Τα «κλειδιά» για την επενδυτική βαθμίδα

Τα «κλειδιά» για την επενδυτική βαθμίδα

Στελέχη των Fitch, S&P και Moody’s εξηγούν στην «Κ» τους βασικούς παράγοντες για την αναβάθμιση

8' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Περίπου 18 μήνες έχει η ελληνική κυβέρνηση για να πετύχει τον στόχο που έχει θέσει και να επικοινωνήσει στις αγορές, για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας έπειτα από 11 χρόνια. Αυτό σε όρους αξιολόγησης σημαίνει ότι πρέπει έως το πρώτο τρίμηνο του 2023 να έχει ανέβει δύο σκαλοπάτια στη βαθμολογία τουλάχιστον ενός εκ των Fitch, S&P και DBRS, ή τρία της Moody’s.

Η χώρα βρίσκεται ξεκάθαρα σε ανοδική τροχιά αξιολογήσεων τα τελευταία χρόνια και ειδικά εν μέσω πανδημίας, με τους διεθνείς οίκους ωστόσο να δείχνουν ότι δεν βιάζονται να «ανεβάσουν» τις βαθμίδες της Ελλάδας όσο πλησιάζει το ορόσημο του investment grade, προχωρώντας οι περισσότεροι σε μόνο μία κίνηση τον τελευταίο χρόνο αντί για δύο που είναι συνήθως και οι προγραμματισμένες ετήσιες ετυμηγορίες τους. Αυτό υποδηλώνει πως είναι «λογικό» φέτος η Ελλάδα να ανέβει μόνο ένα σκαλοπάτι στα ratings, αφήνοντας έτσι τις αρχές του 2023 ως την «κρίσιμη» περίοδο. Η Τράπεζα της Ελλάδος μέσα από την ενδιάμεση έκθεση νομισματικής πολιτικής είχε στείλει ένα σημαντικό μήνυμα, τονίζοντας πως η ανάγκη συνέχισης και εντατικοποίησης της προσπάθειας για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι επιτακτική για να μη χαθεί αυτό το «στοίχημα», και ότι δεν αρκούν μόνο οι ισχυροί ρυθμοί ανάπτυξης και η διαχείριση του ελληνικού χρέους.

Η συνέχιση της προσπάθειας για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι επιτακτική για να μη χαθεί το «στοίχημα», λέει η ΤτΕ.

Βέβαια, το περιβάλλον και οι προκλήσεις που έχει δημιουργήσει η πανδημία δεν άφησαν περιθώρια για περισσότερη… γενναιοδωρία από τους οίκους, όπως φάνηκε και στις αξιολογήσεις και άλλων χωρών. Ωστόσο, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην Ευρωζώνη που βρίσκεται εκτός της επενδυτικής βαθμίδας και έτσι είναι ίσως η μοναδική για την οποία οι αποφάσεις τους έχουν τόσο μεγάλη σημασία. Οι οίκοι είναι ξεκάθαροι με το τι θέλουν να δουν για να προχωρήσουν σε αναβάθμιση της Ελλάδας. Οπως σημειώνει στην «Κ» ο Αλεξ Μουσκατέλι, επικεφαλής αξιολογήσεων της Fitch για την Ελλάδα, οι βασικοί παράγοντες για τα επόμενα δύο χρόνια είναι: η συνεχιζόμενη εμπιστοσύνη ότι ο δείκτης δημόσιου χρέους/ΑΕΠ μειώνεται με σταθερό ρυθμό –χάρη στα χαμηλότερα ελλείμματα, στην ισχυρή ανάπτυξη του ΑΕΠ και στο χαμηλό κόστος δανεισμού–, η συνεχής πρόοδος στη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού των συστημικών τραπεζών, και η βελτίωση του μεσοπρόθεσμου αναπτυξιακού δυναμικού και των επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας μετά το σοκ της COVID-19, ιδιαίτερα εάν υποστηριχθεί από την εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης και άλλες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Από την πλευρά του ο ανώτερος διευθυντής της S&P για την Ευρώπη και επικεφαλής αναλυτής, Μάρκο Μρσνικ, επισημαίνει πως θα μπορούσε να υπάρξει αναβάθμιση εντός του 2022, εάν η οικονομική ανάκαμψη είναι ταχύτερη απ’ ό,τι προβλέπεται επί του παρόντος και ισχυρότερη από αυτήν των υπόλοιπων χωρών της Ευρωζώνης, εάν υπάρξει σημαντική βελτίωση των δημοσιονομικών επιδόσεων, σε συνδυασμό με μια αξιοσημείωτη μείωση των NPEs στις τράπεζες.

