Οσοι επενδύουν σε μετοχές δεν χάνουν πλέον τον ύπνο τους για τον βραχυπρόθεσμο αντίκτυπο του κορωνοϊού στα εταιρικά αποτελέσματα. Αντί αυτής της προσέγγισης, αναζητούν πρώιμες ενδείξεις για να συνεχίσουν να βαδίζουν βάσει του αφηγήματος μιας ραγδαίας και δραστικής ανάκαμψης – το αφήγημα αυτό έχει ευνοήσει το κλίμα στα χρηματιστήρια διεθνώς, ενισχύοντας τις τιμές των μετοχών και εξαλείφοντας την κατακρήμνιση του Μαρτίου. Εν τω μεταξύ, όσο οι ευρωπαϊκοί όμιλοι αναμένεται να παρουσιάζουν κέρδη, τα οποία το δεύτερο τρίμηνο θα έχουν υποστεί βουτιά 50% κατά μέσον όρο, πολλοί επενδυτές επιθυμούν διακαώς να διαπιστώσουν πόσο βιώσιμη είναι η ανάκαμψη της αγοράς. Ειδικότερα, στην περίπτωση των μετοχών των ευρωπαϊκών εταιρειών, οι τιμές τους έχουν κατά μέσον όρο ανέλθει 36% από τα επίπεδα ναδίρ του Μαρτίου. Ως αποτέλεσμα οι αποτιμήσεις τους είναι 17πλάσιες και πλέον των προβλεπόμενων ετήσιων κερδών τους, όταν ο ιστορικός μέσος όρος είναι 14 φορές, σύμφωνα με τα δεδομένα της εταιρείας Refinitiv. Ολα αυτά φανερώνουν πως οι επενδυτές είναι ευχαριστημένοι με μία προσαύξηση στην αγορά μετοχών παρά την επικρατούσα αβεβαιότητα.
Πολλές εταιρείες στο αποκορύφωμα της πανδημίας του κορωνοϊού απέσυραν τις προβλέψεις τους. Και αυτό σημαίνει ότι οι επενδυτές έμειναν στο σκοτάδι για το υπόλοιπο του χρόνου και υποχρεώθηκαν να διαγράψουν το πρώτο εξάμηνο του 2020 από το σκεπτικό τους. Οπως παρατηρεί ο Σουνίλ Κρισχνάν, διευθυντής του κλάδου πολυσχιδών περιουσιακών στοιχείων στην Aviva Investors, «ένα από τα πράγματα τα οποία αυτήν την περίοδο παρακολουθούμε πολύ προσεκτικά είναι όσες εταιρείες δεν έκαναν προηγουμένως προβλέψεις για την κερδοφορία τους και τώρα αισθάνονται πως το τοπίο είναι πιο καθαρό και επανέρχονται». Υπό το πρίσμα αυτό, οι επενδυτές θέλουν να έχουν πιο χειροπιαστή εικόνα του πώς αντεπεξέρχονται οι εταιρείες στην καθημερινότητά τους. «Αυτό το οποίο μελετάμε είναι, μεταξύ άλλων, οι τάσεις στη ζήτηση, καθώς και οι τάσεις ως προς την ικανότητα των επιχειρήσεων να συντηρήσουν τη ρευστότητά τους, ενόσω διαρκούσαν η καραντίνα και οι περιορισμοί», υπογραμμίζει ο Κάσπερ Ελμγκριν, διευθυντής του τμήματος μετοχών στην ευρωπαϊκή εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων Amundi. H τελευταία διαθέτει κεφάλαια 1,53 τρισεκατομμυρίου ευρώ υπό διαχείριση. Αντί να στηρίξουν μια απόφαση για τοποθέτηση χρημάτων στο ότι τα έσοδα μιας εταιρείας υπερβαίνουν τον μέσο όρο των προβλέψεων, οι επενδυτές ισχυρίζονται ότι εστιάζουν την προσοχή τους στις προοπτικές της, όπως αυτές αποτυπώνονται σε δελτία Τύπου, συνεντεύξεις Τύπου και αναφορές αναλυτών. Επιπροσθέτως, ένα ακόμη σοβαρό στοιχείο είναι ότι οι εταιρείες έχουν μπροστά τους έναν κάπως πιο καθαρό ορίζοντα. «Το σημαντικότερο όλων είναι το πώς οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν τις προοπτικές τους, πώς εξετάζουν τη δυναμική της ανάκαμψης σε περιοχές όπου ήδη έχει αρθεί η καραντίνα, καθώς και το ποιες είναι οι συνέπειες των κρατικών μέτρων στήριξης στα κόστη τους», επισημαίνουν σε αναφορά τους αναλυτές της UBS.
Την περασμένη εβδομάδα, ο γερμανικός όμιλος λογισμικού SAP δήλωσε ότι τα έσοδά του αυξήθηκαν σε ποσοστό 2%, ενώ η επιχειρηματική του δραστηριότητα σταδιακά μέσα στο δεύτερο τρίμηνο βελτιώθηκε. Την ημέρα εκείνη η τιμή της μετοχής της εταιρείας SAP, η οποία δεν άλλαξε ούτε ένα κόμμα από τις προβλέψεις για το δωδεκάμηνο του 2020, είχε άνοδο 6% σε επίπεδα πρωτοφανή. Κατά μέσον όρο οι αναλυτές περιμένουν οι όμιλοι, που συναπαρτίζουν τον πανευρωπαϊκό δείκτη STOXX 600, να παρουσιάσουν κέρδη ελαττωμένα σημαντικά, κατά 56,2%, σε ετήσια βάση το δεύτερο τρίμηνο. Βέβαια, δεν λείπουν και οι αναλυτές εκείνοι οι οποίοι θεωρούν πως τα περιθώρια λάθους σε αυτές τις εκτιμήσεις είναι μεγάλα. Σε πολλές περιπτώσεις, τέλος, δεν υπάρχουν ακριβείς κατευθυντήριες γραμμές από τις επιχειρήσεις, ώστε να μπορούν και οι αναλυτές με τη σειρά τους να κάνουν ανάλογες προβλέψεις.