Κατά περίπου 50 δισ. ευρώ έχει αυξηθεί η περιουσία των Ελλήνων σε ρευστά διαθέσιμα την τελευταία 5ετία, ανεβάζοντας το ύψος της συνολικής περιουσίας που διαθέτουν τα φυσικά πρόσωπα στη χώρα μας στα 159 δισ. ευρώ. Πρόκειται για αύξηση κοντά στο 40% την τελευταία 5ετία, που συντελέστηκε εν μέσω πανδημίας και των έντονων πληθωριστικών πιέσεων που δημιούργησαν οι γεωπολιτικές εξελίξεις των τελευταίων ετών, με αιχμή την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022.
Την πρωτοκαθεδρία στη σύνθεση των ρευστών διαθεσίμων έχουν οι καταθέσεις και ακολουθούν τα αμοιβαία κεφάλαια και τα έντοκα γραμμάτια του ελληνικού Δημοσίου, που «επανασυστήθηκαν» στο ελληνικό κοινό μετά την άνοδο των επιτοκίων την τελευταία 2ετία, προσελκύοντας σημαντικές εισροές κεφαλαίων. Σύμφωνα με στοιχεία της «Κ»:
• Οι καταθέσεις των ελληνικών νοικοκυριών ανήλθαν σε 147,1 δισ. ευρώ στο τέλος Σεπτεμβρίου, καταγράφοντας άνοδο κατά 37,6 δισ. ευρώ (ή 34,4%) σε σχέση με το 2019.
• Οι εισροές σε αμοιβαία κεφάλαια ανήλθαν στα 7,3 δισ. ευρώ, από τα οποία τα 3,2 δισ. το 2023 και άλλα 4,1 δισ. το 2024 (στοιχεία έως τέλος Οκτωβρίου).
• Αλλα 4,5 δισ. ευρώ είναι σήμερα οι τοποθετήσεις σε έντοκα γραμμάτια του ελληνικού Δημοσίου, από τα οποία περίπου το 1 δισ. ευρώ προέρχεται από μικροκαταθέτες μέσω των εγγραφών από τον περασμένο Σεπτέμβριο για 15.000 ευρώ, ενώ άλλα 3,5 δισ. ευρώ είναι οι τοποθετήσεις σε έντοκα γραμμάτια στη δευτερογενή αγορά, δηλαδή από μεγάλα πορτοφόλια.
Παρά το γεγονός ότι η αύξηση της περιουσίας των Ελλήνων δεν είναι οριζόντια για όλα τα εισοδήματα, η εικόνα επιβεβαιώνει τη σημαντική ενίσχυση της οικονομικής θέσης των ελληνικών νοικοκυριών κάτω από τις δύσκολες συνθήκες που έχουν δημιουργήσει οι εξωτερικοί παράγοντες των τελευταίων ετών.
Το ποσοστό των καταθέσεων, που είναι πάνω από 100.000 ευρώ σε κάθε τράπεζα μεσοσταθμικά έχει αυξηθεί από 36,5% το 2020 σε 42,5% το 2023.
Την τάση αυτή επιβεβαιώνουν τα στοιχεία του ΤΕΚΕ, βάσει των οποίων το ποσοστό των καταθέσεων που είναι πάνω από 100.000 ευρώ σε κάθε τράπεζα μεσοσταθμικά έχει αυξηθεί από 36,5% το 2020 σε 42,5% το 2023. Αν και η συντριπτική πλειονότητα των καταθετών περί τα 31,6 εκατ. είναι άτομα που έχουν κάτω από 100.000 ευρώ, η εικόνα αυτή είναι σε έναν βαθμό παραπλανητική, αφού «μετράει» ως μοναδιαίους καταθέτες αυτούς που έχουν λογαριασμούς σε όλες τις τράπεζες και γι’ αυτό ο αριθμός τους είναι υπερτριπλάσιος από το σύνολο του πληθυσμού της χώρας. Με βάση τα ίδια στοιχεία η λεγόμενη μεσαία τάξη, δηλαδή αυτοί που έχουν από 5.000 έως 50.000 ευρώ σε μια τράπεζα ανέρχονται σε 4,2 εκατ. καταθέτες και αντιπροσωπεύουν το 13% των καταθετών, αλλά συγκεντρώνουν το 35% των καταθέσεων. Αλλοι 458.000 καταθέτες έχουν από 50.001 έως 100.000 ευρώ και ενώ αποτελούν το 1,4% του συνόλου, κατέχουν το 15,6% του συνόλου των καταθέσεων. Αυτοί που έχουν πάντως πάνω από 100.000 ευρώ αριθμούν 261.000 και αντιπροσωπεύουν το 0,8% των καταθετών.
Τα αμοιβαία κεφάλαια
Σαφή ένδειξη της οικονομικής μεγέθυνσης είναι και η στροφή σε επενδυτικού τύπου προϊόντα, όπως δείχνουν οι τοποθετήσεις σε αμοιβαία κεφάλαια, οι οποίες ύστερα από μακρά περίοδο αποχής της Ελλήνων αντλούν σημαντικό μέρος των ρευστών διαθεσίμων. Τα κεφάλαια αυτά μεταπηδούν από τις καταθέσεις, αναζητώντας καλύτερες αποδόσεις από το 1%-1,8% που εξασφαλίζει μεσοσταθμικά και ανάλογα με το ποσό μια προθεσμιακή κατάθεση στις ελληνικές τράπεζες, επίπεδα που αναμένεται άλλωστε να μειωθούν μετά την έναρξη της μείωσης των επιτοκίων από την ΕΚΤ.
