Οι μεγάλες ανατροπές που έφερε η κρίση

Οι μεγάλες ανατροπές που έφερε η κρίση

Οικονομικές σταθερές αναθεωρούνται, η Γερμανία κατέγραψε το πρώτο εμπορικό της έλλειμμα από το 1991

7' 52" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ανατροπές αδιανόητες μέχρι προσφάτως φέρνει στην Ευρώπη αυτό το εκρηκτικό μείγμα της ενεργειακής κρίσης και του πολέμου στην Ουκρανία, που επέτεινε και πολλαπλασίασε τις παρενέργειες της πανδημίας. Η διαστημική εκτόξευση που έχει σημειώσει το κόστος της ενέργειας με πρωταγωνιστή το φυσικό αέριο και τη δραματική μείωση των ροών του από τη Ρωσία προς την Ευρώπη έχει αυξήσει δυσανάλογα το κόστος της παραγωγής των μεγαλύτερων ενεργειακών εταιρειών της Ευρώπης, εξωθώντας στην αρωγή των κυβερνήσεων. Εχει οδηγήσει, άλλωστε, σε μείωση της παραγωγής μεγάλων ευρωπαϊκών βιομηχανιών, με τις γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες να πλήττονται τα μέγιστα, ενώ η εκτόξευση του κόστους ζωής εν μέσω πληθωρισμού και ενεργειακής κρίσης έχει οδηγήσει σε περιορισμό της εξωτερικής ζήτησης και των γερμανικών εξαγωγών. Με αναπόφευκτο συνεπακόλουθο μοιάζει έτσι η είδηση – έκπληξη μέσα στην εβδομάδα και αφορά μια πρωτοφανή αντιστροφή: το φημισμένο και κατά πολλούς διαβόητο εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας, που τόσο συζητήθηκε την περίοδο των μνημονίων ως η άλλη όψη των ελλειμμάτων του Νότου, αντιστράφηκε πλήρως και για πρώτη φορά έπειτα από 30 χρόνια η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία παρουσίασε τον Μάιο εμπορικό έλλειμμα ύψους 1 δισ. ευρώ.

Το Βερολίνο σκέφτεται ξανά την αναστολή του «φρένου χρέους» για να αντιμετωπίσει το ενεργειακό πρόβλημα.

Η είδηση θα μπορούσε να προκαλέσει λιγότερη έκπληξη, αν δεν επρόκειτο για την παγκόσμια πρωταθλήτρια των εμπορικών πλεονασμάτων, που εμφανίζει εμπορικό πλεόνασμα στις συναλλαγές προϊόντων κάθε χρόνο από το 1952 και μετά και πλεόνασμα στις συναλλαγές αγαθών και υπηρεσιών κάθε χρόνο από το 1993 και μετά. Εχει, άλλωστε, θεμελιώσει σε μεγάλο βαθμό πάνω σε αυτά τα πλεονάσματα το μεταπολεμικό οικονομικό της θαύμα. Εχει, όμως, παράλληλα επικριθεί επανειλημμένως από το ΔΝΤ και άλλους διεθνείς οργανισμούς, αλλά ακόμη και από την αμερικανική κυβέρνηση, για την επίμονη άρνηση του Βερολίνου να επενδύσει τα εμπορικά πλεονάσματα σε έργα υποδομής, ώστε να εκσυγχρονίσει τις απηρχαιωμένες υποδομές της χώρας, να τονώσει την εγχώρια ζήτηση και να αμβλύνει τις ανισορροπίες στην παγκόσμια οικονομία.

