Ευνοϊκές για την ελληνική αγορά κρίνονται η συγκυρία και η τάση που καταγράφεται διεθνώς για την τοποθέτηση περισσότερων κεφαλαίων σε εναλλακτικές κατηγορίες επενδύσεων ακινήτων. Αυτό είναι ένα από τα βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν από την τελευταία ετήσια έρευνα για τις επενδυτικές προοπτικές του τομέα των ακινήτων το 2025, Emerging Trends in Real Estate, που πραγματοποιεί η PwC για λογαριασμό του Urban Land Institute (ULI).
Με βάση τα φετινά ευρήματα, η Αθήνα κερδίζει μια θέση στην πανευρωπαϊκή κατάταξη και βρίσκεται πλέον στην 22η θέση, επί συνόλου 30 πόλεων που εξετάζονται στην έρευνα. Λαμβάνοντας υπόψη ότι τα τελευταία χρόνια η βαθμολογία κάθε αγοράς στην τελική κατάταξη καθορίζεται και με βάση το μέγεθός της, η θέση της Αθήνας κρίνεται ικανοποιητική.
Ο λόγος είναι ασφαλώς ότι η ελληνική αγορά προσφέρει σημαντικές δυνατότητες ανάπτυξης σε τομείς μεγάλου επενδυτικού ενδιαφέροντος διεθνώς, όπως είναι τα data centers, οι φοιτητικές κατοικίες, τα logistics και ασφαλώς οι κατοικίες προς εκμίσθωση, διαμερίσματα για συγκατοίκηση (co-living) και τα εξυπηρετούμενα διαμερίσματα.
Ολες αυτές οι κατηγορίες επενδύσεων βρίσκονται στην πρώτη δεκάδα του επενδυτικού ενδιαφέροντος, έχοντας ξεπεράσει κατά πολύ άλλες «παραδοσιακές» κατηγορίες, όπως τα γραφεία, τα εμπορικά κέντρα ή ακόμη και τα ξενοδοχεία, που βρίσκονται πλέον πολύ χαμηλά στη σχετική λίστα.
Οπως αναφέρεται στη φετινή έκθεση, παρότι για πολλούς επενδυτές το μέγεθος και η ρευστότητα μιας αγοράς είναι πρωτεύουσας σημασίας (κάτι που δεν ευνοεί χώρες όπως η Ελλάδα), για άλλους επενδυτές η στροφή σε εναλλακτικές κατηγορίες επενδύσεων ακινήτων, που προσφέρουν μεγαλύτερη προοπτική ανόδου και ανάπτυξης, αποτελεί κεντρικό στοιχείο της στρατηγικής που ακολουθούν. Παράλληλα, τα ακίνητα αυτής της κατηγορίας θεωρείται ότι ταιριάζουν καλύτερα σε ό,τι αφορά την ευθυγράμμιση με τις νόρμες του ESG και ειδικά στο σκέλος της κοινωνικής αλλά και της περιβαλλοντικής επίπτωσης.
«Τα data centres εξακολουθούν να είναι στην κορυφή, για ευνόητους λόγους. Η ανάπτυξή τους όμως δεν είναι εύκολη υπόθεση λόγω τoυ μεγάλου ενεργειακού φορτίου που απαιτείται. Ωστόσο, κάποιες περιοχές αναδεικνύονται φυσικοί πρωταθλητές λόγω διαθέσιμης ενέργειας από ΑΠΕ, ύπαρξης δικτύων οπτικών ινών, αλλά και της εγγύτητας με μεγάλα πληθυσμιακά κέντρα (για παράδειγμα, οι χώρες της Νότιας Ευρώπης που βρίσκονται κοντά στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή)», αναφέρει στην «Κ» ο κ. Τάσος Κοτζαναστάσης, εκτελεστικό μέλος της παγκόσμιας διοικούσας επιτροπής του ULI και πρόεδρος του συμβουλίου τεχνολογίας του ευρωπαϊκού σκέλους του ULI.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η Αθήνα εξακολουθεί να είναι μια «επαρχιακή» αγορά για επενδύσεις, όπου η οικονομική δραστηριότητα είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου τοπική και δη με μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Δεν έχει τον εξωστρεφή χαρακτήρα άλλων πόλεων (π.χ. Λισσαβώνα), δεν ελκύει διεθνείς χρήστες ακινήτων και έτσι δεν μπορούν να υποστηριχθούν περισσότερη ανάπτυξη ακινήτων, ρευστότητα και μεγαλύτερο επενδυτικό ενδιαφέρον.
Πάντως, ειδικά στον τομέα των data centers, των logistics και εσχάτως και των εξυπηρετούμενων διαμερισμάτων (όπου δηλαδή παρέχονται και υπηρεσίες φιλοξενίας) έχουν προωθηθεί σημαντικές επενδύσεις. Η σημαντικότερη αφορά το σχέδιο του 1 δισ. ευρώ από το σχήμα των Dromeus Capital και την Apto, το «όχημα» της PIMCO στον τομέα των data centers. Το έργο, που ανακοινώθηκε πριν από ένα μήνα, αφορά ένα συγκρότημα από τρία data centers (κέντρα επεξεργασίας μεγάλου όγκου δεδομένων), συνολικής δυναμικότητας 80 MVA (περί τα 80 MW). Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι η έκταση που έχει αποκτηθεί γι’ αυτόν τον σκοπό στα Σπάτα απέχει μόλις λίγα μέτρα από την αντίστοιχη επένδυση που προωθεί η Microsoft.
Σύμφωνα με την ανάλυση της Apto, η στρατηγική της Ελλάδας την καθιστά ελκυστικό κόμβο για υπηρεσίες cloud, ακόμη και στην εγχώρια αγορά όπου η υιοθέτηση ψηφιακών τεχνολογιών επιταχύνεται, ενώ υφίσταται κι ένα δυναμικό οικοσύστημα νεοφυών εταιρειών. Σημαντικό πλεονέκτημα της Ελλάδας είναι ασφαλώς και η πρόσβαση σε πλεόνασμα ενέργειας από ΑΠΕ (ανανεώσιμες πηγές ενέργειας), που αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για τα data centers προκειμένου να μειώνουν το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα.
Αντίστοιχα, με βάση πρόσφατη ανάλυση της επιτροπής logistics του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, σημειώνεται ότι κατά τη διάρκεια του φετινού 10μήνου ισχυρές πολυεθνικές εμπορικές επιχειρήσεις ανακοίνωσαν την ανάπτυξη νέων αποθηκών, κυρίως στη Δυτική Αττική, δυναμικότητας άνω των 200.000 τ.μ. Την ίδια στιγμή, στην τελική ευθεία βρίσκεται η ανάπτυξη οργανωμένων υποδοχέων όπως το Θριάσιο, με δυναμική 250.000 τ.μ. στεγασμένων αποθηκών, ενώ στη φάση του διαγωνισμού ανάδειξης επενδυτή βρίσκονται στην Αθήνα το επιχειρηματικό πάρκο Φυλής που θα φιλοξενήσει τα πρακτορεία εσωτερικών μεταφορών και στη Θεσσαλονίκη το επιχειρηματικό πάρκο Γκόνου. Σε ό,τι αφορά το ύψος των επενδύσεων, αναμένεται να ξεπεράσουν σε σύνολο το 1 δισ. ευρώ.