Στον τραπεζικό κλάδο τα σκάνδαλα ξεσπούν το ένα μετά το άλλο, καθώς η αξιοπιστία των ηγετών του βυθίζεται στα Τάρταρα.
Ο Jamie Dimon της JP Morgan, υπέρμαχος των «ελαφρών» ρυθμίσεων, υποχρεώθηκε να παραδεχθεί ότι το κεντρικό γραφείο επενδύσεων της τράπεζας κατέγραψε ζημία από χρηματοοικονομικές πράξεις η οποία ανέρχεται σε τουλάχιστον 5 δισ. δολάρια – εξαιτίας, όπως καταγγέλλεται, μεγάλης κλίμακας συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό, οι οποίες υποτίθεται ότι είχαν απαγορευθεί στις ΗΠΑ, στο πλαίσιο του κανονισμού Volcker.
Ο Bob Diamond, επικεφαλής της βρετανικής τράπεζας Barclays, υποχρεώθηκε να παραιτηθεί μετά την ομολογία ότι η τράπεζα είχε χειραγωγήσει το Libor, το σημαντικότερο ίσως επιτόκιο αναφοράς. Τα περί χειραγώγησης του επιτοκίου ήταν ευρέως γνωστά στον κλάδο, αλλά εξαιτίας της κατάπτωσης των ηθών στον τραπεζικό χώρο ουδείς νοιαζόταν.
Ελάχιστοι ήταν οι τραπεζίτες που διώχθηκαν ποινικά – ως εκ θαύματος, ο ποινικός κώδικας, ο οποίος απαγορεύει την απάτη σε άλλους τομείς δραστηριότητας, δεν έχει ισχύ εδώ. Είμαι βέβαιος πως όλα αυτά κάπως σας θυμίζουν την ατιμωρησία στην Ελλάδα. Το σκάνδαλο με τα swaps της Goldman Sachs στην Ελλάδα το 2001 ήταν απλώς ακόμα ένα σε έναν μακρύ κατάλογο. Δίχως αμφιβολία, σύντομα θα υπάρξουν κι άλλα. Για να κατανοήσουμε την κρίση στην Ευρωζώνη, πρέπει απαραιτήτως να κατανοήσουμε τον ρόλο των τραπεζών. Οπως έγραψα στο βιβλίο μου «Το “επαχθές” χρέος της Ελλάδας», οι τράπεζες έχουν γίνει υπερβολικά μεγάλοι και περίπλοκοι οργανισμοί, ενώ οι ρυθμιστικές αρχές είναι υπερβολικά αδύναμες. Το σύστημα της ουσιαστικά απεριόριστης δημιουργίας πιστώσεων γεννά κίνητρα που έχουν επιβλαβείς επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία.
Πώς φτάσαμε ώς εδώ; Τον προηγούμενο αιώνα, οι αρμόδιοι για τη χάραξη πολιτικής είχαν αρχικά καταφέρει με αρκετή οξυδέρκεια να διαχωρίσουν τις πιστωτικές από τις συναλλακτικές λειτουργίες του τραπεζικού κλάδου, λόγου χάρη με τον αμερικανικό νόμο Glass-Steagall του 1933, ο οποίος θεσπίστηκε μετά την κερδοσκοπική έκρηξη της δεκαετίας του 1920 που κατέληξε σε κρίση. Η εμπορική τραπεζική έγινε ένας κλάδος με χαμηλά περιθώρια κέρδους και αυστηρότατο ρυθμιστικό πλαίσιο, ο οποίος, ωστόσο, χαρακτηριζόταν από ασφάλεια.
Η επενδυτική τραπεζική έγινε ένας κλάδος με υψηλά περιθώρια κέρδους και σχετικά χαλαρό ρυθμιστικό πλαίσιο, ο οποίος χαρακτηριζόταν από μεγάλη αστάθεια. Για τις επενδυτικές τράπεζες υπήρχε η δυνατότητα της πτώχευσης. Δεν είχαν ούτε το μέγεθος ούτε το εύρος δραστηριότητας που θα γεννούσε συστημικούς κινδύνους.
Ο διαχωρισμός λειτουργούσε όπως έπρεπε, αλλά η ζήλια φούντωνε και στις δύο πλευρές. Τα μεγαλοστελέχη της επενδυτικής τραπεζικής εποφθαλμιούσαν τους τεράστιους ισολογισμούς των παραδοσιακών τραπεζιτών, οι οποίοι με τη σειρά τους λιμπίζονταν τις αμοιβές της απέναντι πλευράς. Ακολούθησε μια συντονισμένη προσπάθεια κατάργησης του διαχωρισμού που είχε επιβληθεί με τον νόμο Glass-Steagall, η οποία τελικά επιτεύχθηκε με τον νόμο Gramm-Leach-Bilely του 1999.