Σε ό,τι αφορά τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία, οι ανατροπές δεν τελειώνουν εδώ. Η ενεργειακή κρίση αναγκάζει το Βερολίνο να εξακολουθήσει να παραβιάζει θέσφατα, όπως το λεγόμενο «φρένο χρέους» που αναγκάστηκε να αναστείλει πριν από δύο χρόνια εν μέσω του πρώτου κύματος της πανδημίας και της συνεπακόλουθης βαθύτατης ύφεσης. Κι ενώ είχε θέσει ως χρονικό ορίζοντα για την επαναφορά του το επόμενο έτος και ο υπουργός Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ, έχει και πάλι υποστηρίξει πως οι χώρες της Ευρωζώνης πρέπει να επιστρέψουν σε δημοσιονομική πειθαρχία από το 2023, φαίνεται τώρα πως ο κυβερνητικός συνασπισμός αναθεωρεί και πάλι. Ενόψει της πιθανότητας να διακόψει πλήρως τις ροές φυσικού αερίου η Μόσχα, προοπτική που σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις θα εξωθήσει τη Γερμανία σε ύφεση, το Βερολίνο ετοιμάζεται να παρατείνει την αναστολή του ορίου που έχει επιβάλει στον δανεισμό της χώρας και για το επόμενο έτος. Και στο μεταξύ η γερμανική κυβέρνηση σχεδιάζει μια γενναία κρατική ενίσχυση ύψους 9 δισ. ευρώ στον γερμανικό ενεργειακό κολοσσό Uniper, που κινδυνεύει να καταρρεύσει έχοντας επωμισθεί το υψηλό κόστος του αερίου από τη διεθνή αγορά.

Οι μεγάλες ανατροπές που έφερε η κρίση-1

Αγωνία για το ρεύμα, χαμηλώνουν φώτα και θερμοστάτες 

Εχοντας διασφαλίσει επί δεκαετίες και επί πολλές γενιές υψηλό βιοτικό επίπεδο και ανέσεις κάθε είδους όπως η ρύθμιση της επιθυμητής θερμοκρασίας χειμώνα και καλοκαίρι, οι πολίτες της Ευρώπης βρίσκονται ίσως για πρώτη φορά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αντιμέτωποι με την ενεργειακή ανασφάλεια. Μέσα στην καρδιά του καλοκαιριού οι Ευρωπαίοι εκφράζουν την ανησυχία τους για το αν θα έχουν θέρμανση τον χειμώνα ή τι άλλο πρόκειται να τους λείψει σε περίπτωση που η Ρωσία διακόψει πλήρως την παροχή φυσικού αερίου ως αντίποινα για τις εναντίον της κυρώσεις.
Από τη στιγμή που η Μόσχα μείωσε δραματικά τις ροές του φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, οι ευρωπαϊκές οικονομίες του Βορρά, με πρώτη τη Γερμανία, αντιμετωπίζουν με δέος την προοπτική πλήρους διακοπής της ροής του καυσίμου. Πρόσθετος λόγος βέβαια η αναστολή της λειτουργίας του αγωγού Nord Stream 1 για λόγους συντήρησης από αύριο και θεωρητικά για 10 ημέρες, που έχει όμως εμπνεύσει έντονη ανησυχία στο Βερολίνο για το ενδεχόμενο να μην ανοίξει ξανά. Δεδομένης της μεγάλης εξάρτησης από το ρωσικό αέριο, η Γερμανία ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που από το τέλος Μαρτίου έσπευσε να ενεργοποιήσει μηχανισμό έκτακτης ανάγκης για την περίπτωση σημαντικής μείωσης ή και πλήρους διακοπής της προσφοράς αερίου. Το παράδειγμά της ακολούθησε σύντομα η Αυστρία, αλλά προ ημερών ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ αναβάθμισε το επίπεδο συναγερμού, εκδηλώνοντας την εντεινόμενη ανησυχία που επικρατεί στη χώρα. Πρόκειται για έκτακτους μηχανισμούς που προβλέπουν ότι σε περίπτωση σοβαρής έλλειψης αερίου αναλαμβάνει το κράτος την ευθύνη για τη διανομή της ενέργειας δίνοντας προτεραιότητα στα νοικοκυριά της χώρας, στα νοσοκομεία και στους φορείς κάλυψης άμεσων αναγκών της κοινωνίας. Εκτός, όμως, από την εγρήγορση που επιδεικνύει το Βερολίνο, στη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία ιδιωτικοί και δημόσιοι φορείς αρχίζουν να περιορίζουν την κατανάλωση ενέργειας με κάθε τρόπο. Εταιρείες εκμετάλλευσης ακινήτων ανακοινώνουν ότι θα χαμηλώσουν τον θερμοστάτη του ζεστού νερού ή του καλοριφέρ τις νυχτερινές ώρες και άλλες ότι θα ανεβάσουν τη θερμοκρασία των κλιματιστικών το καλοκαίρι. Σε ορισμένες περιοχές έχουν αρχίσει ήδη να χαμηλώνουν τα φώτα του δήμου ή ακόμη και τους φωτεινούς σηματοδότες τις νυχτερινές ώρες. Αλλού κλείνουν την παροχή ζεστού νερού στις δημόσιες υπηρεσίες και στα γυμναστήρια. Προδίδουν, άλλωστε, την έντονη ανησυχία τους όταν καλούν τους πολίτες να περιορίσουν όσο μπορούν την κατανάλωση ενέργειας στη διάρκεια του καλοκαιριού, «για να έχουμε ζεστά διαμερίσματα τον χειμώνα». Την αγωνία των Ευρωπαίων, όμως, σκιαγραφεί πιο ανάγλυφα η αντίδραση των ίδιων των Γερμανών που θυμίζει συνθήκες πολέμου. Αγοράζουν καυσόξυλα για σόμπες και για τζάκια, σόμπες υγραερίου και φιάλες υγραερίου, πέλετ και γενικώς κάθε είδους καύσιμη ύλη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για θέρμανση.

