Οι εταιρείες σε όλο τον κόσμο προβλέπεται πως θα εκδώσουν νέα ομόλογα αξίας 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων συνολικά για το 2020, διότι με τον τρόπο αυτό προσβλέπουν στο να ενισχύσουν τα οικονομικά τους από τις βαριές συνέπειες του κορωνοϊού, όπως φαίνεται σε νέα έρευνα με τη συμμετοχή 900 κορυφαίων εταιρειών. Η άνευ προηγουμένου αύξηση θα οδηγήσει το παγκόσμιο εταιρικό χρέος στο να αυξηθεί κατά 12%, περίπου στα 9,3 τρισεκατομμύρια δολάρια. Και αυτή η εξέλιξη θα εκτραχύνει την ήδη υπάρχουσα σώρευση οφειλών, η οποία καθιστά τις πιο επιβαρυμένες επιχειρήσεις τόσο χρεωμένες όσο και πολλές μεσαίου μεγέθους χώρες. Αξίζει να σημειωθεί ότι και το 2019 είχε παρατηρηθεί μία απότομη αύξηση της τάξεως του 8% στην εταιρική μόχλευση, η οποία αποδίδεται σε συγχωνεύσεις και εξαγορές – όπερ σημαίνει ότι oι ενδιαφερόμενες εταιρείες δανείστηκαν για να χρηματοδοτήσουν εξαγορές και χορηγήσεις μερίσματα. Ωστόσο, το φετινό άλμα θα είναι για έναν εντελώς διαφορετικό λόγο, δηλαδή την επιβίωσή τους, διότι η πανδημία του κορωνοϊού απομυζά τα κέρδη τους. «Ο κορωνοϊός άλλαξε τα πάντα και ο νέος δανεισμός αφορά τη διατήρηση του κεφαλαίου και την οικοδόμηση ενός ενισχυμένου ισολογισμού», δήλωσε ο Σιθ Μέγιερ, διευθυντής χαρτοφυλακίου της Janus Henderson, της εταιρείας, που συγκέντρωσε τα στοιχεία και τα ανέλυσε, ώστε να καταρτίσει τον δείκτη του νέου εταιρικού χρέους.
Οι εταιρείες αξιοποίησαν τις δυνατότητες που τους έδωσαν οι διεθνείς αγορές ομολόγων και άντλησαν 384 δισεκατομμύρια δολάρια την περίοδο μεταξύ Ιανουαρίου και Μαΐου, ενώ κατά τον Σιθ Μέγιερ μέσα στις τελευταίες εβδομάδες έχει σημειωθεί νέο ρεκόρ. Κι αυτό αφορά ομόλογα, που θεωρούνται ριψοκίνδυνα και υψηλής απόδοσης. Οι δε αντίστοιχες εταιρείες έχουν χαμηλή αξιολόγηση από τους διεθνείς οίκους με κριτήριο την πιστοληπτική τους ικανότητα. Τον Μάρτιο, σημειωτέον, οι ομολογιακές αγορές είχαν κλείσει για όλες τις εταιρείες πλην όσων είχαν υψηλή κατάταξη στην κλίμακα πιστοληπτικής αξιοπιστίας. Ωστόσο, έκτοτε έχουν και πάλι ανοίξει χάρις στα έκτακτα προγράμματα αγοράς εταιρικών ομολόγων, που εκπονούνται από μεγάλες κεντρικές τράπεζες όπως η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Τράπεζα της Ιαπωνίας. Εν τω μεταξύ, οι εταιρείες, που περιλαμβάνονται στον νέο δείκτη χρέους της Janus Henderson, ήδη χρωστούν σχεδόν 40% περισσότερο από ό,τι το 2014 και η αύξηση του χρέους τους έχει με άνεση ξεπεράσει εκείνη των κερδών τους. Συνολικά για τη χορεία των 900 εταιρειών, οι οποίες εξετάστηκαν στην έρευνα της Janus Henderson, τα προ φόρων κέρδη τους αυξήθηκαν συνολικά 9,1% στα 2,3 τρισεκατομμύρια δολάρια. Η δε αναλογία του χρέους ως προς τη χρηματοδότηση των μετόχων της αντίστοιχης επιχειρήσεως εκτινάχθηκε σε επίπεδα ρεκόρ του 59% το 2019, ενώ το ποσοστό των κερδών, που διοχετεύθηκε στην εξυπηρέτηση της πληρωμής των τόκων, αυξήθηκε επίσης σε πρωτοφανή επίπεδα. Οι αμερικανικές εταιρείες οφείλουν σχεδόν το ήμισυ του παγκόσμιου εταιρικού χρέους, το οποίο συμποσούται σε 3,9 τρισεκατομμύρια δολάρια. Επιπλέον, ο ρυθμός αύξησης του χρέους αυτού ήταν ο υψηλότερος από κάθε άλλη μεγάλη οικονομία, εξαιρουμένης της Ελβετίας, όπου υπήρξε ένα κύμα σημαντικών συμφωνιών για εξαγορές και συγχωνεύσεις εταιρειών με εργαλείο τη μόχλευση.
Στη δε δεύτερη θέση απαντά κανείς τη Γερμανία, όπου το χρέος των επιχειρήσεών της ανέρχεται στα 762 δισεκατομμύρια δολάρια. Διαθέτει, επίσης, τρεις από τις πιο επιβαρυμένες εταιρείες στον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της πιο χρεωμένης, Volkswagen. Η τελευταία επωμίζεται οφειλές 192 δισεκατομμυρίων δολαρίων και δεν απέχει πολύ από χώρες όπως η Νότια Αφρική ή η Ουγγαρία, αν και το χρέος της διογκώνεται από τις δραστηριότητες του βραχίονα χρηματοδότησης των οδηγών για αγορά αυτοκινήτων. Αντίθετα, το 25% των εταιρειών στον νέο δείκτη της Janus Henderson δεν έχει καθόλου χρέος και ορισμένες διατηρούν και τεράστια αποθέματα μετρητών – πρώτη στην κατάταξη αυτή με 104 δισεκατομμύρια δολάρια εμφανίζεται η μητρική της Google, Alphabet.