Ετσι ξεκίνησε η πορεία προς την πλουτονομία. Τα μεγέθη των τραπεζών αυξάνονταν μέσω συγχωνεύσεων. Το 1986 οι πέντε μεγαλύτερες τράπεζες των ΗΠΑ ήλεγχαν το 9% των καταθέσεων – το 2008 το ποσοστό αυτό είχε φτάσει στο 39%. Οπως βλέπετε στο διάγραμμα, αρκετές τράπεζες έχουν από μόνες τους μέγεθος μεγαλύτερο από το 100% του ΑΕΠ, άρα είναι αρκετά μεγάλες για να γονατίσουν ολόκληρες χώρες (κάτι που ήδη συμβαίνει). Επίσης, ενισχύθηκε η πολιτική επιρροή των τραπεζών, στην ουσία ο κλάδος έλεγχε τη διαδικασία εποπτείας του.
Η ιδέα των αποτελεσματικών αγορών κυρίευσε τον κόσμο. Οι ακαδημαϊκοί που τάσσονταν υπέρ της ελεύθερης αγοράς κυριαρχούσαν στον δημόσιο διάλογο, στα μέσα ενημέρωσης και στα Νομπέλ, με την υποστήριξη του τραπεζικού κλάδου.
Οι έλεγχοι επί της δημιουργίας πιστώσεων χαλάρωσαν και τα χρέη των τραπεζών άρχισαν να αυξάνονται. Η τραπεζική κουλτούρα άλλαξε μορφή. Οι τραπεζίτες ενθαρρύνονταν να εστιάζουν την προσοχή τους στις συναλλακτικές δραστηριότητες και ο βαθμός επίγνωσης των κινδύνων περιορίστηκε. Τα καταναλωτικά και τα στεγαστικά δάνεια γίνονταν πακέτο και μεταφέρονταν εκτός ισολογισμού, μεταβιβάζοντας τον κίνδυνο σε τρίτους.
Μετά την κατάρρευση της συμφωνίας του Μπρέτον Γουντς το 1971, το χρήμα έπαψε να στηρίζεται σε αποθέματα χρυσού – το νόμισμα είναι χάρτινο, το λεγόμενο νόμισμα αναγκαστικής κυκλοφορίας, ενώ δεν υπάρχουν ανώτατα όρια στη δημιουργία πιστώσεων. Στις ΗΠΑ οι πιστώσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκαν από περίπου 160% το 1980 σε σχεδόν 400% το 2009, και ενώ από το 1973 μέχρι το 1985 τα κέρδη του χρηματοπιστωτικού τομέα αντιστοιχούσαν σε λιγότερο από το 16% του συνόλου των εγχώριων εταιρικών κερδών, τη δεκαετία του 2000 το ποσοστό αυτό είχε φτάσει στο 41%.
Αυτά τα κέρδη δεν αποτελούν επιχειρηματικά κέρδη με την κανονική έννοια του όρου. Θυμίζουν περισσότερο προσόδους – δηλαδή το επιπλέον ποσό που μπορούν να χρεώνουν οι οργανισμοί πέραν του επιπέδου το οποίο θα ήταν αποδεκτό σε μια ανταγωνιστική αγορά, χάρη στο μονοπωλιακό τους καθεστώς, στις συμφωνίες καθορισμού τιμών ή –όπως θα δούμε ότι συνέβη στην περίπτωση των τραπεζών– στην ικανότητα να δημιουργούν πιστώσεις.
Η κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008 οδήγησε τους πολιτικούς στο συμπέρασμα ότι κανένα μεγάλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν πρέπει να αφήνεται να πτωχεύσει. Επρόκειτο για μια εσφαλμένη, αλλά και μεροληπτική απόφαση. Καθήκον του κράτους πρέπει να είναι η προστασία των καταθετών, όχι των ιδρυμάτων.
Οι «πάρα πολύ μεγάλες για να πτωχεύσουν» τράπεζες δεν είναι οι ασθενείς – είναι η ίδια η ασθένεια. Αν οι τράπεζες είναι πάρα πολύ μεγάλες για να μπορούμε να καταλάβουμε πώς λειτουργούν, τότε πρέπει σίγουρα να περιοριστεί το μέγεθός τους. Πρέπει, επίσης, να επανέλθουμε στον πλήρη διαχωρισμό εμπορικής και επενδυτικής τραπεζικής.
