Ο καθορισμός και η επάρκεια του κατώτατου μισθού εντάσσονται στην ευρύτερη ενωσιακή προβληματική για την επάρκεια του εισοδήματος, η οποία αφορά και τους εργαζομένους και τους συνταξιούχους και τους δικαιούχους κοινωνικών επιδομάτων. Η οδηγία Ε.Ε. 2022/2041, την οποία η Ελλάδα επίκειται να ενσωματώσει, εξειδικεύει το κεφάλαιο ΙΙ του ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων και συγκεκριμένα της αρχής με αριθμό 6, σύμφωνα με την οποία οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα σε δίκαιους μισθούς που διασφαλίζουν αξιοπρεπή διαβίωση και συμβάλλει στην αποτροπή της ανεπάρκειας των εισοδημάτων των εργαζομένων. Οι μισθοί είναι επαρκείς αν είναι δίκαιοι σε σχέση με την κατανομή των αγαθών στα κράτη-μέλη και αν διασφαλίζουν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για τους εργαζομένους με σχέση εργασίας πλήρους απασχόλησης. Επίσης, εξειδικεύει την αρχή με αριθμό 8, σύμφωνα με την οποία πρέπει να πραγματοποιείται διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους σχετικά με τον σχεδιασμό και την εφαρμογή των οικονομικών πολιτικών, των πολιτικών απασχόλησης και των κοινωνικών πολιτικών, σύμφωνα με τις εθνικές πρακτικές και οι κοινωνικοί εταίροι πρέπει να διευκολύνονται να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις εργασίας σε θέματα που τους αφορούν.
Η οδηγία αποσκοπεί ειδικότερα στην ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών στα κράτη-μέλη στα οποία το ποσοστό κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις υπολείπεται του 80%. Επιδιώκει τη διασφάλιση της εφαρμογής των εθνικών πλαισίων για τους κατώτατους μισθούς σε συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους, ιδίως για την αντιμετώπιση καταστάσεων όπως η ψευδοαυτοαπασχόληση κ.λπ., και τον καθορισμό των μισθών με δια-φανή και προβλέψιμο τρόπο.
Η οδηγία θεσπίζει ελάχιστες προδιαγραφές και διαδικαστικές υποχρεώσεις ως προς την επάρκεια των κατώτατων μισθών για τα κράτη-μέλη και δεν παρεμβαίνει στην επιλογή του συστήματος καθορισμού του κατώτατου μισθού (νομοθετικό ή με συλλογικές συμβάσεις) και, κατά μείζονα λόγο, δεν θεσπίζει κατώτατο μισθό στην Ενωση ή ενιαίο μηχανισμό καθορισμού του κατώτατου μισθού. Τα κράτη-μέλη έχουν διακριτική ευχέρεια να επιλέξουν το σύστημα κατώτατου μισθού. Η Ελλάδα, όπως και άλλα 22 κράτη-μέλη της Ε.Ε., ήδη εφαρμόζει σύστημα νομοθετικού καθορισμού του κατώτατου μισθού (άρθρο 134 του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου). Η επιλογή του νομοθετικού συστήματος αντί των συλλογικών συμβάσεων για τους κατώτατους μισθούς αποτελεί σαφώς πολιτική απόφαση και πάντως απηχεί την πραγματικότητα στη συντριπτική πλειονότητα των κρατών-μελών της Ενωσης, κάτι που προφανώς δεν είναι τυχαίο. Ο νομοθετικός καθορισμός του κατώτατου μισθού διακρίνεται από τον καθορισμό των μισθών που είναι ανώτεροι από τον κατώτατο με συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις.
Η πρόταση ενσωμάτωσης της οδηγίας επιφέρει τις εξής αλλαγές στο εθνικό δίκαιο:
Πρώτον, περιλαμβάνει τις αποδοχές των εργαζομένων στον δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, μολονότι το καθεστώς τους στην Ελλάδα είναι διακριτό από το καθεστώς των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα. Αν προκύπτει διαφορά μεταξύ του μισθού στον δημόσιο τομέα και του κατώτατου στον ιδιωτικό, καταβάλλεται η διαφορά.