Στην κατηγορία των αμοιβαίων κεφαλαίων, την πιο δημοφιλή επιλογή αποτελούν τα Target Maturity (α/κ προκαθορισμένης διάρκειας), που έχουν συγκεντρώσει από την αρχή του χρόνου κοντά στα 3,6 δισ. ευρώ. Πρόκειται για αμοιβαία διάρκειας μεταξύ 18 μηνών έως και 5 ετών, με εκτιμώμενη ετήσια απόδοση σήμερα κοντά στο 2%, τα οποία αποτέλεσαν ασφαλή επιλογή στην προσπάθεια των τραπεζών να προσελκύσουν το ενδιαφέρον των καταθετών σε επενδυτικά προϊόντα χαμηλού ρίσκου. Η κατηγορία αυτή, που συνεχίζει να προσελκύει το ενδιαφέρον με συνεχείς εκδόσεις από τις τράπεζες –όπως το Alpha Target Maturity VIII 2029, το Eurobank LF Target Maturity Bond IV Fund, το Πειραιώς Α/Κ Στρατηγικής Τακτικού Εισοδήματος 2029 και το Α/Κ NBG Asset Allocation Fund of Funds– αποτελεί και το «προπύργιο» για την επαναπροσέγγιση των Ελλήνων με τον κόσμο των επενδύσεων και τα προϊόντα ανοιχτού τύπου (χωρίς συγκεκριμένη διάρκεια), που επιδιώκουν καλύτερες αποδόσεις και προστασία από τον πληθωρισμό.
Τα αμοιβαία κεφάλαια διάρκειας μεταξύ 18 μηνών έως και πέντε ετών έχουν συγκεντρώσει από την αρχή του χρόνου κοντά στα 3,6 δισ. ευρώ.
Οπως εξηγούν διαχειριστές κεφαλαίων, «σε ένα περιβάλλον όπου η εναλλαγή μακροοικονομικών τάσεων αναμένεται να είναι συχνή, η σύνθεση διαφοροποιημένων ανά κατηγορία (μετοχές, ομόλογα, ρευστά διαθέσιμα) και ανά γεωγραφία επενδυτικών χαρτοφυλακίων είναι αναγκαία περισσότερο από ποτέ. Την ίδια στιγμή, κομβικό ρόλο για μια επιτυχημένη επενδυτική στρατηγική διαδραματίζει και ο αυξημένος ορίζοντας διακράτησης, αποφεύγοντας το σύνηθες σφάλμα της πώλησης ύστερα από πτώση της αξίας του χαρτοφυλακίου, καταγράφοντας ζημία». Σύμφωνα με έρευνες, για την περίοδο 1980-2023 ένα χαρτοφυλάκιο ευρωπαϊκών μετοχών (με στάθμιση 60%) και ευρωπαϊκών κρατικών ομολόγων υψηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης (με στάθμιση 40%) κατέγραψε ονομαστική ετησιοποιημένη απόδοση της τάξης του +9%, με την ετησιοποιημένη αύξηση του πληθωρισμού για την αντίστοιχη χρονική περίοδο σε +3% (άρα σε πραγματικούς όρους η ετησιοποιημένη απόδοση του χαρτοφυλακίου ανήλθε σε +6%). Ο ορίζοντας διακράτησης είναι και θα συνεχίσει να είναι παράγοντας που συμβάλλει στην εξομάλυνση σε σημαντικό βαθμό της μεταβλητότητας και των διακυμάνσεων της αξίας ενός χαρτοφυλακίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι για περίοδο διακράτησης ενός έτους οι ελάχιστες και μέγιστες αποδόσεις του παραπάνω χαρτοφυλακίου (60% μετοχές 40% ομόλογα) κυμαίνονται από -21% σε +34% αντιστοίχως. Ομως, όσο αυξάνεται ο ορίζοντας διακράτησης μειώνονται περισσότερο οι ακραίες ελάχιστες αποδόσεις (ασυμμετρία). Ετσι, για περίοδο διακράτησης του χαρτοφυλακίου 3 έτη, οι ελάχιστες και μέγιστες αποδόσεις είναι -6% και +24%, ενώ για περίοδο διακράτησης του χαρτοφυλακίου 5 έτη, σύμφωνα με το δείγμα της έρευνας, ακόμη και η ελάχιστη απόδοση που κάποιος επενδυτής θα αποκόμιζε είναι θετική (+2%), ενώ η μέγιστη είναι +21%.
Για τους πιο «δύσπιστους» αποταμιευτές, οι τράπεζες προσφέρουν συνδυασμούς προθεσμιακών καταθέσεων και αμοιβαίων κεφαλαίων, έτσι ώστε να «εκπαιδεύσουν» ακόμη και τους πιο επιφυλακτικούς στο επενδυτικό ρίσκο. Τα προϊόντα αυτής της κατηγορίας προϋποθέτουν μεγαλύτερο ποσό εγγραφής –από 10.000 ή 20.000 ευρώ και πάνω ανάλογα με την τράπεζα– και συνδυάζουν κλιμακούμενο ή σταθερό επιτόκιο στο σκέλος της προθεσμιακής, ενώ ένα μέρος βασίζεται στην απόδοση του αμοιβαίου κεφαλαίου.