Η αύξηση της μικρής συμμετοχής των γυναικών στα διοικητικά συμβούλια των επιχειρήσεων αποτελεί σήμερα, ασφαλώς, ένα ζητούμενο. Αφενός γιατί λόγω ευαισθητοποίησης μέρους της ανδροκρατούμενης επιχειρηματικής κοινότητας «χτύπησε το καμπανάκι» για την κραυγαλέα αυτή μη αξιοποίηση ανθρώπινου κεφαλαίου, κυρίως όμως, επειδή στη διεθνή βιβλιογραφία τα θετικά επιχειρήματα –τόσο σε θεωρητικό όσο και σε εμπειρικό επίπεδο– είναι σημαντικά. Ως θετικά αναφέρονται δε τα εξής: πρόσβαση σε πολύτιμες πηγές και σχέσεις, καθοδήγηση και προώθηση γυναικείων θεμάτων μέσα στην επιχείρηση, αύξηση της δημιουργίας και της καινοτομίας σε επιχειρηματικό επίπεδο, υψηλό επίπεδο ανεξαρτησίας. Και, τέλος, θετική επίδραση στη συμπεριφορά των ανδρών στελεχών στο διοικητικό συμβούλιο.
Ωστόσο στο αμφιλεγόμενο αυτό θέμα της συμμετοχής των γυναικών στα διοικητικά συμβούλια, αναφέρονται ως αρνητικά και τα εξής επιχειρήματα: δημιουργία προβλημάτων ολοκλήρωσης και ενσωμάτωσης στη λήψη αποφάσεων, δημιουργία προβλημάτων επικοινωνίας σε διάφορα επίπεδα διοίκησης της επιχείρησης. Και, τέλος, αργοπορία στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων στρατηγικού χαρακτήρα. Επειδή όμως «η θεωρητική προσέγγιση δεν κατάφερε να προσφέρει ένα καθαρό πλαίσιο θετικής είτε αρνητικής επίδρασης της συμμετοχής των γυναικών στο Δ.Σ. της επιχείρησης, με στόχο τη βελτίωση του μάνατζμεντ και των χρηματοοικονομικών επιδόσεων» τρεις διακεκριμένοι καθηγητές, ο δικός μας Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης, καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης και Audencia Nantes School of Management, η Αμελί Τσαρλς, αν. καθηγήτρια στο Audencia Nantes School of Management και ο αν. καθηγητής Ετιεν Ρεντό, του ίδιου πανεπιστημίου, αποφάσισαν να συνεργασθούν και να «στραφούν σε εμπειρικό επίπεδο με την εφαρμογή μεθόδων ποσοτικών και εν γένει στατιστικών».
Συγκεκριμένα, η συνεργασία του Εργαστηρίου Συστημάτων Χρηματοοικονομικής Διοίκησης του Πολυτεχνείου Κρήτης με το Κέντρο Χρηματοοικονομικής Διοίκησης και Διαχείρισης Κινδύνων της Audencia Nantes School of Management έχει ήδη ξεκινήσει για τη μελέτη των μελλοντικών αξόνων έρευνας του θέματος της γυναικείας συμμετοχής σε Δ.Σ. επιχειρήσεων. Ηδη, οι καθηγητές Τσαρλς και Ρεντό συγκέντρωσαν 24 ερευνητικές εργασίες ύστερα από αρκετές εμπειρικές μελέτες που έγιναν στο πρόσφατο παρελθόν για τη μέτρηση της επίδρασης της συμμετοχής των γυναικών στο Δ.Σ. και στις χρηματοοικονομικές επιδόσεις των επιχειρήσεων και συνέγραψαν τη δική τους μελέτη. Χρησιμοποίησαν αφενός τις λογιστικές μετρήσεις των αποδόσεων. Οπως την απόδοση των πωλήσεων (Return on Sales), την απόδοση του ενεργητικού (Return on Assets), τη χρηματοοικονομική αποδοτικότητα (Return on Equity), το καθαρό περιθώριο κέρδους (Profit margin on sales), τα καθαρά κέρδη μετά φόρους/καθαρό ενεργητικό, καθαρές πωλήσεις /ίδια κεφάλαια κ.ά. Αφετέρου, χρησιμοποιήθηκαν οι μεταβλητές επιδόσεων που βασίζονται σε δεδομένα της αγοράς (market-based performance).
Και τα αποτελέσματα από τη μελέτη των δύο Γάλλων συγγραφέων είναι όντως άκρως ενδιαφέροντα και δείχνουν ότι υπάρχει θετική συσχέτιση ανάμεσα στη συμμετοχή των γυναικών στο Δ.Σ. και στις χρηματοοικονομικές επιδόσεις των εννέα από τις 24 μελέτες. Αρνητική συσχέτιση δείχνουν τέσσερις στις 24 και καμία συσχέτιση στις 11 υπόλοιπες. Σε επίπεδο περιοχών –Ευρώπη, ΗΠΑ, Αυστραλία– η ανάλυση των αποτελεσμάτων έδειξε μόνο στην Ευρώπη ότι υπάρχει συσχέτιση η οποία αντιπροσωπεύει μια μέτρια επίδραση της γυναικείας συμμετοχής στις χρηματοοικονομικές επιδόσεις. Γεγονός που εξηγείται από τις διαφορές που υπάρχουν σε σχέση με τις άλλες περιοχές του κόσμου σε νομικό επίπεδο και σε κουλτούρα. «Αυτό σημαίνει ότι σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες ο νομοθέτης πιέζει προς τη δημιουργία νομικού πλαισίου ενθάρρυνσης της συμμετοχής γυναικών σε Δ.Σ. επιχειρήσεων. Στις άλλες χώρες εκτός Ευρώπης –ΗΠΑ, Αυστραλία– η εταιρική διακυβέρνηση στηρίζεται περισσότερο σε συνθήκες συστημάτων αγοράς (market based system of corporate governance) που δεν ενθαρρύνουν την ενσωμάτωση γυναικών σε Δ.Σ.
Η εξέταση της σχέσης γυναικείας συμμετοχής σε Δ.Σ. και χρηματοοικονομικών επιδόσεων –όπως δείχνει η μέχρι στιγμής εμπειρική έρευνα– μπορεί ασφαλώς να προχωρήσει μέσα από την περαιτέρω ανάπτυξη μεθοδολογικών εργαλείων. Ομως, ζητούμενο της μελέτης που πραγματοποιείται μέσω της εκλεκτής αυτής συνεργασίας των τριών καθηγητών είναι και τα εξής: «Σε ένα πρώτο επίπεδο, είναι δυνατόν, αντί να εξετάσουμε εάν η γυναικεία συμμετοχή επηρεάζει ή όχι τις χρηματοοικονομικές επιδόσεις, να επιχειρήσουμε να προσδιορίσουμε τους παράγοντες εκείνους που επηρεάζουν περισσότερο την επίδραση της συμμετοχής στις χρηματοοικονομικές επιδόσεις. Με άλλα λόγια, το θέμα είναι ποια είναι τα γυναικεία χαρακτηριστικά που επηρεάζουν την αποδοτικότητα των επιχειρήσεων.
Μαθηματικά εργαλεία, όπως η ανάλυση δεδομένων, αλλά και η ανάλυση αποφάσεων, μπορούν να μας βοηθήσουν στον προσδιορισμό αυτών των χαρακτηριστικών.