Η κρίση στις γερμανικές κρατικές τράπεζες -Landesbanken, όπως αποκαλούνται- είναι εξαιρετικά σοβαρή. Οι Landesbanken ανήκουν στα ομόσπονδα κρατίδια της χώρας και ειδικεύονται στις χορηγήσεις επενδύσεων των μικρού και μεσαίου μεγέθους γερμανικών επιχειρήσεων, τις γνωστές Mittelstand. Αρκετές από αυτές χρειάστηκαν πελώρια κρατικά κεφάλαια για να σωθούν από τη χρεοκοπία. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και σήμερα αποτελούν τον «μεγαλύτερο συστημικό κίνδυνο» στο τραπεζικό σύστημα της χώρας, δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Πέερ Στάινμπρουκ.
Η δήλωση αυτή απεικονίζει τους τριγμούς που υφίσταται το τραπεζικό σύστημα της Γερμανίας. Οπως έχει υπολογίσει το ΔΝΤ, οι ζημίες των κρατικών τραπεζών ανέρχονται σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ. Ωστόσο, ποτέ μέχρι σήμερα η κυβέρνηση Μέρκελ δεν έχει αποκαλύψει το ακριβές μέγεθος των ζημιών. Τις αποκρύπτει επιμελώς και από τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ενωσης και από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Οι τράπεζες έχουν συσσωρεύσει τεράστιες ζημίες, που έχουν ρημάξει την κεφαλαιακή τους επάρκεια.
Ηδη εγκρίθηκε χθες από το γερμανικό Κοινοβούλιο σχέδιο νόμου για την εξυγίανση επτά Landesbanken, με τη δημιουργία «κακής τράπεζας», αλλά και για τη συγχώνευσή τους σε τρεις, μέχρι τα τέλη του 2010. Τα κρατίδια της Γερμανίας που είναι μέτοχοι των Landesbanken δεν μπορούσαν παρά να συναινέσουν. Σύμφωνα με επίσημο ανακοινωθέν του υπουργείου Οικονομικών της χώρας, αποδέχτηκαν ότι θα πρέπει να υιοθετηθεί ένα «βιώσιμο επιχειρηματικό μοντέλο».
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που έχει κατ’ επανάληψη υποδείξει στη Γερμανία την ανάγκη αναδιάρθρωσης του κρατικού τραπεζικού κλάδου, αναμένεται να εγκρίνει τη συγχώνευση των Landesbanken. Ο τρόπος εκκαθάρισης των Landesbanken από «τοξικούς» τίτλους και προβληματικά στοιχεία του ενεργητικού είναι ανάλογος αυτού που θα εφαρμοστεί και για τις εμπορικές τράπεζες. Την περασμένη εβδομάδα, η ΕΚΤ με δήλωσή της έδωσε το «πράσινο φως» για τη δημιουργία «κακής τράπεζας» στη Γερμανία. Το σχέδιο που αναμένεται σύντομα να εγκριθεί, παρέχει στις εμπορικές τράπεζες το δικαίωμα να μεταβιβάσουν από τους ισολογισμούς τους τα «τοξικά» ομόλογα στην «κακή τράπεζα» με οχήματα ειδικού σκοπού (SPV). Δηλαδή, προβλέπεται ότι οι θιγόμενες τράπεζες θα δύνανται να τοποθετήσουν τα μη ρευστοποιήσιμα «τοξικά» χρηματοοικονομικά προϊόντα με τη λογιστική τους αξία στα ανεξάρτητα επενδυτικά οχήματα (SPV), εφόσον προηγουμένως καθοριστεί η τρέχουσα αξία τους από τρίτο φορέα.
Εντός 20 ετών οι γερμανικές τράπεζες θα πρέπει να καταβάλλουν σταθερή προμήθεια στην «κακή τράπεζα», που θα οφείλει να ανταποκρίνεται στη διαφορά μεταξύ της λογιστικής αξίας των «τοξικών» και της «θεμελιώδους αξίας». Εάν τώρα με τη λήξη της περιόδου διαρκείας των εγγυήσεων τα προαναφερθέντα «τοξικά» κοστίζουν λιγότερο από τη «θεμελιώδη αξία» τους, τότε οι τράπεζες θα πρέπει να καλύψουν τη διαφορά. Κατά τις εκτιμήσεις, θα γίνουν αποδεκτά «τοξικά» ομόλογα αξίας σχεδόν 200 δισ. ευρώ, ώστε να ενταχθούν στο μοντέλο «κακής τράπεζας». Παράλληλα, η κυβέρνηση εξαναγκάστηκε να προβεί στην πρώτη κρατικοποίηση τράπεζας από το 1930, της προβληματικής στεγαστικής τράπεζας Hypo Real Estate.