Οταν ο πιο γνωστός επενδυτής στον κόσμο δεν αισθάνεται πιά άνετα να επενδύσει, θα πρέπει να ανησυχούμε εμείς οι υπόλοιποι, σχολιάζει σε ρεπορτάζ της για τον Γουόρεν Μπάφετ η Wall Street Jounral.
Με περίπου 325 δισεκατομμύρια δολάρια σε ρευστό και έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου –το μεγαλύτερο αποθεματικό που είχε ποτέ η Berkshire Hathaway – φαίνεται επιφυλακτικός, προτιμώντας την ασφάλεια των εντόκων γραμματίων έναντι ριψοκίνδυνων μετοχών.
Για να αντιληφθούμε το μέγεθος του ποσού, αρκεί να σκεφτούμε πως θα επέτρεπε στην Berkshire να εξαγοράσει σχεδόν κάθε εισηγμένη αμερικανική εταιρεία, αφήνοντας έξω μόνο τις 25 πιο πολύτιμες. Ενδεικτικά, η κεφαλαιοποίηση εταιρειών όπως η Walt Disney, η Pfizer και η General Electric μοιάζει μικρή μπροστά στα διαθέσιμα της Berkshire.
Παράλληλα, τους τελευταίους μήνες πούλησε σημαντικό μέρος των μετοχών «γιγάντων» που είχε στο χαρτοφυλάκιό της, όπως η Apple και η Bank of America, ενώ σταμάτησε να επαναγοράζει δικές της μετοχές.
Η στρατηγική του Μπάφετ και του αείμνηστου συνεταίρου του, Τσάρλι Μάνγκερ, βασιζόταν πάντοτε στην υπομονή και στην επιλογή των σωστών ευκαιριών, χωρίς να προσπαθούν να «προβλέψουν» την αγορά.
Ο Μάνγκερ συνήθιζε να λέει: «Ποτέ μη διακόπτεις τον ανατοκισμό χωρίς λόγο».
Οι κινήσεις της Berkshire είναι ένα μήνυμα που αφορά τη διαχείρηση των επενδύσεων σε περίοδο αβεβαιότητας.
Αυτή η «αμυντική» στάση του Μπάφετ δεν είναι πρωτοφανής. Το 1969 είχε κλείσει την επενδυτική του εταιρεία, χαρακτηρίζοντας την αγορά υπερτιμημένη, ενώ το 2008 διατήρησε μεγάλο αποθεματικό μετρητών που αξιοποίησε κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Οπως σημειώνει ο Ανταμ Μιντ, «ειδικός» στις στρατηγικές του Μπάφετ και συγγραφέας του βιβλίου “The Complete Financial History of Berkshire Hathaway”, «ο Μπάφετ ξέρει πότε η αγορά πλησιάζει σε επικίνδυνα επίπεδα και προσαρμόζεται αναλόγως».
Είναι, όμως, αυτό ένα σημάδι επικείμενης κρίσης; Οχι απαραίτητα. Οι τρέχουσες αποτιμήσεις δείχνουν ότι οι αναμενόμενες αποδόσεις της αγοράς την επόμενη δεκαετία θα είναι περιορισμένες.
Ο Ντέιβιντ Κόστιν, στρατηγικός αναλυτής της Goldman Sachs, προβλέπει μόλις 3% ετήσια απόδοση για τον S&P 500 τα επόμενα δέκα χρόνια, σημαντικά χαμηλότερη από τον ιστορικό μέσο όρο.
Στο ίδιο μήκος κύματος, η Vanguard εκτιμά τις αποδόσεις για μεγάλες αμερικανικές μετοχές από 3% έως 5%,.
Η διάθεση του Μπάφετ συμβαδίζει και με τον «Δείκτη Μπάφετ», ένα μέτρο που ο ίδιος θεωρεί εξαιρετικό δείκτη αποτίμησης της αγοράς: πρόκειται για τον λόγο της κεφαλαιοποίησης όλων των αμερικανικών μετοχών προς το μέγεθος της οικονομίας.
Αυτήν τη στιγμή ο δείκτης βρίσκεται στο 200%, επίπεδο που είχε να αγγίξει από την τεχνολογική φούσκα της δεκαετίας του 2000.
Οι αποδόσεις των εντόκων γραμματίων σήμερα ξεπερνούν τις προσδοκώμενες αποδόσεις των μετοχών, δίνοντας στον Μπάφετ ισχυρό κίνητρο να κρατήσει το αποθεματικό του ανέπαφο.
Ωστόσο, ο Μπάφετ παραμένει επενδυτικά ανήσυχος και πρόθυμος να δαπανήσει από τα ταμειακά διαθέσιμα της Berkshire σε μεγάλες εξαγορές, αν προκύψει μια καλή ευκαιρία. Στην ετήσια συνέλευση του 2023, ανέφερε ότι θα επένδυε άνετα από 50 έως 100 δισεκατομμύρια δολάρια σε κάποια εξαγορά, εφόσον έβρισκε κάτι αξιόλογο.
Η Berkshire, έχοντας κεφαλαιοποίηση ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων, χρειάζεται τεράστιες συμφωνίες για να επιτύχει αξιόλογη κίνηση. Οπως επισημαίνει ο Μιντ, μια εξαγορά ανάλογη της Burlington Northern Santa Fe του 2010 ή της General Re το 1998 θα απαιτούσε 100 δισεκατομμύρια δολάρια με τα σημερινά δεδομένα.
Παρ’ όλα αυτά, ο Μπάφετ παραμένει προσηλωμένος στην αμερικανική αγορά, παρόλο που οι προβλέψεις της Vanguard δείχνουν υψηλότερες αποδόσεις σε άλλες αγορές (7% έως 9%) και αμερικανικές μετοχές μικρής κεφαλαιοποίησης (5% έως 7%).
Οδεύοντας προς το τέλος της αξιοσημείωτης καριέρας του, ο 94χρονος επενδυτής καλείται να κάνει σταδιακά αλλαγές στη στρατηγική του.
Οι αλλαγές στην Berkshire είναι αναπόφευκτες, και όχι μόνο επειδή ο 94χρονος Μπάφετ πλησιάζει στο τέλος της αξιοσημείωτης καριέρας του. Μέχρι τώρα, έχει εξασφαλίσει κεφάλαια στους μετόχους κυρίως μέσω επαναγορών μετοχών, αλλά πλέον θεωρεί ότι ακόμη και η αξία της δικής της μετοχής είναι υπερβολικά υψηλή για τέτοιες κινήσεις.
Η Berkshire έχει διογκωθεί σε τέτοιο βαθμό, που της είναι δύσκολο να επαναλάβει το μακροπρόθεσμο ιστορικό της υπεραπόδοσης σε σχέση με την αγορά. Κάποια στιγμή, όπως προβλέπει ο Μιντ, θα χρειαστεί να επιστρέψει περισσότερα χρήματα στους μετόχους, πιθανώς μέσω μερισμάτων.
Η δυναμική των σύνθετων αποδόσεων θα διακοπεί αναγκαστικά, σηματοδοτώντας μια νέα εποχή για τον κολοσσό.
Πηγή: WSJ