Κατά τον αντιπρόεδρο της Moody’s και επικεφαλής για την Ελλάδα, Στέφεν Ντικ, η αξιολόγηση της χώρας θα μπορούσε να κινηθεί ανοδικά εάν η περαιτέρω πρόοδος στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις οδηγήσει σε ισχυρότερες επενδύσεις και ενισχύσει και σταθεροποιήσει τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης. Μια ταχύτερη μείωση του δείκτη δημόσιου χρέους απ’ ό,τι προβλέπεται σήμερα θα ήταν επίσης θετική για την αξιολόγηση, όπως και η επίλυση των ζητημάτων ποιότητας του ενεργητικού του τραπεζικού τομέα.

Τα «κλειδιά» για την επενδυτική βαθμίδα-1

Στο ραντάρ των οίκων κάλπες και πολιτική σταθερότητα

Το επόμενο18μηνο για την Ελλάδα «περιέχει» και δύο γεγονότα τα οποία σίγουρα θα βρεθούν στο ραντάρ των επενδυτών, πέρα από τις οικονομικές επιδόσεις της χώρας και την πορεία του τραπεζικού κλάδου. Το πρώτο είναι ότι το 2023 αποτελεί εκλογικό έτος για τη χώρα, για ό,τι σημαίνει αυτό για τη στάση που θα τηρήσουν τα επενδυτικά χαρτοφυλάκια, αλλά και οι οίκοι αξιολόγησης. To δεύτερο είναι η έξοδος της Ελλάδας από το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας.

Σε ό,τι αφορά το πολιτικό σκηνικό, οι εκλογές αποτελούν μέρος του μελλοντικού πλαισίου κάθε χώρας και σίγουρα οι οίκοι αξιολόγησης έχουν την τάση να περιμένουν μέχρι να ολοκληρωθούν όσον αφορά τις ενέργειες αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας του κράτους σε σενάρια στα οποία το αποτέλεσμα μελλοντικών εκλογών ήταν εξαιρετικά αβέβαιο, όπως επισημαίνει στην «Κ» ο Ντένις Σεν, διευθυντής στον οίκο αξιολόγησης Scope Ratings και επικεφαλής αναλυτής για την Ελλάδα. Οι εκλογές είναι σημαντικές στην περίπτωση, για παράδειγμα, που το αποτέλεσμα θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει μια σοβαρή αλλαγή της στάσης δημοσιονομικής πολιτικής ή των θεσμικών συνθηκών, όπως εξηγεί. Προς το παρόν, δεν είναι βέβαιο ότι θα μπορούσε κανείς να διατυπώσει ένα τέτοιο συμπέρασμα όσον αφορά τις συνθήκες μετά τις εκλογές του 2023, ακόμη και εάν η Νέα Δημοκρατία χάσει έδαφος στις δημοσκοπήσεις, αν και εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχυρή θέση. Πάντως, ούτε η Fitch αλλά ούτε και η DBRS φαίνεται να ανησυχούν για την πολιτική σταθερότητα της Ελλάδας. «To σταθερό πολιτικό σκηνικό είναι ένας σημαντικός παράγοντας στις εκτιμήσεις μας και στην αξιολόγησή μας, και έχει συμβάλει στην ανοδική τάση της αξιολόγησης της Ελλάδας. Το βασικό μας σενάριο είναι ότι η πολιτική κατάσταση θα παραμείνει σε γενικές γραμμές σταθερή και μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2023», τονίζει ο κ. Μουσκατέλι της Fitch.
Η Fitch Solutions, η οποία ανήκει στον όμιλο της Fitch, σημείωσε πρόσφατα πως θεωρεί ότι η Νέα Δημοκρατία θα συνεχίσει να βρίσκεται σε ισχυρή θέση, κάτι που θα επιτρέψει τη συνέχιση του μεταρρυθμιστικού της προγράμματος τα επόμενα τρίμηνα, ενώ εκτιμά πως θα επανεκλεγεί το 2023.
Σύμφωνα και με την Σπυριδούλα Τζίμα, αναπληρώτρια αντιπρόεδρο της DBRS στον τομέα κρατικών αξιολογήσεων, οι εκλογές του 2023 δεν αποτελούν παράγοντα ανησυχίας, «εκτός εάν συνοδεύονται από πολιτική αστάθεια και οπισθοδρόμηση στις μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την ανάπτυξη, οδηγώντας έτσι σε επιδείνωση των δημοσιονομικών και του χρέους».

