Εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό που προσεγγίζουν ή ενδεχομένως ξεπερνούν ακόμα και τα 2 δισ. ευρώ έχει αποφέρει στην ελληνική αγορά ακινήτων το πρόγραμμα χορήγησης αδειών παραμονής «χρυσή βίζα», από την έναρξη ισχύος του, στα μέσα του 2014, έως σήμερα. Με βάση τα τελευταία επίσημα στοιχεία του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, με τη συμπλήρωση και του 2019 έχουν χορηγηθεί συνολικά 6.304 άδειες παραμονής σε επενδυτές εκτός Ε.Ε., οι οποίοι έχουν τοποθετήσει τουλάχιστον 250.000 ευρώ έκαστος για την απόκτηση ακινήτου. Σύμφωνα όμως με αναφορές δικηγόρων και μεσιτών που δραστηριοποιούνται στη συγκεκριμένη αγορά, η συντριπτική πλειονότητα των επενδυτών αποκτούν ακίνητα αξίας 300.000-350.000 ευρώ κατά μέσον όρο.
Κατά το 2019 εκδόθηκαν συνολικά 2.239 νέες άδειες, μια αύξηση της τάξεως του 22% έναντι των 1.833 αδειών που είχαν εκδοθεί το 2018. Επίσης, πέρυσι επιβεβαιώθηκε η κυριαρχία των Κινέζων αγοραστών κατοικιών, με το μερίδιό τους να αυξάνεται ακόμα περισσότερο σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Συγκεκριμένα, πλέον, το 70% των αδειών (4.371 επί συνόλου 6.304) έχει εκδοθεί για λογαριασμό Κινέζων αγοραστών. Το αντίστοιχο ποσοστό πριν από ένα χρόνο βρισκόταν σχεδόν στο 60% και, σύμφωνα με ειδικούς του κλάδου, εκτιμάται ότι θα αυξηθεί ακόμα περισσότερο φέτος, καθώς πλέον σχεδόν το 75%-80% των συναλλαγών που σχετίζονται με τη «χρυσή βίζα» γίνεται από Κινέζους. Μάλιστα, φορείς της αγοράς εκτιμούν ότι ο αριθμός θα μπορούσε να είναι ακόμα υψηλότερος πέρυσι, αν είχαν επιλυθεί νωρίτερα οι σημαντικές καθυστερήσεις που παρατηρήθηκαν σε σειρά υπηρεσιών της Αττικής, τουλάχιστον κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους, αναφορικά με τη διαδικασία χορήγησης των αδειών.
Τα προβλήματα περιορίστηκαν ελαφρώς, αλλά παρέμειναν τουλάχιστον μέχρι το φθινόπωρο σε ορισμένες περιπτώσεις, με την κατάσταση να εκτιμάται ότι άρχισε να ομαλοποιείται κατά τη διάρκεια του τελευταίου διμήνου. Ενας ακόμα λόγος που είχε ως αποτέλεσμα τη «χλιαρή» πορεία του προγράμματος κατά τους πρώτους μήνες του 2019 ήταν και τα «απόνερα» που προκάλεσε στην αγορά η υπόθεση της εταιρείας Destiny του πρώην αντιπροέδρου της Jumbo, κ. Παπαευαγγέλου, που δημιούργησε μια επιφυλακτικότητα σε μερίδα επενδυτών, η οποία στη συνέχεια ξεπεράστηκε.
Αυτό που είναι σαφές είναι ότι το 2020 αναμένεται ένα ακόμα έτος ανοδικής πορείας του προγράμματος, καθώς η χώρα βρίσκεται πλέον σε τροχιά οικονομικής ανάπτυξης, ενώ και οι προσδοκίες για περαιτέρω αύξηση των τιμών έχουν προσελκύσει νέους επενδυτές. Σύμφωνα μάλιστα με στελέχη της αγοράς ακινήτων, το ακόμα θετικότερο είναι ότι οι νέοι αυτοί επενδυτές έχουν και διαφορετικά χαρακτηριστικά, δηλαδή είναι άνθρωποι με πιο μακροπρόθεσμο επενδυτικό ορίζοντα συγκριτικά με την πρώτη «γενιά» επενδυτών, οι οποίοι επιδίωκαν να αποκτήσουν φθηνά ακίνητα, τοποθετώντας τα χρήματά τους σε μια αγορά υψηλού ρίσκου, με την προσδοκία των υψηλών μελλοντικών υπεραξιών. Στο πλαίσιο αυτό, έχουν ήδη αρχίσει να καταγράφονται επενδύσεις από ξένους αγοραστές με έντονα αναπτυξιακό χαρακτήρα, καθώς δρομολογούνται ανακατασκευές κτιρίων, που στη συνέχεια θα μεταπωληθούν σε επενδυτές που ενδιαφέρονται να λάβουν άδεια παραμονής.
Η τάση αυτή είχε καταγραφεί και τα προηγούμενα χρόνια, αλλά σε ακίνητα χαμηλών προδιαγραφών. Σήμερα, αρκετές νέες επενδύσεις εντοπίζονται σε ακριβότερες περιοχές, όπως π.χ. στα νότια προάστια της Αττικής και στα νησιά των Κυκλάδων.