορφώνεται στις 91 μονάδες βάσης, δηλαδή η απόδοσή τους είναι μόλις 0,91% υψηλότερη από τους 10ετείς γερμανικούς τίτλους. Παράλληλα, εδώ και πάρα πολύ καιρό τα ελληνικά ομόλογα έχουν εδραιώσει τη «νίκη» τους έναντι των ιταλικών ομολόγων, ενώ κινούνται μόλις 15 μ.β. υψηλότερα από τα 10ετή γαλλικά, με το κόστος δανεισμού της Ελλάδας να έχει πρόσφατα υποχωρήσει κάτω από αυτό της Γαλλίας στις διάρκειες δύο έως πέντε ετών. «Εκπληκτικό story», όπως σχολιάζει στην «Κ» ο Γενς Πίτερ Σόρενσεν, επικεφαλής αναλυτής της Danske Bank.
Την άποψη αυτή μοιράζεται και το Bloomberg Intelligence το οποίο σε νέα του έκθεση σημειώνει πως η Ελλάδα συνεχίζει να αποτελεί το μεγάλο διεθνές story σε ό,τι αφορά την υπεραπόδοση στην αγορά ομολόγων. Οπως επισημαίνει, ένας σημαντικός παράγοντας πίσω από τις ισχυρές τους επιδόσεις τα τελευταία χρόνια ήταν η συμμετοχή τους στο πρόγραμμα αγοράς PEPP της ΕΚΤ τον Μάρτιο του 2020. Ωστόσο η επιστροφή της Ελλάδας στους διεθνείς δείκτες ομολόγων ήταν η σημαντικότερη εξέλιξη, με μεγάλους ξένους επενδυτές να έχουν επιστρέψει σε κάποιο βαθμό στη χώρα, ενώ αναμένεται να αυξηθούν ακόμη περισσότερο στη συνέχεια.
Αξίζει να σημειώσουμε πως η επιστροφή της Ελλάδας στους δείκτες ομολόγων οδήγησε σχεδόν αυτόματα σε εισροές ύψους έως 10 δισ. ευρώ, ενώ σε περίπτωση που η Moody’s αναβαθμίσει και αυτή το ελληνικό αξιόχρεο σε επενδυτική βαθμίδα, οι εισροές θα διπλασιαστούν φτάνοντας έως τα 20 δισ. ευρώ.
Το Bloomberg Intelligence επισημαίνει πως σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση της επενδυτικής εμπιστοσύνης προς την Ελλάδα και τα ελληνικά assets έπαιξε και παίζει η μεγάλη πτώση του δείκτη του ελληνικού χρέους. Αν και είναι ο υψηλότερος στην Ευρωζώνη αυτή τη στιγμή, στο 163,6% του ΑΕΠ (στοιχεία α΄ εξαμήνου) και 29 μονάδες υψηλότερος από αυτόν της Ιταλίας, έχει σημειώσει την ταχύτερη μείωση τα τελευταία τρίμηνα, ενώ έχει καταγράψει βουτιά από την κορυφή του 2020.
Επίσης σημαντικός παράγοντας είναι οι χαμηλές χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας τα επόμενα χρόνια σε σύγκριση με άλλους κρατικούς εκδότες της Ζώνης του Ευρώ, όπως προσθέτει, τη στιγμή που η χώρα έχει ήδη σχεδόν ολοκληρώσει το δανειακό πρόγραμμα του 2024 και διατηρεί πολύ υψηλά ταμειακά διαθέσιμα.
Πράγματι, τα ταμειακά διαθέσιμα κινούνται στα 44 δισ. ευρώ περίπου καλύπτοντας πλήρως τις μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας σε ορίζοντα πενταετίας, ενώ μέρος από αυτά (2,95 δισ. ευρώ) θα χρησιμοποιηθεί για την πρόωρη αποπληρωμή τριών δόσεων των δανείων GLF ύψους 7,935 δισ. ευρώ στις 15 Δεκεμβρίου (τα υπόλοιπα θα προέλθουν από το «σκληρό μαξιλάρι» των 15,7 δισ. ευρώ). Σε ό,τι αφορά το 2025, η εκδοτική δραστηριότητα του ελληνικού Δημοσίου θα κινηθεί στα 8 δισ. ευρώ, έναντι 10 δισ. ευρώ φέτος.