Στα μάτια των επενδυτών το ελβετικό φράγκο είναι περίπου ό,τι κι ο χρυσός: ασφαλές καταφύγιο σε περιόδους κρίσεων και αναταράξεων στις αγορές. Για αρκετές χιλιάδες δανειολήπτες, όμως, το ελβετικό φράγκο αποδείχθηκε μια παγίδα υπερχρέωσης, από την οποία δεν μπορούν να ξεφύγουν εδώ και σχεδόν μια 20ετία, ακόμη κι αν όλα αυτά τα χρόνια πληρώνουν κανονικά τις δόσεις τους.
Το δάνεια σε ελβετικό φράγκο δόθηκαν την περίοδο 2004-2008, όταν οι ελληνικές τράπεζες, όπως και άλλες τράπεζες στην Ευρώπη, τα προώθησαν ως ελκυστική επιλογή για όσους ήθελαν να δανειστούν φθηνά, λόγω των χαμηλών επιτοκίων που είχε η ελβετική κεντρική τράπεζα. Το επιτόκιο αναφοράς άγγιζε το 2004 σχεδόν μηδενικά επίπεδα, για να ανέβει στο 2,75% το 2007 και να υποχωρήσει εκ νέου κάτω από το 0,5% έως και το 2022, όταν το αντίστοιχο euribor ήταν μεταξύ 2% και 5%, πριν υποχωρήσει με τη σειρά του κάτω από το 1% το 2009 έως και το 2022. Την ίδια περίοδο, η ισοτιμία του ελβετικού φράγκου βρισκόταν στην περιοχή του 1,5-1,6 σε σχέση με το ευρώ και έτσι κάποιος καταβάλλοντας 1 ευρώ αποπλήρωνε δάνειο 1,5 ελβετικών φράγκων περίπου και επωφελείτο διπλά, τόσο από το εξασθενημένο ελβετικό νόμισμα όσο και από το χαμηλό επιτόκιο με το οποίο είχε συναφθεί το δάνειο.
Σήμερα, μετά την ενίσχυση του ελβετικού νομίσματος, η ισοτιμία του ευρώ διαμορφώνεται σε 0,94 ελβετικά φράγκα. Ετσι, δίνοντας κάποιος 1 ευρώ αποπληρώνει δάνειο 0,94 ελβετικών φράγκων και άρα όχι απλώς δεν επωφελείται από την ισοτιμία, αλλά πλέον πληρώνει ακριβότερα για το ισόποσο του χρέους του. Ετσι, το άληκτο κεφάλαιο διογκώνεται σταθερά, ακόμη και αν ο δανειολήπτης πλήρωνε όλα αυτά τα χρόνια κανονικά τις δόσεις του δανείου. Το όφελος από το χαμηλό επιτόκιο υπάρχει ακόμη, καθώς το βασικό επιτόκιο της κεντρικής τράπεζας της Ελβετίας διαμορφώνεται σήμερα κοντά στο 1%, όταν το euribor βρίσκεται κοντά στο 3%.
Οσοι παρέτειναν τη διάρκεια του δανείου για να μειώσουν τη δόση αποπληρωμής είδαν το άληκτο κεφάλαιο να εκτινάσσεται.
Σύμφωνα με στοιχεία από τις τράπεζες, το χαρτοφυλάκιο των δανείων σε ελβετικό φράγκο έχει μειωθεί στα 4,5 δισ. ευρώ και, από αυτά, τα 3 δισ. ευρώ παραμένουν στα χαρτοφυλάκιά τους και είναι στην πλειονότητά τους εξυπηρετούμενα, ενώ άλλο 1,5 δισ. ευρώ έχει πουληθεί και το διαχειρίζονται οι servicers. Οι τράπεζες, που έχουν δικαιωθεί στον Αρειο Πάγο για το θέμα αυτό, προτείνουν τη λύση του εξωδικαστικού μηχανισμού προκειμένου οι δανειολήπτες να επιτύχουν ρύθμιση που θα παράγεται από τον αντικειμενικό υπολογισμό του αλγορίθμου και θα περιέχει πιθανότατα και «κούρεμα» της οφειλής. Δίνουν επίσης τη δυνατότητα στους δανειολήπτες να μετατρέψουν το δάνειό τους σε ευρώ με σταθερό επιτόκιο 3% για τρία χρόνια, επιλογή που σημαίνει ότι οι οφειλέτες θα πρέπει να «κλειδώσουν» τη χασούρα από την ανατίμηση του ελβετικού νομίσματος, αναγνωρίζοντας όλη τη ζημία.
