Για πρώτη φορά ο Σύνδεσμος Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών (ΣΕΘ) εξέδωσε μια ολοκληρωμένη έκθεση για την υδατοκαλλιέργεια, που αποτελεί έναν από τους πιο δυναμικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Ειδικότερα, ο συνολικός όγκος παραγωγής το 2013 ανήλθε σε 144.590 τόνους αξίας 681,58 εκατ. ευρώ. Σε σχέση με το 2012 παρατηρείται αύξηση 5% ως προς τον όγκο και 9,3% ως προ ςτη συνολική αξία της παραγωγής υδατοκαλλιέργειας. H εκτροφή ψαριών ανήλθε συνολικά σε 127,09 χιλιάδες τόνους αξίας 674,25 εκατ. ευρώ. Σε σχέση με το 2012 αυξήθηκε 5,8% ως προς τον όγκο και 9,4% ως προς την αξία τους.
Η παραγωγή οστρακοειδών διατηρήθηκε στα ίδια επίπεδα με το 2012 ως προς τον όγκο παραγωγής (17.500 τόνοι), αλλά παρουσίασε αύξηση 3% ως προς την αξία πωλήσεων. Οσον αφορά τη διάρθρωση της παραγωγής, το 2013 η εκτροφή ψαριών σε θαλάσσια και εσωτερικά ύδατα αποτέλεσε με διαφορά την κυριότερη υδατοκαλλιεργητική δραστηριότητα στην Ελλάδα, αφού αντιπροσωπεύει το 88% του όγκου και σχεδόν το 99% της αξίας παραγωγής της χώρας. Ακολουθεί η οστρακοκαλλιέργεια με 12% ως προς τον όγκο και 1% ως προς τη συνολική αξία παραγωγής της χώρας. Εκτός από τα ψάρια και τα μύδια, παράγονται σε πολύ μικρότερες ποσότητες χέλια, καρκινοειδή και υδρόβια φυτά, τα οποία αποτελούν μόλις το 0,04% του όγκου και το 0,1% της αξίας παραγωγής υδατοκαλλιέργειας της χώρας.
Ο συνολικός αριθμός εγκαταστάσεων υδατοκαλλιέργειας το 2013 στην Ελλάδα εκτιμάται σε 1.045 και παραμένει αμετάβλητος σε σχέση με το 2012. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, από αυτές το 57% είναι εγκαταστάσεις οστρακοκαλλιέργειας, το 36% εγκαταστάσεις ιχθυοκαλλιέργειας (συμπεριλαμβάνονται και οι ιχθυογεννητικοί σταθμοί) και το υπόλοιπο 7% είναι εγκαταστάσεις εσωτερικών υδάτων. Οσον αφορά τη γεωγραφική κατανομή των εκμεταλλεύσεων οστρακοκαλλιέργειας, οι περιοχές με τη μεγαλύτερη ανάπτυξη είναι η Θεσσαλονίκη (26%), η Πιερία (25%), η Ημαθία (16%), η Καβάλα (8%) και η Φθιώτιδα (6%). Το υπόλοιπο 19% είναι κατανεμημένο σε 10 περιφερειακές ενότητες, με λιγότερες από 10 μονάδες εκάστη (Πρέβεζας, Ξάνθης, Θεσπρωτίας, Χαλκιδικής, Ροδόπης, Αττικής, Σερρών, Λέσβου, Ευβοίας, Αιτωλοακαρνανίας).
Σύμφωνα με την έρευνα του Συνδέσμου Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών, ο πραγματικός στόχος είναι να ξεκινήσει μια ετήσια καταγραφή της προόδου που επιτυγχάνεται στον κλάδο ετησίως σε σχέση με την υλοποίηση των στόχων που έχουν τεθεί τόσο από την Πολιτεία στο «Πολυετές εθνικό στρατηγικό σχέδιο για την ανάπτυξη των υδατοκαλλιεργειών στην Ελλάδα, 2014-2020» όσο και από τον ίδιο τον κλάδο. Το 2012, ο ΣΕΘ επεξεργάστηκε με την Ευρωπαϊκή Πλατφόρμα Ερευνας και Καινοτομίας για την Υδατοκαλλιέργεια (EATIP) το όραμα ανάπτυξης του κλάδου με ορίζοντα το 2030. Στο πρόγραμμα αυτό προβλέπεται συνολική αύξηση της παραγωγής κατά 3,1% ετησίως και από 2,5 εκατ. τόνους, που είναι σήμερα η ευρωπαϊκή παραγωγή, αναμένεται να ανέλθει στους 4,5 εκατ. τόνους αλιευτικών προϊόντων. Η αξία τους εκτιμάται σε περίπου 14 δισ. ευρώ και θα απασχολεί περίπου 150.000 άτομα.
Οσον αφορά τα μεσογειακά είδη (τσιπούρα και λαβράκι), προβλέπεται μέχρι το 2030 ετήσια αύξηση κατά μέσον όρο 4%, η οποία θα δώσει 305.000 τόνους παραγωγής επιπλέον, αξίας 1,5 δισ. ευρώ. Για τον σκοπό αυτόν, θα χρειαστούν μόλις 2.000 εκτάρια στη θάλασσα και θα δημιουργηθούν περίπου 10.000 νέες θέσεις εργασίας. Στην Ελλάδα, το αναπτυξιακό πρόγραμμα που ο κλάδος θέλει να ακολουθήσει μέχρι το 2030 προβλέπει διπλασιασμό την παραγωγής, προκειμένου να ανταποκριθεί στην αυξανόμενη ζήτηση και τον ανταγωνισμό, αλλά και να διατηρήσει την πρωτιά σε διεθνές επίπεδο. Ο όγκος της παραγωγής αναμένεται να φτάσει σχεδόν στους 235.000 τόνους, αξίας 1,2 δισ. ευρώ. Η εξωστρέφεια του κλάδου θα ενισχυθεί περισσότερο (85%90%) και ο όγκος των εξαγωγών θα ξεπεράσει τους 200.000 τόνους με αξία σε πρώτη πώληση άνω του 1 δισ. ευρώ. Αναμένεται να δημιουργηθούν έως και 3.000 νέες θέσεις εργασίας. Κλείνοντας, να αναφέρουμε ότι ο ΣΕΘ ιδρύθηκε το 1989 και σήμερα εκπροσωπεί επιχειρήσεις που παράγουν πάνω από το 70% του όγκου παραγωγής μεσογειακών ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας στην Ελλάδα, κυρίως τσιπούρα και λαβράκι.