Και η κρίση του ευρώ συνεχίζεται μέσα σε αυτό τον άρρωστο κόσμο των τραπεζικών κολοσσών. Οι τράπεζες δάνειζαν τεράστια ποσά στον δυσλειτουργικό νομισματικό χώρο του ευρώ. Επιτόκια, που ήταν πάρα πολύ χαμηλά για κάποιες περιφέρειες, οδήγησαν, σε συνδυασμό με χαλαρούς πιστωτικούς ελέγχους, σε τεράστιες φούσκες στις αγορές ακινήτων, ιδίως στην Ιρλανδία και την Ισπανία. Τώρα πια, μεγάλο μέρος του χρέους έχει καταλήξει στα βιβλία των κυβερνήσεων.
Στη διάσκεψη κορυφής της Ε.Ε. στα τέλη Ιουνίου, έγινε λόγος περί μιας προσπάθειας να σπάσει η σύνδεση ανάμεσα στο δημόσιο χρέος και τα εθνικά τραπεζικά συστήματα και να δοθούν κίνητρα για ολοκλήρωση της τραπεζικής, νομισματικής και δημοσιονομικής ένωσης.
Η απόφαση να προχωρήσει η τραπεζική ένωση υπό την εποπτεία της ΕΚΤ, καθώς και να στηριχθεί η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών στην Ισπανία, θα περιόριζε τις πιέσεις που δέχεται σήμερα η χρηματοδότηση των κρατών.
Ομως ο Γερμανός οικονομολόγος Hans-Werner Sinn έχει προειδοποιήσει σε ένα σχέδιο μελέτης του ότι επειδή το σύνολο του τραπεζικού χρέους είναι σχεδόν τριπλάσιο από το δημόσιο χρέος των χωρών της Ευρωζώνης, «είναι σχεδόν αδύνατον να καταστήσουμε τους φορολογούμενους, τους συνταξιούχους και τους αποταμιευτές στις μέχρι στιγμής σταθερές χώρες της Ευρώπης υπόχρεους για το χρέος αυτό».
Σε ό,τι αφορά την τραπεζική μεταρρύθμιση, οι αρμόδιοι για τη χάραξη πολιτικής έχουν πολλά να μάθουν. Η πρώτη αρχή είναι ότι πρέπει να δρουν με αντικυκλικό τρόπο. Οι φούσκες που δημιουργούνται εξαιτίας της δημιουργίας πιστώσεων πρέπει να σπάνε στα πρώιμα στάδιά τους. Στις καλές εποχές πρέπει να συσσωρεύονται κεφάλαια προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι δύσκολες εποχές. Πρέπει να γίνει αποδεκτό ότι οι αγορές δεν λειτουργούν αυτομάτως με αποτελεσματικό ή ορθολογικό τρόπο. Η πεποίθηση των ρυθμιστικών αρχών ότι οι αγορές είναι αποτελεσματικές, άρα όλη αυτή η μόχλευση δεν αποτελούσε πρόβλημα, ήταν εσφαλμένη.
Οι ρυθμιστικές αρχές πρέπει να προσέχουν να μην αιχμαλωτιστούν. Πρέπει να επιβάλουν περιορισμούς στο μέγεθος – λόγου χάρη ανώτατα όρια στο ενεργητικό των τραπεζών ως ποσοστό του ΑΕΠ. Οι απαιτήσεις επάρκειας κεφαλαίου πρέπει να γίνουν αυστηρότερες.
Η κακουργηματική απάτη πρέπει να αντιμετωπίζεται όπως και σε κάθε άλλον τομέα της οικονομίας, με αυξημένες εξουσίες διερεύνησης από πλευράς των ρυθμιστικών αρχών.
Η τρέχουσα θεραπευτική μέθοδος –μηδενικά επιτόκια και εκτύπωση χρήματος για τη στήριξη ισολογισμών– οδηγεί στην απώλεια εμπιστοσύνης στο νόμισμα αναγκαστικής κυκλοφορίας εξαιτίας του υπερπληθωρισμού. Ομως οι αρμόδιοι για τη χάραξη πολιτικής αναβάλλουν τη λήψη αποφάσεων, απεκδυόμενοι κάθε αρμοδιότητα. Για να βρεθεί μια πιο μόνιμη λύση, δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική από την πλήρη τραπεζική μεταρρύθμιση. Αυτό συνεπάγεται περιορισμό των πιστώσεων και μείωση του μεγέθους των τραπεζών. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος.
*Ο κ. Ιάσων Μανωλόπουλος είναι συνιδρυτής της εταιρείας επενδύσεων Dromeus Capital και συγγραφέας του βιβλίου «Το “επαχθές” χρέος της Ελλάδας».