Το θέμα απασχολεί το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών που, αν και αναγνωρίζει το πρόβλημα, πηγές του σημειώνουν ότι τυχόν νομοθετική ρύθμιση για σταθερή νομοθετικά ρυθμισμένη ισοτιμία μπορεί να σημάνει τον χαρακτηριστικό όλου του χαρτοφυλακίου των ενήμερων δανείων ως μη εξυπηρετούμενου. Την ίδια στιγμή, ο Σύλλογος Δανειοληπτών Ελβετικού Φράγκου προετοιμάζει αγωγή κατά του ελληνικού Δημοσίου, ζητώντας να αποζημιωθούν γιατί ο Αρειος Πάγος δεν έστειλε ως προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ε.Ε. το σχετικό θέμα, προκαλώντας ζημία στους δανειολήπτες που είχαν προσφύγει ως διάδικοι στο ανώτατο δικαστήριο.
Η κατάσταση έχει εξελιχθεί επαχθέστερη για αρκετούς δανειολήπτες αυτής της κατηγορίας, οι οποίοι κατά τη διάρκεια της ελληνικής οικονομικής κρίσης, βλέποντας το άληκτο κεφάλαιο να διογκώνεται –η ισοτιμία από το 2011 έως τα τέλη του 2014 «έπαιζε» στην περιοχή τού 1 ευρώ = 1,2 ελβετικά φράγκα– και τα εισοδήματά τους να μειώνονται, υποχρεώθηκαν να ρυθμίσουν τα δάνειά τους σε μια προσπάθεια να μειώσουν τη μηνιαία δόση. Η ρύθμιση προέβλεπε συνήθως επιμήκυνση της διάρκειας του δανείου, από τον μέσο χρόνο αποπληρωμής που ήταν τα 20 χρόνια, στα 30 ή ακόμη και στα 35 χρόνια, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις η ρύθμιση ήταν τύπου step up, δηλαδή μείωση στο μισό της δόσης του δανείου για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, π.χ. μια 5ετία, και στη συνέχεια επαναφορά της δόσης στα προ ρύθμισης επίπεδα. Οι δανειολήπτες αυτοί βρίσκονται πλέον αντιμέτωποι όχι μόνο με μια υπέρογκη δόση δανείου σε σχέση με αυτή που πλήρωναν τα προηγούμενα χρόνια, αλλά και με την περαιτέρω διόγκωση του χρέους τους λόγω της ανατίμησης του ελβετικού νομίσματος. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την παράταση της διάρκειας του δανείου, εκτινάσσει σε δυσθεώρητο ύψος το άληκτο κεφάλαιο, ακόμη και αν εξυπηρετούσαν όλα αυτά τα χρόνια το δάνειό τους, έστω και με δυσκολία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ένα δάνειο σε ευρώ π.χ. 100.000 ευρώ με επιτόκιο σήμερα 4,4% και διάρκεια αποπληρωμής τα 20 χρόνια μεταφράζεται σε συνολική οφειλή 150.000 ευρώ περίπου, δηλαδή 1,5 φορά το κεφάλαιο. Αν το ίδιο δάνειο αποπληρωθεί σε 30 χρόνια, μεταφράζεται σε συνολική οφειλή 180.000 ευρώ περίπου. Το ίδιο δάνειο, λόγω της αλλαγής της ισοτιμίας και πάντα αναλόγως του σε ποιο ύψος της ισοτιμίας μπήκε κάποιος, μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε αύξηση 2,5 φορές της οφειλής, περιορίζοντας κατά πολύ το όφελος που εξακολουθεί να υπάρχει λόγω του χαμηλότερου επιτοκίου.