Τη μία μετά την άλλη χάνουν τις ξένες αγορές τα ελληνικά ψάρια, οι οποίες σταδιακά περνούν στην Τουρκία. Μετά τη Ρωσία και τη Γερμανία, η ελληνική παραγωγή ιχθυοκαλλιεργειών κινδυνεύει να απολέσει και την αγορά των ΗΠΑ. Η γείτων χώρα εξελίσσεται στον ισχυρότερο ανταγωνιστή της Ελλάδας στην ιχθυοκαλλιέργεια τσιπούρας και λαβρακίου και κατ’ επέκταση και στις εξαγωγές των εν λόγω ειδών, αξιοποιώντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την περιδίνηση των ελληνικών εταιρειών στα χρέη.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του FAO (πρόκειται για τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ) που παρουσιάζει σήμερα η «Κ», η Ελλάδα το α΄ τρίμηνο του 2014 εξήγαγε συνολικά 11.100 τόνους τσιπούρας και 6.500 τόνους λαβρακίου, ενώ η Τουρκία 5.300 και 4.900 τόνους αντιστοίχως. Μπορεί η Ελλάδα να παραμένει ακόμη ηγέτιδα δύναμη, όμως σταδιακά υποχωρεί, με τις εξαγωγές της Τουρκίας να ακολουθούν την αντίστροφη πορεία. Το 2010 οι ελληνικές εξαγωγές (α΄ τρίμηνο του έτους) σε τσιπούρα και λαβράκι ανέρχονταν συνολικά σε 22.400 τόνους έναντι 17.600 πέρυσι, ενώ οι τουρκικές από 5.500 τόνους το 2010 ξεπέρασαν τους 8.000 τόνους και πλησιάζουν τους 10.000.
Πολύ πιο αποκαλυπτικά για την έκταση της διείσδυσης των τουρκικών προϊόντων είναι τα διαχρονικά στοιχεία για την προέλευση των ψαριών σε κάθε μία από τις σημαντικές αγορές. Η ρωσική αγορά έχει χαθεί για τα ελληνικά ψάρια στην ουσία από το 2012, πέρυσι για κάποιο διάστημα είχαν απαγορευθεί οι εισαγωγές από Ελλάδα, ενώ φέτος, μετά το ρωσικό εμπάργκο, δόθηκε η χαριστική βολή. Στο διάστημα Ιανουαρίου-Ιουλίου η Ρωσία έχει εισαγάγει 3.246 τόνους τσιπούρας και λαβρακίου εκ των οποίων το 90% προέρχεται από την Τουρκία. Η Ελλάδα το ίδιο διάστημα εξήγαγε προς τη Ρωσία μόλις 226 τόνους.
Τα τουρκικά ψάρια, που μέχρι και το 2011 δεν είχαν καμία παρουσία στη γερμανική αγορά, τώρα είναι αυτά που κυριαρχούν. Οι ελληνικές εξαγωγές προς τη Γερμανία το α΄ τρίμηνο του τρέχοντος έτους ανήλθαν σε 300 τόνους από 900 τόνους το 2010, ενώ οι τουρκικές έφτασαν τους 700 τόνους.
Φαινομενικά η Ελλάδα είναι ακόμη ο βασικός προμηθευτής της βρετανικής αγοράς σε λαβράκι και το πρώτο τρίμηνο του 2014 εξήχθησαν 700 τόνοι. Εάν ωστόσο στις εισαγωγές που κάνει το Ηνωμένο Βασίλειο από Τουρκία προστεθούν και αυτές από Ολλανδία (πρόκειται για τουρκικά προϊόντα που εξάγονται στην Ολλανδία και από εκεί επανεξάγονται στη Βρετανία), τότε τα τουρκικά προϊόντα είναι αυτά που κυριαρχούν πλέον, καθώς οι εξαγόμενες ποσότητες ανήλθαν σε 800 τόνους.
Η Ελλάδα σύμφωνα με τον FAO εξακολουθεί να αποτελεί τον κύριο προμηθευτή των ΗΠΑ σε τσιπούρα και λαβράκι (οι συνολικές εισαγωγές των ΗΠΑ το πρώτο πεντάμηνο του 2014 σε αυτά τα δύο είδη ήταν 2.100 τόνοι), αν και τα τουρκικά προϊόντα κερδίζουν συνεχώς μερίδιο, κυρίως λόγω της χαμηλότερης τιμής τους. Οπως επεσήμανε άλλωστε την Πέμπτη στο περιθώριο της γενικής συνέλευσης των μετόχων της Σελόντα ο απερχόμενος διευθύνων σύμβουλός της, το κόστος μεταφοράς των τουρκικών ψαριών στις ΗΠΑ είναι 1 ευρώ/κιλό χαμηλότερο σε σχέση με αυτό που απαιτείται για την εξαγωγή των αντίστοιχων ελληνικών προϊόντων. Ο λόγος; Οι εταιρείες ιχθυοκαλλιεργειών της Τουρκίας έχουν συνάψει ειδική συμφωνία με την Turkish Airlines η οποία προβλέπει χαμηλό μεταφορικό κόστος των ψαριών με απευθείας πτήσεις στις μεγαλύτερες αγορές της Αμερικής.
Ανάγκη προσαρμογής στις νέες συνθήκες
«Ο κλάδος των ιχθυοκαλλιεργειών συνολικά και στην Ελλάδα ειδικότερα πρέπει να προσαρμοσθεί στη νέα δυναμική που διαμορφώνεται στην αγορά. Κοινές στρατηγικές πρώθησης, οι οποίες έχουν εφαρμοσθεί με αξιοσημείωτη επιτυχία στη βιομηχανία εκτροφής σολομού, αποτελούν ίσως μία νέα κατεύθυνση, με ή χωρίς συγχωνεύσεις των εταιρειών». Στην παραπάνω επισήμανση προβαίνει ο FAO τονίζοντας για μία ακόμη φορά την ανάγκη συγχωνεύσεων ή έστω και συνεργασιών, όπως τη δημιουργία μιας κοινής εμπορικής εταιρείας από τους δύο μεγάλους «παίκτες» του κλάδου, τη Σελόντα και τον Νηρέα. Με άλλα λόγια, μόλις την Πέμπτη είπε κάτι αντίστοιχο ο κ. Γ. Στεφανής: «Η ραγδαία ανάπτυξη της Τουρκίας σε αυτήν την κατηγορία δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί χωρίς ένα ενιαίο, μεγάλο σχήμα».