Το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας τον Αύγουστο και η σταθεροποίηση των δημοσιονομικών

Τον προσεχή Αύγουστο η Ελλάδα αναμένεται να βγει από το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας, δηλαδή του ελέγχου από τους θεσμούς, η οποία και «συγκράτησε» τη δημοσιονομική πολιτική μετά την έξοδο από τα μνημόνια. Αυτός είναι ένας άλλος πρόσθετος παράγοντας, ο οποίος ωστόσο δεν φαίνεται επίσης να ανησυχεί τους οίκους.

«Το τέλος της εποπτείας από το ερχόμενο καλοκαίρι δεν αποτελεί σημαντικό στοιχείο στις αξιολογήσεις μας», επισημαίνει στην «Κ» ο κ. Μρσνικ της S&P. Αυτό οφείλεται στο ότι ο οίκος πιστεύει πως μετά την ολοκλήρωση αυτού του μηχανισμού επιτήρησης –και σε σχέση με τη χάραξη πολιτικής– τα κίνητρα για την Ελλάδα να συνεχίσει την τρέχουσα καλή πορεία θα παραμείνουν καλά εδραιωμένα, όπως προσθέτει. «Πέραν του προφανούς οφέλους που είχαν οι προηγούμενες μεταρρυθμίσεις, η θέσπιση οροσήμων σχετικά με την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που πρέπει να εκπληρωθούν για να επωφεληθεί η χώρα από σημαντικές εκταμιεύσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελούν πολύ σημαντικά κίνητρα», τονίζει.
Οπως σημειώνει ο κ. Μουσκατέλι της Fitch, η ενισχυμένη εποπτεία μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος ESM το 2018 ήταν σημαντική στήριξη του περιβάλλοντος της μακροοικονομικής πολιτικής, αλλά δεν ήταν από μόνη της βασικός μοχλός αξιολόγησης. «Τα τελευταία χρόνια αναδύεται μια πιο εποικοδομητική σχέση μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των Ευρωπαίων και διεθνών πιστωτών, στο πλαίσιο ενός πιο σταθερού πολιτικού σκηνικού», όπως επισημαίνει.

Η DBRS από την πλευρά της τονίζει στην «Κ» πως το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας δεν είναι απαραίτητα αρνητικό, αρκεί, σύμφωνα με τη Σπυριδούλα Τζίμα, αναπληρώτρια αντιπρόεδρο του οίκου στον τομέα κρατικών αξιολογήσεων, να μην ακολουθηθεί από: 1) οπισθοδρόμηση στις μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη συμφωνηθεί και εφαρμοστεί ή και 2) η κυβέρνηση να μην εφαρμόσει δημοσιονομικές πολιτικές που θα έβαζαν το χρέος σε ανοδική τροχιά. «Αναμένουμε ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει τις προσπάθειές της για σταθεροποίηση των δημοσιονομικών, εάν το επιτρέπει η κατάσταση της πανδημίας», όπως τονίζει η κ. Τζίμα.

