Ο πρόεδρος της Federal Reserve, Μπεν Μπερνάνκι, θα αφήσει πίσω του μια οικονομία που έχει δρομολογήσει τη μεγαλύτερη ανάπτυξη της τελευταίας δεκαετίας, όταν θα αποχωρήσει όπως αναμένεται από τη θέση του στις αρχές του επόμενου έτους. Σύμφωνα με τις προβλέψεις των Moodys Analytics Inc. και Macroeconomic Advisers του Σεντ Λούις, η ανάπτυξη αναμένεται να επιταχυνθεί τουλάχιστον στο 3% ύστερα από μία τετραετία ανάκαμψης με μέσο όρο ρυθμού ανάπτυξης το 2,1%. Αν επαληθευθεί η πρόβλεψη, θα πρόκειται για τον υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης τουλάχιστον από το 2005, το έτος ακριβώς πριν αναλάβει ο Μπερνάνκι το τιμόνι της κεντρικής τράπεζας. «Πλοήγησε την οικονομία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα μέσα σε μια από τις πλέον σκοτεινές περιόδους», σχολιάζει σχετικά ο Μαρκ Ζάντι, κορυφαίος οικονομολόγος της Moodys στο Γουέστ Τσέστερ της Πενσιλβάνια, που εκτιμά πως «τώρα αρχίζουμε να βλέπουμε τον ήλιο να λάμπει ξανά».
Κι ενώ φέτος η Fed γιορτάζει τα 100 χρόνια από την ίδρυσή της, επικρατεί η πεποίθηση πως η ανάπτυξη αυτή είναι βιώσιμη. Το χρηματιστήριο σημειώνει άνοδο, με τον δείκτη Standard & Poors 500 να έχει ενισχυθεί κατά 15%. Η αισιοδοξία των καταναλωτών βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων πέντε ετών, ενώ ο Απρίλιος ήταν ο πέμπτος συναπτός μήνας που σημειώθηκε αύξηση των τιμών των κατοικιών κατά περισσότερο από 10% σε ετήσια βάση. Εξανεμίζονται, άλλωστε, οι φόβοι για τη δημοσιονομική κατάσταση των ΗΠΑ. Στις 14 Μαΐου η επιτροπή προϋπολογισμού του Κογκρέσου προέβλεψε πως το δημοσιονομικό έλλειμμα θα συρρικνωθεί στα 642 δισ. δολάρια μέσα στο οικονομικό έτος που λήγει στις 30 Σεπτεμβρίου, καταγράφοντας, έτσι, το μικρότερο επίπεδό του μέσα στα τελευταία πέντε έτη.
Δημοσκόπηση του Bloomberg καταδεικνύει πως οι περισσότεροι επενδυτές προεξοφλούν την αποχώρηση του Μπερνάνκι τον Ιανουάριο, οπότε λήγει η θητεία του, μολονότι ο ίδιος δεν έχει αποκαλύψει τις προθέσεις του. Περίπου το 30% των ερωτηθέντων εκτιμά ότι διάδοχός του θα είναι η 66χρονη αντιπρόεδρος της Fed, Τζάνετ Γέλεν. Μια ενίσχυση της ανάπτυξης θα περιορίσει την ανεργία και θα δώσει ώθηση στις τιμές των μετοχών. Ο κ. Ζάντι προβλέπει υποχώρηση της ανεργίας στο 6,7% στα τέλη του 2014 από το τρέχον 7,5%. Παράλληλα, ο Ντέιβιντ Κόστιν, στρατηγικός αναλυτής μετοχών στην Goldman Sachs, προβλέπει άνοδο του S&P 500 στις 1.900 μονάδες.
Σύμφωνα με τον Ρόμπερτ Σαπίρο, πρόεδρο της συμβουλευτικής εταιρείας Sonecon LLC, ο Μπερνάνκι και οι συνάδελφοί του στη Fed δικαιούνται εύσημα. Οπως σχολιάζει, «όσο άνιση κι αν είναι, είναι ορατή η ανάκαμψη στις ΗΠΑ και οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη σωστή πολιτική, ιδιαιτέρως στη νομισματική πολιτική αλλά και στη βαθύτερη ισχύ της αμερικανικής οικονομίας». Παράλληλα, ο Ναριμάν Μπεχραβές, κορυφαίος οικονομολόγος της IHS στη Μασαχουσέτη, εκτιμά πως καθοριστικός παράγοντας που αποκατέστησε την εμπιστοσύνη στη βιομηχανία χρηματοπιστωτικών και προλείανε το έδαφος για την ανάπτυξη ήταν τα τεστ κοπώσεως που εφήρμοσε η Fed στους ισολογισμούς των αμερικανικών τραπεζών. Ο Σαπίρο προσθέτει πως τα χαμηλά επιτόκια τα οποία υιοθέτησε η κεντρική τράπεζα έπαιξαν εξίσου σημαντικό ρόλο στην ανάκαμψη της αγοράς στέγης.
Ωστόσο, η οικονομία κάθε άλλο παρά υγιής είναι, όπως έχει, άλλωστε, επανειλημμένως αναγνωρίσει ο Μπερνάνκι. Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Εργασίας, τον Απρίλιο η ανεργία βρισκόταν στο 7,5%, δηλαδή υψηλότερη κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες από το επίπεδο στο οποίο βρισκόταν όταν άρχισε η ύφεση τον Δεκέμβριο του 2007. Επίσης, η βιομηχανική παραγωγή, όπως την υπολογίζει η Fed με την προσαρμογή στον πληθωρισμό, υπολείπεται των επιπέδων του 2007 και ο μεταποιητικός τομέας συρρικνώθηκε τον Μάιο με τον υψηλότερο ρυθμό των τελευταίων τεσσάρων ετών.
Ο φόβος των αγορών
Ο Αλαν Μπλίντερ, πρώην αντιπρόεδρος της Fed και νυν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Princeton, ανησυχεί πως σε περίπτωση νέου πολιτικού αδιεξόδου σχετικού με το όριο δανεισμού της χώρας, θα καμφθεί η εμπιστοσύνη μέσα στο έτος. Ο ίδιος εκτιμά πως η ανάπτυξη θα κυμανθεί από 2% ώς 2,5% το 2014. Παράλληλα, όμως, εκφράζει «έντονους φόβους» για το ενδεχόμενο υπεραντίδρασης των αγορών σε περίπτωση αναστολής ή και απλού περιορισμού του προγράμματος αγοράς ομολόγων από τη Fed. Τους φόβους του φαίνεται να δικαιολογεί απολύτως η άνοδος που σημείωσαν οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων του αμερικανικού Δημοσίου στις 3 Ιουνίου, όταν βρέθηκαν στο 2,12% από το 1,93% στο οποίο βρίσκονταν στις 21 Μαΐου. Και ο λόγος δεν ήταν άλλος από τη δήλωση του Μπερνάνκι πως η Fed μπορεί να περιορίσει τις μηνιαίες αγορές ομολόγων αν βεβαιωθεί πως είναι βιώσιμη η πρόσφατη βελτίωση στην αγορά κατοικίας. Μέχρι στιγμής, βέβαια, η Fed αγοράζει ομόλογα 85 δισ. δολ. μηνιαίως και έχει υποσχεθεί να συνεχίσει έτσι μέχρις ότου υποχωρήσει η ανεργία στο 6,5%.