Η αυριανή επέτειος είναι «μαύρη»: στις 2 Ιουλίου 1997 ξεκίνησε επισήμως η καταστροφική χρηματοοικονομική κρίση της Ασίας. Εκείνη την ημέρα, η Ταϊλάνδη εξάντλησε τα συναλλαγματικά της αποθέματα προσπαθώντας να υπερασπιστεί το νόμισμά της από κύμα κερδοσκοπικών επιθέσεων. Αναγκάστηκε να αφήσει ελεύθερη τη διακύμανση του μπαχτ, το οποίο κατέρρευσε. Η κρίση εξαπλώθηκε γρήγορα καθώς οι επενδυτές απέσυραν τα κεφάλαιά τους από χώρες με παρόμοια οικονομικά συμπτώματα, ιδίως τις Ινδονησία, Μαλαισία και Νότια Κορέα. Πλήγμα δέχθηκαν και το Χονγκ Κονγκ, οι Φιλιππίνες, η Σιγκαπούρη και η Ταϊβάν. Ποτέ άλλοτε δεν είχε βιώσει ο κόσμος τέτοιας κλίμακας και ταχύτητας φυγή κεφαλαίων, με αποτέλεσμα την κατάρρευση αγορών και οικονομιών. Δέκα χρόνια αργότερα, πολλοί πιστεύουν ότι οι οικονομίες αυτές έχουν ανακάμψει πλήρως. Αλλοι εικάζουν πως η νοτιοανατολική Ασία οδεύει προς άλλο ένα χρηματοοικονομικό σοκ.
Η κρίση του 1997 διέφερε από προηγούμενες. Σε αντίθεση με τη Λατινική Αμερική, όπου είχαν ξεσπάσει οι περισσότερες κρίσεις αναδυόμενων αγορών, στη νοτιοανατολική Ασία επικρατούσε χαμηλός πληθωρισμός, ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί και αξιόλογος μέσος όρος ανάπτυξης της τάξης σχεδόν του 8% για τρεις δεκαετίες. Το σοκ, επομένως, ήταν ακόμα πιο απρόσμενο και δραματικό. Ωστόσο, εκ των υστέρων, διαπιστώνουμε ότι συμπτώματα υπήρχαν άφθονα: ένας συνδυασμός αδύναμων χρηματοοικονομικών συστημάτων, το βιαστικό άνοιγμα των οικονομιών στο ξένο κεφάλαιο και μια πολιτική σύνδεσης των τοπικών νομισμάτων με το δολάριο. Η προσδοκία των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών ενθάρρυνε τράπεζες και άλλες εγχώριες εταιρείες να δανείζονται σημαντικά ποσά σε δολάρια και με χαμηλότερους τόκους από εκείνους της πατρίδας τους. Οσο συνέρρεε το δολάριο, τόσο εκτινασσόταν ο δανεισμός, όπως και οι τιμές των ακινήτων και των μετοχών.
Μεγάλο μέρος του φθηνού χρήματος κατασπαταλήθηκε σε πολυτελή γραφεία και διαμερίσματα. Με την άνοδο του δολαρίου, το 1995-97, ανέβηκαν και τα νομίσματα της περιφέρειας, διογκώνοντας τα ελλείμματα των ισοζυγίων τρεχόντων λογαριασμών. Το 1996, το έλλειμμα της Ταϊλάνδης άγγιξε το 8% του ΑΕΠ. Οταν συνειδητοποίησαν οι επενδυτές ότι η κατάσταση δεν ήταν βιώσιμη, τα κεφάλαια τράπηκαν σε φυγή και το ξένο συνάλλαγμα μειώθηκε.
Οταν η Ταϊλάνδη και οι υπόλοιπες χώρες υποτίμησαν το νόμισμά τους, η κρίση αφορούσε πλέον πολύ περισσότερα από αυτό. Η υποτίμηση προκάλεσε διόγκωση του χρέους σε ξένο συνάλλαγμα και σε κύμα πτωχεύσεων. Τα εργοτάξια σιώπησαν καθώς οι φούσκες της αγοράς κατοικίας έσκασαν και τα επισφαλή δάνεια των τραπεζών εκτινάχθηκαν στα ύψη. Η ανεπαρκής νομοθεσία και εποπτεία είχε επιτρέψει ανησυχητικές ανισορροπίες μεταξύ ενεργητικού και παθητικού στους ισολογισμούς και οι τράπεζες άρχισαν και αυτές να πτωχεύουν, πυροδοτώντας ακόμα μεγαλύτερη φυγή κεφαλαίων. Το 1998, η Ινδονησία, η Μαλαισία, η Νότια Κορέα και η Ταϊλάνδη είδαν το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ τους να συρρικνώνεται κατά μέσο όρο 11%. Πολλά εκατομμύρια άτομα έχασαν τη δουλειά τους. Ταϊλάνδη και Ινδονησία, οι δύο χειρότερα πληγείσες χώρες, υπέστησαν βουτιά του ΑΕΠ της τάξης του 35%, το 1997-2002, όσο και η απώλεια παραγωγής στις ΗΠΑ κατά τη Μεγάλη Υφεση των αρχών της δεκαετίας του ’30.
