Οι έντονες διμερείς συνομιλίες των ηγετών της Ε.Ε. τις τελευταίες δύο εβδομάδες αποδεικνύουν το συλλογικό ενδιαφέρον τους για περαιτέρω πρόοδο στην πρόταση της Κομισιόν για το Ταμείο Ανάκαμψης, ύψους 750 δισ. ευρώ. Οι διεργασίες αυτές διεξήχθησαν σε φιλικό τόνο, οπότε και όταν συναντηθούν, την Παρασκευή και το Σάββατο, σε ανάλογο κλίμα θα συζητήσουν, έτοιμοι να συμβιβαστούν. Ταυτόχρονα, η Γερμανίδα καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ έχει μπροστά της ακόμη έξι μήνες να επεξεργαστεί την κληρονομιά που θα αφήσει στην Ευρώπη μετά το πέρας της θητείας της. Θα χρησιμοποιήσει όλη της την επιρροή σε συνεργασία με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, και τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν για να επιτύχει σημαντική εξέλιξη επί του θέματος στην πρώτη διά ζώσης Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. εδώ και αρκετούς μήνες – ωστόσο, κάτι τέτοιο είναι μάλλον απίθανο.
Παρ’ όλες τις προσπάθειες, τα κράτη-μέλη έχουν μεγάλη διάσταση απόψεων σε βασικά ζητήματα. Το συνολικό ύψος των κονδυλίων (650 – 750 δισεκατομμύρια ευρώ), τα κριτήρια διανομής τους και το ποσοστό των δωρεών σε σχέση με τα δάνεια αποτελούν ορισμένα εκ των ζητημάτων όπου εντοπίζονται διαφωνίες. Σημεία τριβής είναι οι όροι, τους οποίους πρέπει να πληρούν οι χώρες ώστε να λάβουν χρήματα, καθώς και το ποιος θα έχει τον τελευταίο λόγο για το ρευστό που εκταμιεύεται.
Οι τέσσερις λιγότερο γενναιόδωρες χώρες (Ολλανδία, Αυστρία, Σουηδία και Δανία), καθώς και άλλες μικρότερες, επιμένουν πως τα χρήματα πρέπει να δοθούν σε όσα κράτη έχουν ανάγκη μόνο υπό την ακόλουθη προϋπόθεση: πως θα τα χρησιμοποιούν για επενδύσεις ενισχυτικές της ανάπτυξης, ενώ, παραλλήλως, θα πραγματοποιούν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, οι τέσσερις δεν εντυπωσιάζονται από το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που πρότεινε ο πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζουζέπε Kόντε – δεν είναι ο πρώτος πρωθυπουργός που έχει προτείνει κάτι ανάλογο, ούτε και τα προγράμματα των προκατόχων του συνέτειναν σε σημαντική τόνωση του ΑΕΠ της χώρας. Το τωρινό αφορά σε μεγάλο βαθμό τις δημόσιες συμβάσεις και τις δημόσιες προσφορές. Η διευκόλυνση της κυβέρνησης να αναθέτει συμβάσεις σίγουρα θα είναι χρήσιμη. Ωστόσο, η ατζέντα επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων της Ιταλίας οφείλει να είναι πιο φιλόδοξη για να αυξήσει την παραγωγικότητα και τις θέσεις εργασίας. Μεταξύ άλλων, η Ιταλία πρέπει να αναβαθμίσει τη Δικαιοσύνη, τον ανταγωνισμό σε ακόμη προστατευόμενες αγορές, να διακόψει το πρόγραμμα πρόωρης συνταξιοδότησης, που θεσπίστηκε το 2019 κ.λπ. Από την πλευρά τους, οι «τέσσερις φειδωλές» της Ε.Ε. μπορούν να αποζημιωθούν ώς ένα βαθμό με το να λαμβάνουν περισσότερα από τον μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό της Ε.Ε. ή να συνεισφέρουν σε αυτόν λιγότερο. Επίσης, με το να υποβάλουν τα κράτη-μέλη προτάσεις για πιο φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις, ενδεχομένως οι αντιρρήσεις των τεσσάρων να αμβλυνθούν.
* Ο κ. Florian Hense είναι οικονομολόγος της Berenberg Bank.