Δεύτερον, προβλέπεται η εισαγωγή συστήματος αυτόματης αναπροσαρμογής των νομοθετικά καθοριζόμενων κατώτατων μισθών με βάση τα προβλεπόμενα στην οδηγία κριτήρια, ήτοι: α) την αγοραστική δύναμη των μισθών, λαμβάνοντας υπόψη το κόστος διαβίωσης, β) το γενικό επίπεδο και την κατανομή των μισθών, γ) τον ρυθμό αύξησης των μισθών, δ) μακροπρόθεσμα τα επίπεδα παραγωγικότητας. Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται η μείωση του ποσού του κατώτατου μισθού.
Η οδηγία αποσκοπεί ειδικότερα στην ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών στα κράτη-μέλη, στα οποία το ποσοστό κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις υπολείπεται του 80%.
Η αυτόματη αναπροσαρμογή δεν νοείται να μην έχει «ρήτρα διαφυγής» για την περίπτωση εξαιρετικών συνθηκών, όπως για παράδειγμα ήταν η περίοδος της COVID-19. Πάντως και στην περίπτωση αυτή δεν επιτρέπεται μείωση των μισθών και η πρόταση ενσωμάτωσης προβλέπει διαδικασία στην οποία μετέχουν οι κοινωνικοί εταίροι, μέσω της Επιτροπής Διαβούλευσης, που διασφαλίζει ότι πράγματι συντρέχουν έκτακτες συνθήκες.
Για την αυτόματη αναπροσαρμογή λαμβάνεται ο δείκτης τιμών καταναλωτή για τα νοικοκυριά στο χαμηλότερο 20% της εισοδηματικής κατανομής των νοικοκυριών, καθώς και το ποσοστό μεταβολής της αγοραστικής δύναμης με βάση τον γενικό δείκτη μισθών.
Σκοπός είναι η προστασία του εισοδήματος αφενός και η σύνδεση του κατώτατου με την πραγματική οικονομία, ώστε να αποφεύγονται οι μακροοικονομικές ανισορροπίες. Στα πλεονεκτήματα της αυτόματης αναπροσαρμογής είναι ότι χρησιμοποιούνται αντικειμενικά κριτήρια και υπάρχει διαφάνεια και προβλεψιμότητα. Το νέο σύστημα στηρίζεται σε σειρά στοιχείων και δεδομένων και απαιτείται ικανός χρόνος προσαρμογής, ιδίως της ΕΛΣΤΑΤ, και ως εκ τούτου δεν μπορεί να εφαρμοσθεί άμεσα.
Τρίτον, συμμετέχουν οι κοινωνικοί εταίροι και η ΑΔΕΔΥ στη νομοθετική διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου μέσω της ιδρυόμενης Επιτροπής Διαβούλευσης, που λειτουργεί παράλληλα με την Επιστημονική Επιτροπή. Η Επιτροπή αυτή γνωμοδοτεί σχετικά με τους κατώτατους μισθούς, τα κριτήρια καθορισμού, αναπροσαρμογής και αξιολόγησης αυτών και κάθε σχετικό θέμα, καθώς και για την ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας. Ενισχύεται έτσι ο ουσιαστικός διάλογος των κοινωνικών εταίρων με το κέντρο λήψης των αποφάσεων και με την προσπάθεια σύγκλισης των απόψεων που αποκλίνουν. Περαιτέρω, εκπονείται σχέδιο δράσης για την ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων κατόπιν διαβούλευσης (στην Επιτροπή Διαβούλευσης) με τους κοινωνικούς εταίρους ή σε συμφωνία με αυτούς ή κατόπιν αιτήματος των κοινωνικών εταίρων, ως προϊόν συμφωνίας τους. Το σχέδιο δράσης κοινοποιείται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και δημοσιοποιείται.
Εν κατακλείδι, η προστασία του κατώτατου μισθού επεκτείνεται στον δημόσιο τομέα, ενισχύεται ο ρόλος των κοινωνικών εταίρων με τη δημιουργία και τις αρμοδιότητες της Επιτροπής Διαβούλευσης, καθορίζεται νομοθετικά ο κατώτατος μισθός και διασφαλίζεται η επάρκειά του με την αυτόματη αναπροσαρμογή βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και λαμβάνοντας υπόψη μεταξύ άλλων και την παρα-γωγικότητα της οικονομίας.
*Η κ. Πατρίνα Β. Παπαρρηγοπούλου είναι καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, δικηγόρος.