Την πρόταση νόμου για έναν εθνικό, νομοθετημένο κατώτατο μισθό που θα αφορά όλους τους εργαζομένους στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα, που θα καθορίζεται σε ετήσια βάση μέσα στο δεύτερο 15νθήμερο του Δεκεμβρίου και θα εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους, με την αρχή να γίνεται το 2028, παρουσιάζει η υπουργός Εργασίας Νίκη Κεραμέως στους εκπροσώπους των πολιτικών κομμάτων.
Το σχετικό σχέδιο νόμου, που έρχεται με αφορμή την κύρωση της κοινοτικής οδηγίας για επαρκείς κατώτατους μισθούς, τέθηκε ήδη σε δημόσια διαβούλευση και θα παραμείνει ανοικτό σε προτάσεις, τροποποιήσεις και παρεμβάσεις έως τις 21 Νοεμβρίου. Ηδη, άλλωστε, έχει ολοκληρωθεί ο πρώτος γύρος συζητήσεων της υπουργού με τους εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων, οι οποίοι και καταθέτουν τις έγγραφες προτάσεις τους προς το υπουργείο, ενώ χθες η κ. Κεραμέως άνοιξε τον νέο κύκλο συζητήσεων με τους εκπροσώπους των πολιτικών κομμάτων συναντώντας στελέχη της Ν.Δ. Εντός της εβδομάδας αναμένεται η συνάντηση και με το ΠΑΣΟΚ, το οποίο την προηγούμενη εβδομάδα κατέθεσε στη Βουλή τροπολογία με την οποία ζητεί την επαναφορά του προσδιορισμού του ύψους στον κατώτατο μισθό στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Αντίστοιχη πρόταση, άλλωστε, έχει καταθέσει και η ΓΣΕΕ στο σχετικό υπόμνημά της. Η υπουργός Εργασίας, πάντως, έχει ξεκαθαρίσει ότι ο καθορισμός του κατώτατου μισθού νομοθετικά και όχι μέσω διμερών διαπραγματεύσεων αποτελεί τη σωστή επιλογή, αφενός γιατί δεν υπάρχει καθολική εκπροσώπηση των εργαζομένων και των ανέργων από τους κοινωνικούς εταίρους, αφετέρου γιατί η προβλεψιμότητα ως προς την πορεία του κατώτατου μισθού βοηθάει τη μείωση της αβεβαιότητας εργαζομένων και εργοδοτών και κατά συνέπεια στηρίζει τον οικογενειακό προγραμματισμό, ευνοώντας παράλληλα την αναπτυξιακή πορεία των επιχειρήσεων. Αναλυτικά, βάσει της προτεινόμενης νέας διαδικασίας, ο νέος κατώτατος μισθός θα καθορίζεται από το 2028 βάσει ενός μαθηματικού τύπου ως εξής:
• Το ποσοστό μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή για τα νοικοκυριά στο χαμηλότερο 20% της εισοδηματικής κατανομής.
• Το μισό του ποσοστού μεταβολής της αγοραστικής δύναμης του γενικού δείκτη μισθών.
Στο υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου ορίζεται ρητώς πως με τον νέο τρόπο καθορισμού των βασικών αποδοχών απαγορεύεται η μείωσή τους. Σε εξαιρετικές, βέβαια, περιπτώσεις θα επιτρέπεται το «πάγωμά» τους, κατόπιν εισήγησης μιας ειδικής επιτροπής.
Αναλυτικά, έως την 31η Αυγούστου κάθε έτους η επιστημονική επιτροπή για τον κατώτατο μισθό θα συντάσσει έκθεση, η οποία είτε θα διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει λόγος παρέκκλισης από την εφαρμογή του κανόνα, είτε θα προτείνει αιτιολογημένα και πλήρως τεκμηριωμένα ότι, κατ’ εξαίρεση, ο νομοθετημένος κατώτατος μισθός και το νομοθετημένο κατώτατο ημερομίσθιο δεν πρέπει να αναπροσαρμοστούν κατά το επόμενο έτος, διότι:
• Η οικονομία βρίσκεται σε σημαντική ύφεση.
• Υπάρχει σημαντική απόκλιση του εθνικού πληθωρισμού (δείκτης τιμών καταναλωτή) από τον στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
• Υπάρχει σημαντική ανισορροπία στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών.
• Η αναπροσαρμογή δεν δικαιολογείται από τα επίπεδα και τις μακροπρόθεσμες εξελίξεις στην παραγωγικότητα και τη δυναμική της ή την απόκλιση του κατώτατου μισθού από το εξήντα τοις εκατό (60%) του ακαθάριστου διάμεσου μισθού.
• Υπερβαίνει τις δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας.
• Δεν δικαιολογείται από έκτακτες περιστάσεις.
Η επιστημονική επιτροπή θα στέλνει την έκθεσή της στους υπουργούς Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών προκειμένου, κατά το δεύτερο 15νθήμερο του Δεκεμβρίου, αυτοί να εισηγούνται στο υπουργικό συμβούλιο τον νέο κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο, λαμβάνοντας υπόψη το πόρισμα από τη διαβούλευση που έχει προηγηθεί το προηγούμενο διάστημα.