Στις μέρες μας ο «πρόωρος θάνατος» πολλών επιχειρήσεων οφείλεται ασφαλώς στον θανατηφόρο «ιό» της κρίσης. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις δεν παύουν ποτέ να είναι ζωντανοί οργανισμοί, και οι παράγοντες της μακροβιότητάς τους, όπως και η καλή ή η κακή υγεία τους, συνδέονται με χαρακτηριστικά στα οποία κατέληξε ύστερα από διαχρονικές έρευνες και κατέγραψε ένας «διά βίου μάνατζερ», ο Αριε ντε Γκέους, στο βιβλίο του «Εταιρεία, ένας ζωντανός οργανισμός – Επιβίωση σε ένα αβέβαιο μέλλον» των Εκδόσεων Κριτική. Τα χαρακτηριστικά αυτά –δηλαδή τέσσερις κοινοί παράγοντες-κλειδιά που έχουν προκύψει από τις έρευνες– λένε τα εξής:
• Οι μακρόβιες επιχειρήσεις ήταν ευαίσθητες στο περιβάλλον τους και παραμένουν σε αρμονία με τον κόσμο που τις περιβάλλει. Εχουν τις κεραίες τους τεντωμένες και συντονισμένες με οτιδήποτε συμβαίνει γύρω τους. Εστω και αν τα κοινωνικά ζητήματα σπάνια υπεισέρχονται στον προβληματισμό των διοικητικών συμβουλίων τους, καταφέρνουν να αντιδρούν έγκαιρα στις κοινωνικές συνθήκες του περιβάλλοντος. «Η ευαισθητοποίηση απέναντι στο περιβάλλον αντιπροσωπεύει την ικανότητα μιας εταιρείας να μαθαίνει και να προσαρμόζεται», συνοψίζει ο συγγραφέας.
• Τις μακρόβιες επιχειρήσεις τις χαρακτηρίζει η συνεκτικότητα. Το προσωπικό τους και συχνά ακόμα και οι προμηθευτές νιώθουν ότι ανήκουν στο ίδιο σύνολο. Μάλιστα, μια μεγάλη εταιρεία δήλωσε ότι ένιωθε τον εαυτό της σαν έναν στόλο «κάθε πλοίο του οποίου ήταν ανεξάρτητο. Ομως ο στόλος ήταν ισχυρότερος από το άθροισμα των πλοίων». Οι μάνατζερ επιλέγονταν για προαγωγή κατά κανόνα από το εσωτερικό της εταιρείας μέσα από τη «μία κοινότητα και τη μία προσωπικότητα» που η εταιρεία έχει την ικανότητα να δημιουργεί.
• Τις μακρόβιες επιχειρήσεις τις χαρακτηρίζει η ανεκτικότητα. Αποφεύγουν γενικά να εξασκούν κάθε είδους κεντρικό έλεγχο στις διάφορες απόπειρες για διαφοροποίηση της επιχείρησης. Ερμηνεύοντας την ιδέα της ανεκτικότητας, ο συγγραφέας αναφέρει ότι οι εταιρείες αυτές επιδεικνύουν ιδιαίτερη ανεκτικότητα σε περιφερειακές δραστηριότητες «στον πειραματισμό, στους νεωτερισμούς και στις εκκεντρικότητες μέσα στα όρια της συνεκτικής επιχείρησης. Ανεκτικότητα που τις βοήθησε να διευρύνουν την ικανότητά τους για την κατανόηση των δυνατοτήτων τους».
• Τέλος, το τέταρτο κοινό χαρακτηριστικό είναι ότι οι μακρόβιες εταιρείες ήταν συντηρητικές στη χρηματοδότηση. Είχαν διαθέσιμα μετρητά στο ταμείο και «μπορούσαν να αρπάζουν ευκαιρίες χωρίς να πρέπει πρώτα να πείσουν τρίτους χρηματοδότες για την ελκυστικότητά τους». Ο συγγραφέας πιστεύει ότι τα χαρακτηριστικά της υγιούς εταιρείας και το μάνατζμεντ της αλλαγής είναι αυτά που εξασφαλίζουν την υγεία είτε την αποκατάστασή της – άρα και τη μακροβιότητα της επιχείρησης. Τα μέλη μιας υγιούς και ζωντανής εταιρείας είναι οι άνθρωποι και οι άλλες εταιρείες. Μέλη που έχουν κοινές αξίες και που πιστεύουν ότι οι στόχοι της εταιρείας τα βοηθούν να επιτύχουν τους δικούς τους προσωπικούς στόχους. Μέλη με κοινή τη θέληση για επιβίωση. Μέλη μιας «σιωπηρής συμφωνίας» που δημιουργεί εμπιστοσύνη και επηρεάζει το επίπεδο της παραγωγικότητας, «κάτι που δεν μπορεί να επιτευχθεί με την πειθαρχία και τον ιεραρχικό έλεγχο».
Μια εταιρεία είναι ανοιχτή στον έξω κόσμο όταν τους ανθρώπους-μέλη της τους χαρακτηρίζει η κινητικότητα. Αλλάζουν διαφορετικές θέσεις κατά τη διάρκεια της καριέρας τους, όταν δικτυώνονται, συναντώνται και συνδιαλέγονται σε όλο το εύρος της οργάνωσης, επικοινωνούν με ανθρώπους που γνωρίζουν το επάγγελμά τους. Οταν η εξουσία έχει ηγέτες «που κατανοούν ότι δεν αποτελούν παρά μια γενιά μέσα σε μια σειρά από άλλες που θα ακολουθήσουν».
Ωστόσο, στο σημείο αυτό ο συγγραφέας γίνεται καταγγελτικός –συνεπής όμως πάντοτε στα συμπεράσματα των ερευνών του– και αναφέρει ότι «οι εταιρείες πεθαίνουν επειδή τα στελέχη τους εστιάζουν την προσοχή τους στην οικονομική δραστηριότητα της παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών και ξεχνούν πως η αληθινή φύση των οργανισμών τους είναι αυτή της ανθρώπινης κοινότητας. Ο κόσμος των νομικών, των εκπαιδευτικών στελεχών και των χρηματοοικονομικών παραγόντων –όλοι– συνδράμουν τις διοικήσεις των επιχειρήσεων να διαπράττουν αυτό το σφάλμα». Διατυπώνει δε την πιο πάνω διαπίστωση και με διαφορετικά λόγια. Υπάρχουν, λέει, όλο και περισσότερες ενδείξεις ότι «οι επιχειρήσεις αποτυγχάνουν επειδή ο τρόπος σκέψης και η γλώσσα που επικρατεί στη διοίκησή τους βασίζονται πολύ στενά στον τρόπο σκέψης και στη γλώσσα της οικονομίας».
«Οι προτεραιότητες της διοίκησης μιας ζωντανής εταιρείας δεν μπορούν να εκφράζονται αποκλειστικά με οικονομικούς όρους», καταλήγει ο κ. Ντε Γκέους. Ο οποίος επίσης υπογραμμίζει ότι, αν η υγεία της εταιρείας δεν πάει καλά, η προτεραιότητα θα πρέπει να δίδεται στην κινητοποίηση των ανθρώπινων δυνατοτήτων, στην αποκατάσταση είτε στη διατήρηση της εμπιστοσύνης και της συντροφικής αλληλεγγύης και στην επαύξηση του επαγγελματισμού και της καλής συμπεριφοράς των πολιτών.