Είναι γεγονός ότι ένα από τα βασικότερα και θεμελιώδη μακροοικονομικά μεγέθη σε μία οικονομία είναι ο πληθωρισμός, που αντιστοιχεί στη διαχρονική αύξηση των τιμών αγαθών και υπηρεσιών και ουσιαστικά αντικατοπτρίζει την εξέλιξη μιας οικονομίας μέσω της ενεργούς ζήτησης.
Στην ελληνική οικονομία βέβαια και ιδίως στα χρόνια της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων, τα πράγματα έχουν αντιστραφεί, με αποτέλεσμα να παρατηρούμε αρνητικό πληθωρισμό, καθώς και αρνητικά επιτόκια, δύο μεγέθη που σχετίζονται άμεσα με την ανάπτυξη και τη μεταβολή του ΑΕΠ και υποδηλώνουν τη στασιμότητα της οικονομίας.
Ακόμη και το τρέχον έτος, οπότε υποτίθεται ότι η χώρα έχει εξέλθει των μνημονίων και επανέρχεται στην κανονικότητα, ο πληθωρισμός παραμένει αρνητικός και έτσι πιθανότατα να εξελιχθεί το οικονομικό έτος, καθώς η ανεπαρκής ζήτηση καθηλώνει τις τιμές και κατά συνέπεια τα έσοδα και τα ρευστά διαθέσιμα των νοικοκυριών.
Τα αρνητικά επιτόκια, που έχει πρωτίστως εφαρμόσει η ΕΚΤ και τείνουν να καθιερωθούν και στις εμπορικές συστημικές τράπεζες, αποτελούν εδώ και καιρό την ύστατη λύση για τη χρηματοδότηση της οικονομίας μέσω φθηνού δανεισμού, ώστε να μη διακρατείται το χρήμα σε λογαριασμούς όψεως, αλλά να διοχετεύεται άμεσα μέσω του τραπεζικού συστήματος στην πραγματική οικονομία.
Παρ’ όλα αυτά, το μέτρο αυτό έχει φθάσει στα όριά του, εξαντλώντας και τη μείωση των αποδόσεων στα κρατικά ομόλογα, καθώς όσο η ανταγωνιστικότητα και η παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας παραμένουν ανίσχυρες, τόσο η ζήτηση θα μειώνεται με αποτέλεσμα την πτώση του πληθωρισμού.
Εκτός αυτού, οι διεθνείς μακροοικονομικοί παράγοντες δεν βοηθούν, προς το παρόν, σε ένα ανοδικό κύμα του πληθωρισμού, καθώς οι μειωμένες τιμές πετρελαίου τον αποκλιμακώνουν, ενώ η ανασφάλεια από τη μείωση στη ροή του διεθνούς εμπορίου, λόγω του δασμολογικού πολέμου ΗΠΑ και Κίνας, δημιουργεί πιέσεις στη ζήτηση των οικονομιών της Ε.Ε. και πολύ περισσότερο στην ελληνική, που δεν έχει βαριά βιομηχανία να αντιτάξει, αλλά ούτε και υπηρεσίες ικανές να κάνουν τη διαφορά στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Επίσης στην εγχώρια οικονομία, ναι μεν υπάρχουν ήδη θετικές παρεμβάσεις από την κυβέρνηση στη μείωση του ΦΠΑ, καθώς και του ΕΝΦΙΑ μεσοσταθμικά, αλλά τα μέτρα αυτά βραχυπρόθεσμα απομειώνουν τις συνολικές τιμές και αξίες και άρα πιέζουν προς τα κάτω τον πληθωρισμό, μέχρι να λειτουργήσει ο νόμος της ζήτησης και να αποδώσουν σε βάθος τουλάχιστον ενός δημοσιονομικού έτους, όπου αναμένουμε όντως μια αυξητική τάση, που θα μετριάσει έτσι και τους επώδυνους διεθνείς αστάθμητους παράγοντες.
Να τονίσουμε σε αυτό το σημείο ότι το βασικό στοιχείο που αποδυναμώνει τον πληθωρισμό είναι το λεγόμενο παραγωγικό κενό, δηλαδή η διαφορά του παραγωγικού από το δυνητικό ΑΕΠ, που πρέπει άμεσα να καλυφθεί με παραγωγικές επενδύσεις.
Συμπερασματικά, θα λέγαμε πως η οικονομία χρειάζεται ταυτόχρονα μέτρα διαρθρωτικά και στοχευμένα ανά βιομηχανικό κλάδο, ώστε να προκαλέσει ενίσχυση της ζήτησης, η οποία θα μπορεί να απορροφήσει την προσφορά και να δημιουργήσει έτσι και τα αντίστοιχα πλεονάσματα, τα οποία θα κατευθυνθούν στην εξαγωγική δραστηριότητα, προκαλώντας έτσι άνοδο του πληθωρισμού, αναθέρμανση της οικονομίας και σταδιακή αύξηση των επιτοκίων δανεισμού.
Σε κάθε περίπτωση, η πορεία δεν θα είναι εύκολη, ούτε γραμμική, με αποτέλεσμα να απαιτούνται κατά καιρούς πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα για την ώθηση της ελληνικής οικονομίας και τη μείωση του τεράστιου δημοσίου χρέους, μέσω της αυξημένης ζήτησης και της θετικής μεταβολής του ΑΕΠ.
* Ο κ. Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός.