Οι εισπράξεις από τον ΦΠΑ καθορίζουν την οικονομική πολιτική της χώρας τα τελευταία χρόνια. Γι’ αυτό άλλωστε στη συζήτηση που άνοιξε για νέες μειώσεις φόρων, πέραν αυτών που ανακοινώθηκαν τον περασμένο Σεπτέμβριο στη ΔΕΘ, η κυβέρνηση φρόντισε να κλείσει το θέμα της μείωσης των συντελεστών του ΦΠΑ, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα διατηρεί τον υψηλότερο συντελεστή στην Ε.Ε. (24%). Και αυτό, καθώς πλέον ο ΦΠΑ φέρνει «ζεστό» χρήμα στα ταμεία του κράτους, που επιτρέπει στην κυβέρνηση να καθορίζει τη δημοσιονομική πολιτική της χώρας.
Σε αυτό βέβαια συνετέλεσαν τα νέα ηλεκτρονικά συστήματα που έχουν βοηθήσει στον περιορισμό της φοροδιαφυγής. Η αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, η διασύνδεση των ταμειακών μηχανών με τα POS, τα ηλεκτρονικά βιβλία έχουν οδηγήσει σε μεγαλύτερη συμμόρφωση με αποτέλεσμα να έχει μειωθεί το λεγόμενο «κενό» ΦΠΑ (θεωρητικά προσδοκώμενα έσοδα υπό πλήρη συμμόρφωση).
Από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών υποστηρίζουν ότι το «κενό» ΦΠΑ θα μειωθεί ακόμα περισσότερο, καθώς από τον Ιανουάριο του 2025 θα είναι πλήρως κλειδωμένες οι δηλώσεις ΦΠΑ χωρίς ΦΠΑ τόσο στο σκέλος των εσόδων όσο και των εξόδων. Σύμφωνα με τα στοιχεία, το «κενό» ΦΠΑ έχει πέσει από το 30% το 2017 στο 15% το 2022 και εκτιμάται ότι το ποσοστό το 2024 θα έχει πέσει κάτω από 10%. Σημειώνεται ότι η χώρα μας το 2019 ήταν ουραγός μαζί με τη Ρουμανία και τη Μάλτα, καταγράφοντας τις μεγαλύτερες απώλειες ΦΠΑ, ενώ το 2020 η κατάσταση σταδιακά αλλάζει και από τις τελευταίες θέσεις η Ελλάδα βρίσκεται στις πρώτες σε ό,τι αφορά τη μείωση φοροδιαφυγής στον ΦΠΑ, μαζί με τη Γερμανία, την Ουγγαρία και τις Κάτω Χώρες.
Ετσι λοιπόν σήμερα, ο ΦΠΑ ελαχιστοποιεί τα περιθώρια μιας σοβαρής δημοσιονομικής τρύπας, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει την άσκηση οικονομικής πολιτικής. Με δεδομένο ότι η Ελλάδα είναι μία χώρα υψηλής κατανάλωσης με αύξηση των τουριστών, ο ΦΠΑ χρόνο με τον χρόνο θα αυξάνεται εξυπηρετώντας τις ανάγκες του προϋπολογισμού αλλά και των σχεδίων για μειώσεις φόρων.
Είναι ενδεικτικό ότι πριν από την πανδημία τα έσοδα από τον ΦΠΑ ανέρχονταν σε ετήσια βάση στο ποσό των 17,67 δισ. ευρώ και πλέον έχουν φθάσει στα 25,25 δισ. ευρώ με στόχο να αυξηθούν το 2025 στα 26,5 δισ. ευρώ. Ουσιαστικά, στο διάστημα 2017-2025 οι εισπράξεις από τον ΦΠΑ θα καταγράψουν αύξηση σχεδόν 9 δισ. ευρώ. Η κυβέρνηση λοιπόν έχει αποφασίσει ότι δεν πρόκειται να μειωθεί ο ΦΠΑ. Οχι επειδή δεν υπάρχει δημοσιονομικό περιθώριο, αλλά επειδή, σύμφωνα με κυβερνητικά στελέχη, μια μείωση του ΦΠΑ θα βοηθούσε την κατανάλωση και εφόσον καταναλώνουμε κυρίως εισαγόμενα προϊόντα, τελικά θα αύξανε το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου. Επίσης, η μείωση του ΦΠΑ θα φαινόταν αρχικά στις τιμές, αλλά στη συνέχεια θα ανέβαιναν ξανά κερδοσκοπικά και τελικά ο καταναλωτής δεν θα είχε όφελος και το Δημόσιο θα είχε απώλεια εσόδων χωρίς ουσιαστικό λόγο.
Τα έσοδα από τον ΦΠΑ ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο σοβαρής δημοσιονομικής τρύπας, ενώ επιτρέπουν την άσκηση οικονομικής πολιτικής.
Και εάν δεν υπήρχαν οι απαλλαγές τα ετήσια έσοδα θα ήταν αυξημένα κατά 1 δισ. ευρώ. Ουσιαστικά οι πολλές απαλλαγές από τον ΦΠΑ που έχουν αποφασίσει οι κυβερνήσεις στο παρελθόν και συντηρούνται μέχρι και σήμερα λόγω πολιτικών αποφάσεων και πολιτικού κόστους, έχουν οδηγήσει στην εφαρμογή ιδιαίτερα υψηλών συντελεστών, που οδήγησαν τα προηγούμενα χρόνια στη διόγκωση της φοροδιαφυγής. Βέβαια, τα τελευταία χρόνια με την αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, ή τη διασύνδεση των ταμειακών με τα POS το «κενό» ΦΠΑ περιορίζεται, αν και αυτό θα μπορούσε να συμβεί με την πλήρη αναμόρφωση επιβολής του ΦΠΑ.
Σύμφωνα με έκθεση του Tax Foundation, ένας τρόπος μέτρησης της φορολογικής βάσης του ΦΠΑ μιας χώρας είναι ο λόγος εσόδων από τον ΦΠΑ. Αυτός ο λόγος εκφράζει τη διαφορά ανάμεσα στα όντως εισπραχθέντα έσοδα από ΦΠΑ και τα έσοδα από ΦΠΑ που θα μπορούσαν να εισπραχθούν αν ο γενικός συντελεστής εφαρμοζόταν σε όλη την τελική κατανάλωση. Η διαφορά ανάμεσα στα πραγματικά και τα δυνητικά έσοδα από τον ΦΠΑ οφείλεται:
1) Σε επιλογές πολιτικής για την απαλλαγή συγκεκριμένων αγαθών και υπηρεσιών από τον ΦΠΑ ή για τη φορολόγησή τους με μειωμένους συντελεστές και
2) Σε έλλειμμα συμμόρφωσης προς τον ΦΠΑ.
Για παράδειγμα, αν η τελική κατανάλωση μιας χώρας είναι 100 ευρώ και η χώρα επιβάλλει ΦΠΑ 10% σε όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες, τότε η καθαρή βάση θα απέφερε έσοδα 10 ευρώ. Είσπραξη κάτω από 10 ευρώ αντανακλά είτε έναν μεγάλο αριθμό εξαιρέσεων και την ύπαρξη μειωμένων συντελεστών, είτε χαμηλά επίπεδα συμμόρφωσης (ή και τα δύο).