Κάποιοι ξένοι έσπευσαν να χαρακτηρίσουν το ασιατικό οικονομικό θαύμα «νεκρό». Η ραγδαία ανάπτυξη, ισχυρίστηκαν, στηρίχθηκε απλώς στο φθηνό χρήμα που διοχέτευαν οι κυβερνήσεις στις ευνοούμενές τους επιχειρήσεις. Ο υπερδανεισμός και οι υπερεπενδύσεις είχαν τεχνηέντως τονώσει την ανάπτυξη. Οι «Κασσάνδρες» προέβλεψαν μια δεκαετία απωλεσθείσας ανάπτυξης, όπως στη Λατινική Αμερική μετά την κρίση του χρέους της δεκαετίας του ’80. Ενας από τους πλέον διακεκριμένους αμφισβητούντες του ασιατικού θαύματος υπήρξε ο Πολ Κρούγκμαν, που πριν ακόμα από την κρίση είχε διατυπώσει την άποψη πως η ανάπτυξη της περιφέρειας ήταν αποτέλεσμα «μάλλον εφίδρωσης παρά έμπνευσης», ήτοι αυξανόμενων εισροών κεφαλαίων και εργατικού δυναμικού παρά κερδών σε παραγωγικότητα, κάτι που την καθιστούσε μη βιώσιμη.
Ομως, δεν έφταιγε η ανεπάρκεια παραγωγικότητας για την κρίση, αλλά οι υπερβολές. Σαφώς, η ισχυρή ανάπτυξη συγκάλυψε κακές επενδύσεις, ανεπάρκεια τραπεζικής εποπτείας και διαφθορά. Ομως, τα βασικά συστατικά της -ο υψηλός βαθμός αποταμίευσης για τη χρηματοδότηση επενδύσεων και οι ανοιχτές αγορές- παρέμειναν στη θέση τους.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι περισσότερες οικονομίες της νοτιοανατολικής Ασίας ανέκαμψαν ταχύτερα απ’ όσο αναμενόταν. Δέκα χρόνια αργότερα, οι χρηματοοικονομικές αγορές της περιφέρειας αναπτύσσονται ξανά με ταχείς ρυθμούς και η περιοχή συγκεντρώνει για άλλη μια φορά τη ζήλια του κόσμου, με μέσο όρο ετήσιας ανάπτυξης 8% την τελευταία τριετία. Η ανάπτυξη φαίνεται να υπήρξε πλήρης. Κάποιοι οικονομικοί σχολιαστές, τουλάχιστον, αυτό πιστεύουν, χάρη κυρίως στην αναδιάρθρωση και τις μεταρρυθμίσεις. Κάποιοι άλλοι εκφράζουν φόβους ότι μια νέα κρίση βρίσκεται «προ των πυλών». Ποιος έχει δίκιο;
Στην υπεραισιοδοξία υπάρχει πάντα ένα στοιχείο υπερβολής. Το 8% της ανάπτυξης της περιφέρειας περιλαμβάνει την Κίνα και την Ινδία, που καταγράφουν τους ταχύτερους ρυθμούς και διαθέτουν πολύ μεγαλύτερες οικονομίες απ’ όσο πριν από δέκα χρόνια. Η Ασιατική Τράπεζα Ανάπτυξης εκτιμά ότι στις πέντε χειρότερα πληγείσες οικονομίες του 1997-98, η ετήσια ανάπτυξη από το 2000 επιβραδύνθηκε ώς και κατά 2,5% ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 1990-96, κατά μέσο όρο σε μόλις άνω του 5%. Και ο βασικός λόγος είναι ότι οι επενδύσεις δεν ανέκαμψαν. Οι κεφαλαιακές δαπάνες αναλογούσαν πέρυσι μόλις στο 24% του ΑΕΠ των οικονομιών αυτών, έναντι 35% το 1995. Στην Κίνα, το αντίστοιχο ποσοστό υπερβαίνει το 40% και σε πολλές πλούσιες οικονομίες, όπου οι επενδυτικές ευκαιρίες είναι πολύ μικρότερες, κυμαίνεται σε ελαφρώς υψηλότερα επίπεδα. Πριν από την κρίση, οι επενδύσεις ήταν προφανώς πολύ υψηλές. Σήμερα, είναι πολύ χαμηλές.
Η μεγάλη αλλαγή από την περασμένη δεκαετία είναι η ανάδυση της Κίνας ως οικονομικής υπερδύναμης. Αλλες ασιατικές οικονομίες απώλεσαν εξαγωγές προς όφελος της Κίνας, όμως η χώρα εισάγει αρκετό κεφαλαιακό εξοπλισμό και εξαρτήματα από την περιφέρεια. Θα μπορούσε η χώρα αυτή να γίνει η πηγή της επόμενης κρίσης; Η Κίνα επηρεάστηκε λιγότερο το 1997-98, χάρη στον αυστηρό κεφαλαιακό έλεγχο. Μη υποτιμώντας το νόμισμά της, απέτρεψε επιδείνωση των οικονομικών της. Ομως, η χώρα αυτή ίσως διδάχτηκε το λάθος μάθημα: ήτοι, την ανάγκη διατήρησης της συναλλαγματικής ισοτιμίας σταθερής και συγκέντρωσης μαζικών αποθεμάτων.
Αντί να προφυλάσσονται με μεγάλο όγκο αποθεμάτων, οι κυβερνήσεις της νοτιοανατολικής Ασίας θα πρέπει να κάνουν τις οικονομίες -και τις ισοτιμίες- τους πιο ευέλικτες και τις τράπεζές τους πιο ανθεκτικές. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει επίσης να αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και να δημιουργήσουν ένα πιο υγιές επενδυτικό περιβάλλον. Η Ασία παρουσίασε καλύτερες επιδόσεις από εκείνες που αναμένονταν πριν από δέκα χρόνια. Θα μπορούσε, όμως, να τα πάει ακόμα καλύτερα.