Επισιτιστική ανασφάλεια απειλεί τις κοινωνίες, εκτόξευση των τιμών στα τρόφιμα

Μετά την εκτόξευση που σημείωσαν από την αρχή του πολέμου στην Ουκρανία σε επίπεδα απρόσιτα για μεγάλο μέρος του πλανήτη, οι τιμές των σιτηρών υποχώρησαν τις τελευταίες ημέρες, σημειώνοντας μείωση 25%. Αιτία της αποκλιμάκωσης ήταν βέβαια η ελπίδα πως υπάρχει προοπτική συνεργασίας της Ρωσίας με σκοπό να αποφευχθεί μια παγκόσμια επισιτιστική κρίση. Η Ρωσία μείωσε, άλλωστε, προ ημερών τον φόρο εξαγωγής των σιτηρών για να αυξήσει τις εξαγωγές της. Ανεξάρτητα, όμως, από τις προθέσεις της Ρωσίας, η παγκόσμια κοινότητα γνωρίζει μια πρωτοφανή επισιτιστική ανασφάλεια και στον δυτικό κόσμο η προοπτική παγκόσμιας ανεπάρκειας σιτηρών, δημητριακών, καλαμποκιού, ρυζιού και γενικότερα βασικών ειδών διατροφής αποτελεί εφιαλτικό σενάριο αδιανόητο έως τώρα.

Οι ανεπτυγμένες οικονομίες παράγουν σημαντικό μέρος των σιτηρών και των τροφίμων που καταναλώνουν, ενώ έχουν τη δυνατότητα να βρουν εναλλακτικούς προμηθευτές για όποια βασικά είδη διατροφής παρουσιάσουν ελλείψεις λόγω του πολέμου. Η επισιτιστική κρίση δεν αφήνει πάντως αλώβητο τον αναπτυγμένο κόσμο, καθώς η εκτόξευση των τιμών βασικών ειδών διατροφής καλλιεργεί ανασφάλεια πρωτοφανή μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, περίπου προ 10 ημερών ο παγκόσμιος δείκτης τιμών των αγροτικών προϊόντων ήταν κατά 34% αυξημένος σε σύγκριση με τον Ιανουάριο του 2021. Οι τιμές του  καλαμποκιού και του σιταριού επίσης υψηλότερες κατά  47% και κατά 42% αντιστοίχως, σε σύγκριση πάντα με τις αντίστοιχες πριν από ενάμισι χρόνο. Οπως επισημαίνει η Παγκόσμια Τράπεζα, το 83% των χωρών μεσαίου εισοδήματος και το 70% των χωρών υψηλού εισοδήματος αντιμετωπίζουν έναν πληθωρισμό των τιμών των τροφίμων που ήδη υπερβαίνει αισθητά το 5%, ενώ σε κάποιες αναπτυγμένες χώρες είναι ήδη διψήφιος.

Οι τιμές των τροφίμων είχαν πάρει την ανιούσα πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Στη σχετική ανάλυσή της, όμως, η Παγκόσμια Τράπεζα υπογραμμίζει πως ο πόλεμος έχει αλλοιώσει ουσιαστικά τους μηχανισμούς με τους οποίους διεξάγεται το παγκόσμιο εμπόριο τροφίμων, αλλά και η παραγωγή εμπορευμάτων και βασικών ειδών διατροφής και κατά συνέπεια οι τιμές θα διατηρηθούν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα μέχρι και το τέλος του 2024. Από την έναρξη του πολέμου, άλλωστε, πάνω από 30 χώρες ανά τον κόσμο επέβαλαν περιορισμούς στις εξαγωγές βασικών ειδών διατροφής προκαλώντας τεχνητές ελλείψεις στην παγκόσμια αγορά και οδηγώντας τις τιμές σε περαιτέρω άνοδο. Από τη Μαλαισία που απαγόρευσε τις εξαγωγές πουλερικών μέχρι την Ινδία που επέβαλε αυστηρούς περιορισμούς στις εξαγωγές σιτηρών και ζάχαρης και από την Αίγυπτο και το Καζαχστάν που έχουν επιβάλει περιορισμούς στις εξαγωγές σιτηρών μέχρι την Ινδονησία που απαγόρευσε τις εξαγωγές φοινικέλαιου, οι κινήσεις αυτές πολλαπλασιάζουν το πρόβλημα. Σε ό,τι αφορά την Ευρώπη, δεν μπορεί να νιώθει πλέον ασφαλής ούτε καν για την επάρκεια ζυμαρικών. Οι μαζικές προμήθειες των Ιταλών, φοιτητών και νοικοκυριών χαμηλού εισοδήματος, με ζυμαρικά των σούπερ μάρκετ από την αρχή του πολέμου ανάγκασαν τους παραγωγούς ζυμαρικών στην Ιταλία να προειδοποιήσουν για το ενδεχόμενο μελλοντικών ελλείψεων.  Στη Βρετανία αρχίζουν να εμφανίζονται ελλείψεις της παραδοσιακής τηγανητής πατάτας και του τηγανητού ψαριού, καθώς τα καταστήματα που τα πουλούν εισάγουν από την Ουκρανία το 50% των ελαίων που χρησιμοποιούν και από τη Ρωσία το 40% των ψαριών.

Οι μεγάλες ανατροπές που έφερε η κρίση-2

Η προειδοποίηση

Βλέποντας το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας να σημειώνει μια πρωτοφανή ανατροπή και να μετατρέπεται σε έλλειμμα τον Μάιο, ο Γερμανός καγκελάριος Ολαφ Σολτς προειδοποίησε ότι «δεν μπορούμε πλέον να παίρνουμε σαν δεδομένη την οικονομική ανάπτυξη που γνωρίσαμε πριν από την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία».

Οι μεγάλες ανατροπές που έφερε η κρίση-3

Οι εκτιμήσεις

Στις εκτιμήσεις για το πώς θα διαμορφωθούν οι τιμές του αερίου τους επόμενους μήνες, η Goldman Sachs προεξοφλεί ότι δεν πρόκειται να αποκλιμακωθούν σε επίπεδα κάτω από τα τρέχοντα «παρά μόνον όταν αυξηθεί  η παγκόσμια προσφορά LNG». Εκτιμά πως αυτό θα γίνει από το 2025 και μετά, όταν θα έχουν ολοκληρωθεί ορισμένες εγκαταστάσεις υγροποίησης.

Οι μεγάλες ανατροπές που έφερε η κρίση-4

Κρίση α λα 1970

Σχολιάζοντας την ανεπάρκεια ενέργειας, ο Κέβιν Μπουκ, διευθυντικό στέλεχος της εταιρείας ερευνών ClearView Energy Patrners LLC, δήλωσε ότι «πρόκειται για μια ενεργειακή κρίση ανάλογη εκείνης της δεκαετίας του 1970 αλλά με το φυσικό αέριο», και προσέθεσε πως «ο κόσμος σκέφτεται σήμερα για το αέριο όπως κάποτε σκεφτόταν για το πετρέλαιο».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT