Σε αύξηση του ΑΕΠ κατά μία ποσοστιαία μονάδα εκτιμά η Εθνική Τράπεζα ότι θα οδηγήσουν τα μέτρα που περιλαμβάνει ο προϋπολογισμός του 2020, επιβεβαιώνοντας έτσι τον αναπτυξιακό χαρακτήρα του. Προσθέτει, όμως, ότι αυτό ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα επιδεινωθεί το εξωτερικό περιβάλλον. Σε ανάλυση του κρατικού προϋπολογισμού, που δημοσίευσε χθες, η διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ αναφέρεται στις ελαφρύνσεις 1,2 δισ. ευρώ, εκ των οποίων το ήμισυ αφορά την εταιρική φορολογία. Σύμφωνα με τους μελετητές της τράπεζας, «η διεθνής εμπειρία έχει δείξει πως ο δημοσιονομικός αντίκτυπος από την εφαρμογή μέτρων που στοχεύουν στο σκέλος της προσφοράς, ενθαρρύνοντας επιχειρηματικές αποφάσεις για παραγωγή, επενδύσεις και προσλήψεις, είναι συνήθως μεγαλύτερος (κατά 30%, σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία) συγκριτικά με παρεμβάσεις που στηρίζουν μόνο τη ζήτηση».
Ωστόσο, οι αναλυτές κρατούν και μια επιφύλαξη, καθώς παρατηρούν ότι η θετική επίδραση των μέτρων αυτών περιβάλλεται και από αβεβαιότητα, καθώς εξαρτάται από τις επιχειρηματικές αποφάσεις, οι οποίες μπορεί να αλλάξουν, αν διαφοροποιηθούν οι συνθήκες. Ο προϋπολογισμός βασίζεται σε παραδοχές για ήπια βελτίωση των συνθηκών στην ευρωπαϊκή οικονομία, διατήρηση του εγχώριου οικονομικού κλίματος σε παρόμοια επίπεδα με το β΄ εξάμηνο του 2019 και διατήρηση της ήπιας θετικής τάσης στις συνθήκες ρευστότητας.
Το πιο κομβικό σημείο του προϋπολογισμού στο σκέλος των εσόδων, σύμφωνα με την ανάλυση της Εθνικής, είναι η πρόβλεψη ότι οι ελαφρύνσεις θα αντισταθμιστούν από μια σειρά μέτρων, με κυριότερη την αύξηση των ηλεκτρονικών πληρωμών. Οι αναλυτές επικαλούνται την εμπειρία του παρελθόντος, σύμφωνα με την οποία η αύξηση κατά 300% των ηλεκτρονικών πληρωμών την προηγούμενη πενταετία οδήγησε σε μέση ετήσια αύξηση των εσόδων ΦΠΑ κατά 3,4%.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, το νέο μέτρο (να πραγματοποιούνται δαπάνες ίσες με το 30% του φορολογητέου εισοδήματος με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής) φιλοδοξεί να αυξήσει τις ηλεκτρονικές πληρωμές κατά περίπου 20%-40% (5-10 δισ. ευρώ) σε σχέση με τα επίπεδα του 2019.
Ωστόσο, οι αναλυτές εκτιμούν ότι και πάλι ο αποτελεσματικός έλεγχος των πρωτογενών δαπανών θα διαδραματίσει τον πιο καίριο ρόλο για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων. Αυτές προβλέπεται να αυξηθούν μόνο κατά 1,5%, δηλαδή χαμηλότερα από το ονομαστικό ΑΕΠ (3,8%), ενώ τα φορολογικά έσοδα θα συρρικνωθούν περαιτέρω κατά 0,6% του ΑΕΠ.
Η συγκράτηση των πρωτογενών δαπανών της κεντρικής κυβέρνησης είναι ο βασικός παράγοντας και για την επίτευξη του στόχου του προϋπολογισμού του 2019. Αντίθετα, για τα φορολογικά έσοδα η ανάλυση σημειώνει ότι μόνο στον ΦΠΑ υπάρχει βελτίωση ως ποσοστό του ΑΕΠ (παρά τη μείωση σε ορισμένες κατηγορίες τροφίμων, υπηρεσιών εστίασης και ενέργειας), ενώ τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και εταιρικών κερδών αυξήθηκαν κατά ποσοστό χαμηλότερο από την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ.
«Οι μέτριες αυτές επιδόσεις», σχολιάζει η ανάλυση της ΕΤΕ, «αντανακλούν, μεταξύ άλλων, τη σχετικά αργή διεύρυνση της φορολογικής βάσης –παρά την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας και της απασχόλησης– αλλά και έναν ασθενέστερο από το αναμενόμενο ρυθμό αύξησης των συνολικών εταιρικών κερδών, καθώς ένα σημαντικό ακόμη ποσοστό επιχειρήσεων παραμένει ζημιογόνο».