Η ελληνική οικονομία βρίσκεται αναμφισβήτητα σε παγίδα κακής ισορροπίας. Μειούμενη παραγωγικότητα και μεγάλο κενό επενδύσεων, αρνητική αποταμίευση, ετήσια εξυπηρέτηση χρέους που ναι μεν έχει ρυθμιστεί ευνοϊκά αλλά είναι «εξωτερική» και δεσμεύει σχεδόν το σύνολο του συμφωνημένου πρωτογενούς πλεονάσματος, δημοσιονομική πολιτική που καθηλώνει περαιτέρω τις άμεσες και μακροχρόνιες προοπτικές ανάκαμψης.
Σε όλα αυτά προστίθενται το δημογραφικό ζήτημα διαρθρωτικού τύπου, η φυγή εταιρειών και φυσικών προσώπων στο εξωτερικό και –τελευταίο άλλα όχι λιγότερο σημαντικό– το λεγόμενο «κόστος επισφάλειας» πολιτικού ρίσκου.
Το τελευταίο επιδεινώνεται τόσο από την κακή συμφωνία του καλοκαιριού με τους εταίρους, όσο και από τον δημοσιονομικό λαϊκισμό της κυβέρνησης, που ευθυγραμμίζεται με έναν ιδιότυπο λαϊκισμό των πιστωτών. Ενα μείγμα κραυγαλέων πολιτικών σκοπιμοτήτων και οικονομικής ημιμάθειας οδηγεί σε πολιτικές επιδοματικής πελατείας, μέτρα πλήρους καταρράκωσης των κινήτρων νοικοκυριών και επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα τη λάθος κατανομή των πόρων, την απώλεια εμπιστοσύνης, την κάμψη του οικονομικού ενστίκτου της προσπάθειας και της σκληρής δουλειάς.
Στο πλαίσιο αυτό, ο αναμενόμενος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης περί του 2% για το 2018 δεν είναι καθόλου ικανοποιητικός.
Οχι μόνο επειδή είναι σχετικά χαμηλός, ενώ θα μπορούσε να είναι 4% ή και 5%, ή γιατί το ονομαστικό ΑΕΠ πρέπει να είναι σαφώς υψηλότερο για να εκτονώνει την πίεση για επίτευξη των συμφωνημένων δημοσιονομικών στόχων. Το 2% είναι πρόβλημα γιατί συστήνεται από παράγοντες συγκυριακούς και αποθαρρυντικούς. Εξηγούμαι.
Αρχικώς, πρέπει να επισημανθεί το πολύ χαμηλό σημείο αφετηρίας, μετά τη βαθιά ύφεση του 2009-13.
Η δραστική εσωτερική υποτίμηση θα έπρεπε να έχει οδηγήσει, έστω συγκυριακά, σε συγκριτικά ταχύτερη οικονομική μεγέθυνση διά του catch-up effect.
Αυτό όμως θα μπορούσε να είχε συμβεί μόνον με την πρόσθεση νέων καθαρών επενδύσεων επάνω στη φθηνή πλέον εργασία. Στην πραγματικότητα, εγχώρια κεφάλαια δισεκατομμυρίων παραμένουν εκτός επίσημης οικονομίας την ίδια στιγμή που οι διεθνείς επενδυτές απέχουν. Πέραν της αρνητικής αποταμίευσης και του υψηλού πολιτικού ρίσκου, η δυσβάσταχτη φορολογία και οι ιλιγγιώδεις εισφορές σημαίνουν ότι το κεφάλαιο συνεχίζει να σπανίζει.
Η κατάσταση επιδεινώνεται με τις δραστικές περικοπές των δημοσίων επενδύσεων με σκοπό την επίτευξη του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα. Η ανυπαρξία επενδύσεων εξηγεί και το γεγονός ότι η παραγωγικότητα συνεχίζει να κατέρχεται μαζί με τον μέσο μισθό.
Υποστηρίζεται ενίοτε από την κυβέρνηση ότι αφού το υπερπλεόνασμα επιστρέφει στην οικονομία με τα κυβερνητικά επιδόματα, είναι σαν να μην υπάρχει. Εάν ίσχυε η πρωτοφανής αυτή λογική, τότε γιατί να μην επιλέξει η κυβέρνηση και το οικονομικό επιτελείο να οδηγήσει το πρωτογενές πλεόνασμα στο 5% ή και το 10% του ΑΕΠ; Ο περιορισμός της οικονομικής ελευθερίας και η κάκιστη κατανομή των πόρων θα είχαν τότε δραματικά δυσμενείς επιπτώσεις στη μεγέθυνση εν μέσω και του γενικότερου συνεπαγόμενου δραστικού περιορισμού στη συναθροιστική ζήτηση.
Με αυτά τα δεδομένα, πώς επιτυγχάνεται έστω η ετήσια ανάπτυξη 2% που δείχνει να καταγράφει η ελληνική οικονομία;
Πρόκειται για το συγκυριακό προϊόν τουριστικών εσόδων και αγορών ακινήτων από αλλοδαπούς, αλλά και το αποτέλεσμα των επιδοτήσεων που προέρχονται από τον εξωτερικό μνημονιακό δανεισμό και από τη μετατροπή υπερπλεονασμάτων σε κυβερνητική καταναλωτική δαπάνη για επιδόματα και ανειδίκευτες, μερικής απασχόλησης θέσεις απασχόλησης.
Σήμερα απαιτείται μια «πολιτική JFK» για την οικονομία. Ο πρόεδρος Κένεντι, για να αντιμετωπίσει τη χαμηλή μεγέθυνση, είχε αμέσως εφαρμόσει πρόγραμμα δραστικών φορολογικών περικοπών για την άμεση, βραχυχρόνια τόνωση της συναθροιστικής ζήτησης αλλά και την, μετέπειτα συνεπαγόμενη, επέκταση της συναθροιστικής προσφοράς – δηλαδή της παραγωγής και απασχόλησης.
Χωρίς κάτι τέτοιο, η χώρα είναι καταδικασμένη στην οικονομική στασιμότητα, με δείκτες μακροπρόθεσμης ανάπτυξης 1%, και στον δημογραφικό αφανισμό.
* Ο κ. Θοδωρής Πελαγίδης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και senior fellow στο Brookings Institute των ΗΠΑ, είναι σύμβουλος μακροοικονομίας του προέδρου της Ν.Δ.