Και η Moody’s δεν φαίνεται να ανησυχεί για τα δημοσιονομικά της Ελλάδας στη μετά την εποπτεία εποχή. Οπως επισημαίνει στην «Κ» ο κ. Ντικ, ο οίκος αναμένει ότι ο δείκτης χρέους θα κινηθεί σε πτωτική πορεία λόγω του ευνοϊκού προφίλ του, τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα στηρίζουν επίσης το πιστωτικό προφίλ της Ελλάδας, η βιωσιμότητα του χρέους έχει βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια και οι ανάγκες αναχρηματοδότησής του είναι διαχειρίσιμες. Παράλληλα, η δέσμευση της ΕΚΤ για συνέχιση της στήριξης της Ελλάδας είναι σημαντική, ενώ η οικονομική ανάπτυξη θα επωφεληθεί από το Ταμείο Ανάκαμψης.

Ακόμη και μετά την ολοκλήρωση της ενισχυμένης εποπτείας, η Ελλάδα μεταβαίνει στην ομαλότητα μέσω της εισόδου στην «κανονική» εποπτεία, παρόμοια με την Ιρλανδία και την Πορτογαλία – η οποία θα διαρκέσει μέχρι περίπου το 2059 έως ότου η Ελλάδα αποπληρώσει το 75% της οικονομικής βοήθειας που έλαβε, σημειώνει ο κ. Σεν της Scope. Ενώ η κανονική εποπτεία έχει λιγότερες προϋποθέσεις και «αναγκαστικές» μεταρρυθμίσεις, η Ελλάδα είναι πιθανό να διατηρήσει συνετή δημοσιονομική πολιτική, επιδιώκοντας την επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα έως το 2023, για παράδειγμα, δηλαδή ένα καλύτερο από το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Ετσι, η ολοκλήρωση του πλαισίου ενισχυμένης εποπτείας, αν και έχει επιπτώσεις στην αξιολόγηση, ωστόσο η Ελλάδα έχει προβεί σε διαρθρωτικές προσαρμογές, ενώ η κυβέρνηση γνωρίζει επίσης τους στόχους που έχουν συμφωνηθεί με τους θεσμούς και την ανάγκη να διατηρήσει ισχυρές σχέσεις με την Ε.Ε και τις αγορές.

Τα «κλειδιά» για την επενδυτική βαθμίδα-2

Τα ραντεβού 

Οι αξιολογήσεις της Ελλάδας συνεχίζονται με τις Moody’s και DBRS στις 18 Μαρτίου και την S&P στις 22 Απριλίου, και ακολουθούν η δεύτερη αξιολόγηση της Fitch στις 8 Ιουλίου, η διπλή ετυμηγορία από Moody’s και DBRS στις 16 Σεπτεμβρίου, η τρίτη αξιολόγηση της Fitch στις 7 Οκτωβρίου και της S&P στις 21 Οκτωβρίου.

Τα «κλειδιά» για την επενδυτική βαθμίδα-3

Η πρόκληση

Είναι πολύ πιθανό η Ελλάδα να επιστρέψει στην επενδυτική βαθμίδα τα επόμενα δύο χρόνια, προβλέπει η Société Generali. H πρόκληση θα είναι ωστόσο το κατά πόσον η Ελλάδα θα μπορέσει να διατηρήσει αυτή τη γρήγορη πιστωτική της πρόοδο, καθώς οι αποδόσεις θα αυξάνονται και το κόστος δανεισμού θα αρχίσει να ενισχύεται. 

Τα «κλειδιά» για την επενδυτική βαθμίδα-4

Τα οφέλη

Πρέπει να σπεύσουμε να αποκτήσουμε την επενδυτική βαθμίδα, διότι τα οφέλη της ξεπερνούν τα οφέλη που θα έχουμε λόγω ελληνικών ομολόγων και ΕΚΤ, τόνισε ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας. «Αυτή τη στιγμή γύρω στα 100 funds ασχολούνται με την Ελλάδα. Οταν πάρουμε την επενδυτική βαθμίδα, θα γίνουν 1.000», σημείωσε.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT