Πώς η Μόσχα σπάει τις κυρώσεις της Δύσης

Πώς η Μόσχα σπάει τις κυρώσεις της Δύσης

Χώρες του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας διοχετεύουν στη Ρωσία όσα προϊόντα επιχειρούν να της στερήσουν Ε.Ε. και ΗΠΑ

7' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Είναι αντιπρόσωποι ευρωπαϊκών χωρών –Ιταλίας, Γερμανίας– και χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, αλλά και των ΗΠΑ και δεν θέλουν να δημοσιευθούν τα ονόματά τους εξαιτίας των κυρώσεων». Με αυτή τη φράση τον Νοέμβριο του 2018 ο Αντρέι Κούλικ, τότε κύριος σύμβουλος οικονομικής ανάπτυξης των Αρχών που είχε εγκαταστήσει στην Κριμαία η Μόσχα, αναφερόταν στις εμπορικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες που διατηρούσαν ακόμη οι χώρες της Δύσης με τη χερσόνησο – κάπου 4 χρόνια μετά την προσάρτησή της στη Ρωσία.

Τότε Ρώσοι αξιωματούχοι αναφέρονταν συχνά στις δραστηριότητες αυτές των ευρωπαϊκών οικονομιών, που «περνούσαν κάτω από το ραντάρ». Και το ΔΝΤ ανέλυε τον ίδιο καιρό με εκθέσεις του το πώς η ρωσική οικονομία διέψευσε τις προβλέψεις των Δυτικών ότι θα γονάτιζε υπό το βάρος των κυρώσεων και αναθεωρούσε προς τα πάνω τις προβλέψεις του για την αύξηση του ρωσικού ΑΕΠ. Σήμερα φαίνεται να λειτουργεί ένα σαφώς πιο σύνθετο σύστημα, που διοχετεύει στη Ρωσία όσα προϊόντα επιχειρούν να της στερήσουν η Ε.Ε. και οι ΗΠΑ, μέσα από τρίτες χώρες φίλα προσκείμενες στη χώρα του Βλαντιμίρ Πούτιν και πιθανώς στον ίδιο τον Ρώσο πρόεδρο.

Στη διάρκεια του καλοκαιριού η Αρμενία ανακοίνωσε κυριολεκτική εκτόξευση των εξαγωγών της προς τη Ρωσία σε έξυπνα κινητά. Την ίδια εποχή άλλες γειτονικές χώρες της Ασίας, από τη Λευκορωσία, την Κιργιζία και το Καζακστάν μέχρι την Τουρκία και την Κίνα εξήγαγαν στη Ρωσία μεγάλους όγκους από οικιακές ηλεκτρικές συσκευές.

Μέσα στην εβδομάδα η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD) εξέφρασε την εκτίμηση ότι η Ρωσία παρακάμπτει τις κυρώσεις με τη βοήθεια αυτών των χωρών που έχουν αυξήσει θεαματικά τις εισαγωγές τους από τις ευρωπαϊκές χώρες και κυρίως από τη Γερμανία αλλά και από τις ΗΠΑ.

Από τον Μάιο έως και τον Ιούλιο του 2022 σχεδόν διπλασιάστηκαν οι γερμανικές εξαγωγές στην Αρμενία, ενώ υπερτριπλασιάστηκαν στην Κιργιζία.

Οπως επισήμανε η EBRD, οι εξαγωγές της Γερμανίας στη Ρωσία σημείωσαν δραματική πτώση στη διάρκεια του περασμένου έτους υποχωρώντας σε ένα 38% του μέσου όρου της τριετίας από το 2017 έως και το 2019. Στο ίδιο χρονικό διάστημα, όμως, και ειδικότερα από τον Μάιο μέχρι και τον Ιούλιο του 2022 σχεδόν διπλασιάστηκαν οι γερμανικές εξαγωγές στην Αρμενία, ενώ υπερτριπλασιάστηκαν στην Κιργιζία.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει με τις εξαγωγές, όχι μόνον της Γερμανίας, αλλά και άλλων χωρών της Ε.Ε. και της Βρετανίας, αλλά και των ΗΠΑ στις χώρες του Καυκάσου και της κεντρικής Ασίας. Οι χώρες αυτές μπορούν να εξυπηρετούν τον ρόλο του ενδιάμεσου σταθμού ευρωπαϊκών εξαγωγών προς τη Ρωσία, καθώς δεν υφίστανται περιορισμοί στις εμπορικές σχέσεις μαζί τους, αν και είναι γνωστοί οι δεσμοί τους με τη Μόσχα.

Ειδικότερα η Αρμενία, η Κιργιζία και το Καζακστάν συνδέονται μέσω τελωνειακής ένωσης με τη Ρωσία και τη Λευκορωσία ως μέλη της Ευρασιατικής Οικονομικής Ενωσης, πλησιέστερο ανάλογο της Ε.Ε. για τις χώρες της περιοχής.

Και όπως επισημαίνει η Πολωνή επικεφαλής οικονομολόγος της EBRD, Μπεάτα Γιαβόρτσικ, η αλλαγή στον όγκο των εμπορικών σχέσεων αυτών των χωρών με την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ είναι σαφής.

Από Τουρκία ρέει το ρωσικό αργό

Αν οι χώρες της Κεντρικής Ασίας και του Καυκάσου λειτουργούν ως μεσάζοντες για την εισαγωγή ευρωπαϊκών ειδών στη Ρωσία, τις μεγαλύτερες «εξυπηρετήσεις» φέρεται να κάνει στη χώρα του Βλαντιμίρ Πούτιν η Τουρκία. Η γειτονική χώρα λειτουργεί ως ένα είδος μεσάζοντος για το εμπόριο ρωσικών υδρογονανθράκων που εισάγει και επανεξάγει σε Ευρώπη και ΗΠΑ αλλά με άλλη «ετικέτα προέλευσης». Πρόσφατες έρευνες του Κέντρου Ερευνών για την Ενέργεια και τον Καθαρό Αέρα (CREA) κατέδειξαν πως τους τελευταίους μήνες του περασμένου έτους και κυρίως από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Νοέμβριο οι εξαγωγές πετρελαιοειδών από την Τουρκία στα λιμάνια της Ε.Ε. αλλά και των ΗΠΑ αυξήθηκαν κατά 85%. Είχε, όμως, προηγηθεί ο υπερδιπλασιασμός των εισαγωγών της Τουρκίας σε ρωσικό πετρέλαιο.

Σύμφωνα με στοιχεία της Refinitiv Eikon, σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του περασμένου έτους, η Τουρκία εισήγαγε από τη Ρωσία πετρέλαιο Ουραλίων αλλά και ελαφρύ αργό Σιβηρίας σε ποσότητες άνω των 200.000 βαρελιών την ημέρα, όταν οι αντίστοιχες εισαγωγές της το 2021 δεν υπερέβαιναν τα 98.000 βαρέλια την ημέρα.

Η ίδια έρευνα της Refinitiv Eikon διαπίστωσε πως το σημαντικότερο διυλιστήριο της Τουρκίας, το Tupras, αλλά και το Star της Socar του Αζερμπαϊτζάν, αύξησαν σημαντικά τις εισαγωγές τους στις δύο ποικιλίες ρωσικού πετρελαίου, ενώ στο ίδιο χρονικό διάστημα μείωσαν αισθητά τις αγορές πετρελαίου από τη Βόρεια Θάλασσα, από το Ιράκ και από τις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες της Αφρικής. Μιλώντας προσφάτως στο Reuters διαπραγματευτής συμβολαίων πετρελαίου στη μεσογειακή αγορά, που ζήτησε να παραμείνει ανώνυμος, τόνισε πως «είναι προφανής η επιλογή των διυλιστηρίων της Τουρκίας να εισάγουν απεριόριστο όγκο πετρελαίου από τη Ρωσία».

Επιπλέον, το CREA υπολογίζει πως παρά το εμπάργκο στη μεταφορά και ασφάλιση πετρελαίου που έχει επιβάλει η Ε.Ε., τουλάχιστον το 50% ρωσικού πετρελαίου και πετρελαιοειδών που εξάγει η Τουρκία στην Ε.Ε. και στις ΗΠΑ έχει τουλάχιστον μέχρι προσφάτως μεταφερθεί με ευρωπαϊκά πλοία, της Νορβηγίας, της Βρετανίας, των ΗΠΑ και της Ε.Ε. και το 90% με πλοία που ασφαλίστηκαν σε Βρετανία, Νορβηγία και ΗΠΑ.
Και βέβαια από το φθινόπωρο του 2022 ο Βλαντιμίρ Πούτιν και ο Ταγίπ Ερντογάν εξετάζουν την ιδέα που πρότεινε ο ίδιος για έναν κόμβο φυσικού αερίου στην Τουρκία, ώστε να μεταφέρει το καύσιμο του κατεστραμμένου πλέον από την έκρηξη Nord Stream και να το εξάγει στις ευρωπαϊκές αγορές.

Παραμένουν στη ρωσική αγορά διεθνείς κολοσσοί

Οι σύμμαχοι της Ρωσίας υποκαθιστούν μεγάλο μέρος των εμπορικών της συναλλαγών αλλά και πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες παραμένουν στη χώρα και εξακολουθούν να προσφέρουν τα προϊόντα τους στους Ρώσους καταναλωτές. Σύμφωνα με έρευνα του Σάιμον Εβενετ, καθηγητή Διεθνούς Εμπορίου και Οικονομικής Ανάπτυξης στο Πανεπιστήμιο Σεντ Γκάλεν της Ελβετίας, το ποσοστό των επιχειρήσεων που έχουν έδρα στην Ε.Ε. ή στις χώρες του G7 και έχουν αποσύρει μια θυγατρική τους από τη Ρωσία, δεν υπερβαίνει το 9%. Ανάμεσα στους διεθνείς  κολοσσούς που εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται στη Ρωσία συγκαταλέγονται οι Colgate, Procter & Gamble και L’ Oreal. Συχνά προσπαθούν να δικαιολογήσουν την επιλογή τους αυτή, που άλλοτε υπαγορεύεται από το κέρδος και άλλοτε από τις δυσκολίες της αποχώρησης.

Είναι ενδεικτικό ότι προ δύο εβδομάδων περίπου η Unilever προειδοποίησε τους επενδυτές της για τους οικονομικούς κινδύνους που συνοδεύουν μια ενδεχόμενη αποχώρησή της από τη Ρωσία, ενώ η British American Tobacco αναβάθμισε τις προβλέψεις για ενδεχόμενες ζημίες στην περίπτωση που θα φύγει.

Εξάλλου, ο Μάθιου Κλάιν, συγγραφέας βιβλίων οικονομικού περιεχομένου αλλά και ένας από τους συγγραφείς του διάσημου πλέον «Οι εμπορικοί πόλεμοι είναι ταξικοί πόλεμοι» («Trade Wars are Class Wars»), μελέτησε το θέμα και τον Νοέμβριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως η αξία των εξαγωγών από όλες τις χώρες προς τη Ρωσία ήταν μόλις 15% μικρότερη από τα προ της εισβολής στην Ουκρανία επίπεδα. Μιλώντας προσφάτως στους New York Times, χαρακτήρισε «πιθανόν» να επέστρεψαν τον Δεκέμβριο πλήρως στα προ της εισβολής επίπεδα. «Το μεγαλύτερο μέρος της αναπλήρωσής τους οφείλεται πλήρως στην Κίνα και στην Τουρκία», δήλωσε στην αμερικανική εφημερίδα. Σύμφωνα, άλλωστε, με τη μη κερδοσκοπική οργάνωση Silverado Policy Accelerator, τον Σεπτέμβριο η αξία των εισαγόμενων προϊόντων στη Ρωσία από τον υπόλοιπο κόσμο υπερέβη τα προ της εισβολής επίπεδα. Οπως τονίζει η εν λόγω οργάνωση, μετά την εισβολή αποχώρησαν από τη Ρωσία εταιρείες όπως οι Samsung και Apple που τροφοδοτούσαν την αγορά της με τα κινητά τους.

Διεκόπησαν, επίσης, οι εισαγωγές των εξαιρετικά δημοφιλών κινεζικών κινητών όπως των Xiaomi. Σύντομα όμως οι κινεζικές εταιρείες άρχισαν και πάλι να αυξάνουν τις εξαγωγές στη Ρωσία και έφτασαν σε ρεκόρ τον Δεκέμβριο, όπως επίσης και οι Samsung και Apple που επίσης φαίνεται πως επέστρεψαν μέσα από τους διαύλους των φιλικών γειτονικών χωρών.

Σύμφωνα, άλλωστε, με υπολογισμούς της Bloomberg Economics, οι χώρες που διατηρούν εμπορικές σχέσεις με τη Ρωσία και δεν έχουν καταδικάσει την εισβολή της στην Ουκρανία αντιπροσωπεύουν αθροιστικά το 30% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Της δίνουν, έτσι, τη δυνατότητα να έχει μια εναλλακτική εφοδιαστική αλυσίδα και να αποφεύγει την οικονομική απομόνωσή της στην οποία έχουν επιχειρήσει να την οδηγήσουν η Ε.Ε. και οι ΗΠΑ.

Λιζ Τρας

Διαπιστώνοντας «το ύψος των χρημάτων που εξακολουθούν να μπαίνουν στη χώρα» και «το πόσες χώρες συντάσσονται ακόμη με το Κρεμλίνο», η πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας, Λιζ Τρας, τόνισε προσφάτως πως η πεποίθηση της Ουάσιγκτον «ότι ο Πούτιν κατέστησε τη χώρα του παρία σε παγκόσμιο επίπεδο, τουλάχιστον προς το παρόν δεν ισχύει».

15% λιγότερες από τα προ της εισβολής στην Ουκρανία επίπεδα ήταν τον Νοέμβριο οι παγκόσμιες εξαγωγές στη Ρωσία.

Κρισιάνις Κάρινς

Ζητώντας να διερευνηθούν τα κενά στους σχετικούς κανονισμούς, ο πρωθυπουργός της Λετονίας, Κρισιάνις Κάρινς, τόνισε προ ημερών ότι «σαφέστατα οι διαπραγματευτές βρίσκουν τρόπους για να εμπορεύονται νομίμως τα ρωσικά προϊόντα με την Τουρκία, το Καζακστάν ή την Αρμενία και από εκεί να στέλνουν προϊόντα στη Ρωσία».

80% των εισαγωγών της Τουρκίας σε πετρέλαιο προήλθε από τη Ρωσία τον Νοέμβριο και εκτιμάται πως η αυξητική τάση συνεχίζεται έκτοτε.

Ολεγκ Ουστένκο

Οταν ακόμη ζητούσε επίμονα την επιβολή του πλαφόν στις τιμές του ρωσικού πετρελαίου, ο Ολεγκ Ουστένκο, βασικός οικονομικός σύμβουλος του Ουκρανού προέδρου, υπογράμμιζε πως «είναι σχεδόν γελοίο το γεγονός ότι η Ρωσία εισπράττει ακόμη καθημερινά πάνω από 700 εκατ. δολ. την ημέρα για τα ορυκτά καύσιμά της».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT