Η αποστολή της αμερικανικής ομοσπονδιακής τράπεζας αφορά αποκλειστικά την εγχώρια οικονομία. Η Federal Reserve είναι υπόλογη έναντι του εκλεγμένου Κογκρέσου και πιέζεται σχεδόν καθημερινά από τις απαιτήσεις ενός αθυρόστομου προέδρου. Ωστόσο, η πολιτική που εφαρμόζει τελευταία η Fed έχει υπαγορευθεί από κάποιους άλλους, πολύ μακριά από τα σύνορα των ΗΠΑ. Το περασμένο έτος τα στελέχη της θεώρησαν πως μπορούν πλέον να αυξήσουν τα επιτόκια καθώς το επιτρέπουν οι οικονομικές συνθήκες στις ΗΠΑ. Οσα συνέβησαν όμως τους τελευταίους μήνες προδίδουν πως η Fed είναι σε μεγάλο βαθμό συνδεδεμένη με τον υπόλοιπο κόσμο. Οπως επισημαίνει ο Ραγκοράμ Ρατζάν, πρώην διοικητής της Τράπεζας της Ινδίας και νυν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Booth του Σικάγου, «έχουμε συνδεθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε έχουμε παγιδευτεί μέσα σε μια ισορροπία από την οποία δεν μπορεί να διαφύγει κανείς».
Αλλοτε πρόκειται για την επιλογή της Κίνας να αντεπιτεθεί στους δασμούς του Τραμπ, άλλοτε για την εξάρτηση των ξένων εταιρειών από τα φτηνά ομόλογα σε δολάρια και άλλοτε για την ανικανότητα των Ευρωπαίων και των Ιαπώνων να βγάλουν τις οικονομίες τους από τον βάλτο. Ορισμένες εξωτερικές δυνάμεις αποδεικνύονται υπερβολικά ισχυρές για τη Fed. Μετά μία τριετία ανόδου των επιτοκίων της, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ αναγκάστηκε να αλλάξει πορεία στα τέλη του 2018 και μειώνει το κόστος του δανεισμού. Το ίδιο κάνουν και άλλες 19 κεντρικές τράπεζες.
Στο ετήσιο συνέδριο της Fed που αρχίζει σήμερα στο Τζάκσον Χολ, κεντρικοί τραπεζίτες από όλον τον κόσμο θα εξετάσουν αν μπορούν να επιστρέψουν στην εποχή εκείνη στην οποία οι διαφορετικές χώρες μπορούσαν να εφαρμόζουν διαφορετική νομισματική πολιτική. Η απάντηση είναι: μάλλον όχι. Παράγοντες όπως η γήρανση του πληθυσμού στις ανεπτυγμένες χώρες και η περιορισμένη αύξηση της ανταγωνιστικότητας φαίνεται πως κρατούν τα επιτόκια και τον πληθωρισμό σε χαμηλά επίπεδα. Επιπλέον, έχει ενισχυθεί ο ρόλος του δολαρίου καθώς ούτε το διαρκώς χειραγωγούμενο γουάν της Κίνας ούτε το ημιθανές ευρώ έχουν αποδειχθεί αρκετά ανταγωνιστικά ώστε να προσφέρονται ως εναλλακτικές χρηματοδότησης και επενδύσεων.
Καθώς η παγκόσμια οικονομία επιβραδύνεται, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ ενδέχεται να ανακαλύψει πως τα εργαλεία της έχουν πολύ πιο περιορισμένη αποτελεσματικότητα σε σύγκριση με το παρελθόν. Γι’ αυτό η Fed επανεξετάζει αν μπορεί να χρησιμοποιήσει ξανά προγράμματα αγοράς ομολόγων που κάποτε χαρακτηρίζονταν ανορθόδοξα αλλά σήμερα εντάσσονται στη συμβατική πολιτική. «Δεν υπάρχει αρκετός χώρος για να αντιμετωπίσουμε τη νέα επιβράδυνση», σχολιάζει ομάδα στελεχών της BlackRock Investment Institute, στην οποία ανήκει και ο Στάνλεϊ Φίσερ, πρώην αντιπρόεδρος της Fed.
Στο νέο περιβάλλον η Fed δεν είναι ελεύθερη να επιλέξει τους στόχους της χωρίς να συνεκτιμά το τι συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο. Το παγκόσμιο περιβάλλον των χαμηλών επιτοκίων «ενθαρρύνει τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής ακόμη κι αν είναι ισχυρή η αμερικανική οικονομία», τονίζει ο Μορίς Ομπστφελντ, οικονομολόγος του Πανεπιστημίου του Μπέρκλεϊ, που παρουσίασε προσφάτως σχετική εργασία του σε συνέδριο της Fed στο Σικάγο.
Η προσπάθεια της Fed να κινηθεί ανεξάρτητα και να επιβάλει περιοριστική πολιτική ανάμεσα στο 2015 και το 2018 δημιούργησε χάσμα ανάμεσα στις ΗΠΑ και στον υπόλοιπο κόσμο. Το αποτέλεσμα ήταν η ανατίμηση του δολαρίου, που υπέπεσε στην αντίληψη ενός παρορμητικού προέδρου. Μέσα στην τελευταία δεκαετία, η ΕΚΤ και η Fed κινήθηκαν ανεξάρτητα δύο φορές: αφενός στη διάρκεια της κρίσης, όταν η ΕΚΤ διατηρούσε τα επιτόκια σε υψηλά επίπεδα, και τώρα τελευταία, όταν η Fed άρχισε να τα ανεβάζει. Οι προκλήσεις που αντιμετώπισαν οι κεντρικές τράπεζες τα τελευταία χρόνια ίσως κατέστησαν σαφές ότι «υπάρχουν όρια στο τι μπορεί να κάνει μια κεντρική τράπεζα, ακόμη κι αν είναι η Fed». Αυτό εκτιμά ο Ανταμ Πόζεν, πρώην στέλεχος της Τράπεζας της Αγγλίας.