H Ελλάδα ρίχνει το ποσοστό των φόρων ως προς το ΑΕΠ και «πιάνει» τον μέσο όρο της Ευρωζώνης αλλά ανεβάζει τον βαθμό εξάρτησης από τους έμμεσους φόρους και ειδικά από τον ΦΠΑ. Εξακολουθεί δε να εφαρμόζει εντελώς διαφορετικό «μείγμα» φορολόγησης των πολιτών της σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, επιμένοντας να συγκεντρώνει το μεγαλύτερο κομμάτι των δημοσίων εσόδων από τον ΦΠΑ και όχι από τον φόρο εισοδήματος που –θεωρητικά τουλάχιστον– έχει το πλεονέκτημα της μεγαλύτερης αναλογικότητας άρα και της μεγαλύτερης κοινωνικής δικαιοσύνης. Μάλιστα με την πάροδο των ετών, η… βαρύτητα των έμμεσων φόρων στο συνολικό μείγμα αναμένεται να γίνει ακόμη μεγαλύτερη καθώς η κυβέρνηση καθιστά από τώρα σαφές διά του υπουργού Οικονομικών ότι ο όποιος δημοσιονομικός χώρος προκύψει μέχρι το 2027 από τον περιορισμό της φοροδιαφυγής, θα χρησιμοποιηθεί για τη μείωση της άμεσης φορολογίας ώστε το όφελος να φανεί άμεσα στις τσέπες των φορολογουμένων.
Οι φόροι στο εισόδημα εξακολουθούν να αποδίδουν αναλογικά πολύ λιγότερο σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Οι φόροι στα προϊόντα –και εδώ ανήκουν ο ΦΠΑ και οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης– αποδίδουν το 14,3% του ΑΕΠ στην Ελλάδα, περίπου τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες περισσότερο σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Το ποσοστό αυτό έχει παραμείνει ουσιαστικά αμετάβλητο σε σχέση με το 2019, παρά το γεγονός ότι ο παρονομαστής του κλάσματος (δηλαδή το ΑΕΠ) έχει αυξηθεί σημαντικά. Το ίδιο όμως έχει συμβεί και με τον αριθμητή καθώς η αύξηση των τιμών σε περιβάλλον πολύ υψηλών συντελεστών αλλά και η έκρηξη των ηλεκτρονικών πληρωμών σε συνδυασμό με τα μέτρα καταπολέμησης της φοροδιαφυγής έχουν φέρει πολλά επιπλέον δισ. ευρώ στα ταμεία από τους φόρους στα προϊόντα. Το 14,3% είναι το τρίτο υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη καθώς μόνο η Κροατία και η Ουγγαρία έχουν καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με την ελληνική. Η Eurostat έχει μετρήσει εισπράξεις άνω των 32,2 δισ. ευρώ έναντι 26,6 δισ. ευρώ το 2019. Μόνο τα έσοδα από τον ΦΠΑ αντιστοιχούν στο 8,8% του ΑΕΠ έναντι 6,9% που είναι ο αντίστοιχος μέσος όρος για τις χώρες της Ευρωζώνης. Το ποσοστό δεν έχει ανέβει αισθητά στην Ελλάδα (σ.σ. ήταν 8,3% το 2019 και 7,7% το 2020) αλλά αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι καταγράφεται σημαντικός ρυθμός ανάπτυξης από το 2019 και μετά, και φυσικά στο ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να εμφανίζει σημαντικό «κενό» στις εισπράξεις λόγω φοροδιαφυγής παρά τη σημαντική βελτίωση των τελευταίων ετών. H Ελλάδα κατατάσσεται 11η με βάση τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat όσον αφορά την αναλογία των εσόδων από ΦΠΑ προς το ΑΕΠ. Πλέον η Ελλάδα περιμένει από τον ΦΠΑ πάνω από το 21,6% των συνολικών φορολογικών εσόδων, ενώ το ποσοστό ανεβαίνει συνεχώς καθώς ήταν κάτω από 20% μέχρι το 2019.
Οι φόροι στο εισόδημα εξακολουθούν να αποδίδουν πολύ λιγότερο –πάντοτε αναλογικά με το ΑΕΠ– σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Το ποσοστό αυξήθηκε μεν από το 8,1% το 2019 στο 9,3% το 2023, αλλά ο μέσος όρος της Ευρωζώνης είναι στο 12,8%. Αυτό το 9,3% είναι το 11ο χαμηλότερο ποσοστό σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι βόρειες χώρες που χρηματοδοτούν τις κοινωνικές πολιτικές τους κυρίως μέσω των άμεσων και αναλογικών ως προς το εισόδημα φόρων, φτάνουν τα αντίστοιχα ποσοστά σε πολύ υψηλά επίπεδα άνω του 16%-17%. Ξεχωρίζουν, για παράδειγμα, η Δανία με το 28,7%, η Νορβηγία με το 21,4% και η Ισλανδία με το 19%. Αν αναλυθεί ακόμη περισσότερο ο συγκεκριμένος δείκτης, προκύπτει ότι ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων στην Ελλάδα αποδίδει φόρους ίσους με το 5,9% του ΑΕΠ, ποσοστό ανάλογο με αυτό του 2019. Είναι ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά της Ευρώπης και λιγότερο από μισό συγκριτικά με χώρες όπως η Ιταλία, το Βέλγιο, η Φινλανδία και η Σουηδία. Προφανώς παίζει καθοριστικό ρόλο η μείωση των εισοδημάτων καθώς είμαστε η μοναδική χώρα στην Ευρώπη που έχει χαμηλότερο μέσο μισθό συγκριτικά με τα προ 15ετίας επίπεδα. Ωστόσο εξίσου σημαντικό ρόλο παίζει και η εκτεταμένη φοροδιαφυγή στον χώρο του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων. Οσον αφορά τις ασφαλιστικές εισφορές, το ποσοστό διαμορφώνεται στο 13% ακολουθώντας πτωτική τάση και λόγω της μείωσης των συντελεστών υπολογισμού.