Θετικές αλλά και ανησυχητικές εξελίξεις στην ελληνική οικονομία καταγράφει το ΚΕΠΕ στην τετραμηνιαία έκδοσή του «Οικονομικές Εξελίξεις», χτυπώντας καμπανάκι για τον μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, μετά το 2027, όπως άλλωστε έχουν κάνει πρόσφατα το ΔΝΤ και η Κομισιόν.
Τα στοιχεία που καταγράφει ως ανησυχητικά ο καθηγητής Παναγιώτης Λιαργκόβας, πρόεδρος του ΚΕΠΕ, στην εισαγωγή της έκδοσης, είναι τα εξής:
• Η κατανάλωση εξακολουθεί να πρωτοστατεί έναντι των εξαγωγών και των επενδύσεων στο ΑΕΠ, σύμφωνα με τα στοιχεία του β΄ τριμήνου, συνεισφέροντας το 88,7% του συνόλου, αντίστοιχο με αυτό που αποτυπωνόταν και το 2009. Η δε ιδιωτική κατανάλωση διαμορφώθηκε στο 70%, αμετάβλητη εδώ και δεκαετίες. Οι επενδύσεις, μολονότι αυξάνονται, διαμορφώνονται στο 16% του ΑΕΠ, χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Επιπλέον, συγκεντρώνονται κυρίως στις κατασκευές (37% το πρώτο εξάμηνο).
• Η παραγωγικότητα της εργασίας, το μέσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα σε πραγματικές τιμές, το ποσοστό φτώχειας και εργαζόμενων φτωχών και οι επιδόσεις της Δικαιοσύνης εμφανίζονται χαμηλότερα από άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Ειδικότερα, το μέσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα σε πραγματικές τιμές ήταν το 2023 κατά 28,38% χαμηλότερο σε σύγκριση με το 2010, κάτι που συνιστά τη χειρότερη επίδοση στην Ε.Ε.
• Ο πληθωρισμός κατέγραψε αυξητικές τάσεις τον Αύγουστο, κάτι που οφείλεται κυρίως στις υπηρεσίες. Οι πιέσεις στις τιμές ενδέχεται να επηρεάσουν την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και την οικονομική σταθερότητα.
• Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ήταν 8,8 δισ. ευρώ το α΄ εξάμηνο, αυξημένο κατά 693,4 εκατ. ευρώ σε σχέση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2023, κάτι που εκ των πραγμάτων εκπέμπει αρνητικό σήμα για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Στις θετικές εξελίξεις, το ΚΕΠΕ καταγράφει τους σχετικά υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με άλλες οικονομίες της Ευρωζώνης, τη δημιουργία υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, τη μείωση της ανεργίας, του πληθωρισμού και του δημοσίου χρέους. Το ίδιο το ΚΕΠΕ προβλέπει, εξάλλου, ρυθμό ανάπτυξης 2,2% για φέτος και το 2025, σχεδόν το ίδιο με την πρόβλεψη της κυβέρνησης (2,2% και 2,3%, αντιστοίχως). Το κατά πόσον οι θετικές εξελίξεις θα υπερισχύσουν των αρνητικών, σύμφωνα με τον κ. Λιαργκόβα, θα εξαρτηθεί –πέραν του διεθνούς περιβάλλοντος– από τις επιλογές της κυβέρνησης την επόμενη τριετία, μέχρι το 2027, όταν θα τελειώσει η χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης. Η απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ πρέπει να αποτελέσουν προτεραιότητα, ενώ είναι απαραίτητο επίσης να εντατικοποιηθούν οι μεταρρυθμίσεις.
Μεταξύ άλλων, επισημαίνει την ανάγκη μεταρρυθμίσεων στις ολιγοπωλιακές αγορές δικτύων, στο φορολογικό σύστημα, με μείωση της επιβάρυνσης των μισθωτών, στην αγορά εργασίας και παραγωγής, στη γραφειοκρατία (δεν αρκεί η μετατροπή της έντυπης σε ψηφιακή γραφειοκρατία) και στη Δικαιοσύνη. Αναφέρεται επίσης στην ανάγκη ενός οδικού χάρτη μεταρρυθμίσεων, ώστε οι πολίτες να παρακολουθούν την πρόοδο.