Σε δυσχερή θέση έχει περιέλθει ο κλάδος των ιχθυοκαλλιεργειών. Οι εγχώριες εταιρείες μετρούν απώλειες οι οποίες υπολογίζεται ότι φτάνουν το 1,8 εκατ. ευρώ εβδομαδιαίως, με την πρόβλεψη ότι θα είναι ακόμη μεγαλύτερες το επόμενο διάστημα. Η δραστική μείωση των εξαγωγών προς την Ιταλία, τον κύριο προορισμό μέχρι πρότινος για τα ελληνικά ψάρια, αλλά σταδιακά και η υποχώρηση των εξαγωγών προς τις άλλες μεγάλες αγορές του κλάδου, όπως είναι η Ισπανία και η Γαλλία, θέτουν ακόμη και θέμα επιβίωσης για ορισμένες εταιρείες, που πλέον δεν λαμβάνουν καθόλου παραγγελίες από το εξωτερικό.
Η εξαιρετικά αυτή δυσμενής εξέλιξη έρχεται σε μια κρίσιμη καμπή για τον πολύπαθο εδώ και περίπου μία δεκαετία κλάδο των ιχθυοκαλλιεργειών, έναν κλάδο που ταλαιπωρήθηκε ήδη από την υπερχρέωση, τις πολύ χαμηλές τιμές, ειδικά την τελευταία διετία, και τον ανταγωνισμό –στην ουσία άνισο– από την Τουρκία. Και μπορεί πλέον η «Σελόντα» και η «Νηρεύς» να βρίσκονται στο σχετικά ασφαλές καταφύγιο του ομίλου «Ανδρομέδα» και της στήριξης από τα funds Amerra και Mubadala, δεν ισχύει όμως το ίδιο για δεκάδες άλλες εταιρείες του κλάδου, οι οποίες είναι άγνωστο εάν θα υπάρχουν πια όταν περάσει η πρωτοφανής κρίση του κορωνοϊού.
Για ποιο λόγο ο κλάδος των ελληνικών ιχθυοκαλλιεργειών, ένας κλάδος που η αξία των πωλήσεών του σε ετήσια βάση υπερβαίνει το μισό δισεκατομμύριο ευρώ, βρίσκεται στη δίνη αυτής της κρίσης; Διότι το μεγαλύτερο πλεονέκτημά του μέχρι τις αρχές του έτους, και βασικό ζητούμενο για πολλούς ακόμη κλάδους της ελληνικής οικονομίας, η εξωστρέφεια δηλαδή, μετατρέπεται στο μεγαλύτερο μειονέκτημά του. Το 80% της ελληνικής παραγωγής ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας εξάγεται, με τους κυριότερους προορισμούς αυτών να είναι κυρίως χώρες εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης και κάποιες άλλες τρίτες χώρες, με πιο σημαντικές τις ΗΠΑ.
Πιο συγκεκριμένα, η μεγαλύτερη αγορά για τα ελληνικά ψάρια είναι η Ιταλία, η χώρα που έχει χτυπηθεί περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη από την πανδημία του κορωνοϊού. Το 2019 οι εξαγωγές ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας από την Ελλάδα στην Ιταλία ήταν 42.000 τόνοι, αξίας 200 εκατ. ευρώ, με περίπου το 50% των πωλήσεων να κατευθύνεται στο κανάλι της μαζικής εστίασης. Το δυστύχημα είναι ότι η μείωση των παραγγελιών από την Ιταλία ξεκίνησε ήδη από τα τέλη Ιανουαρίου, πριν δηλαδή εμφανισθούν κρούσματα κορωνοϊού στη χώρα. Ο λόγος; Η απουσία τουριστών από Κίνα και Ιαπωνία, όπου ήδη είχε εμφανισθεί η επιδημία, καθώς και η αποφυγή και αρκετών άλλων καταναλωτών των εστιατορίων κινεζικής και ιαπωνικής κουζίνας. Τα εστιατόρια αυτού του είδους στην Ιταλία χρησιμοποιούν σε πολύ μεγάλο βαθμό ελληνικά ψάρια, με το λαβράκι να αποτελεί βασικό συστατικό για την παρασκευή σούσι στη γείτονα. Τα όσα ακολούθησαν στην Ιταλία οδήγησαν ακόμη και σε ακύρωση παραγγελιών που είχαν γίνει και ενώ τα ψάρια είχαν αφαιρεθεί από τους κλωβούς και ήταν έτοιμα προς φόρτωση.
Η Ισπανία αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή αγορά για τα ψάρια ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας, καθώς απορροφά σχεδόν το 12,6% της ελληνικής παραγωγής και αντιπροσωπεύει το 15,5% των συνολικών εξαγωγών ελληνικής τσιπούρας και λαβρακίου, ενώ στη Γαλλία γίνεται περίπου το 12% των ελληνικών εξαγωγών.
Η απαγόρευση που επέβαλε η κυβέρνηση των ΗΠΑ στις πτήσεις από Ευρωπαϊκή Ενωση δημιουργεί ένα ακόμη πρόβλημα: Ο πιο σύντομος τρόπος να φτάσουν τα ελληνικά ψάρια στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού είναι η Turkish Airlines. Η τελευταία, όμως, επιβάλλει υπερβολικά υψηλούς ναύλους, 6 ευρώ / κιλό, αντί για 2,5 ευρώ / κιλό που πλήρωναν οι ελληνικές εταιρείες, καθιστώντας ουσιαστικά τις εξαγωγές απαγορευτικές.
«Εάν επιχειρήσεις να πουλήσεις πάνω από το κόστος, δεν θα τα αγοράσει κανείς. Εάν πουλήσεις κάτω από το κόστος, θα είναι αυτοκτονία», δήλωσε χαρακτηριστικά στην «Κ» παράγοντας του κλάδου, περιγράφοντας στην ουσία μια αδιέξοδη κατάσταση.
Το πρόβλημα έχει τρεις ακόμη διαστάσεις: Οι πελάτες των εταιρειών, κυρίως από Ιταλία, έχουν καθυστερήσει τις πληρωμές, το κόστος εκτροφής των ψαριών αυξάνεται, καθώς αυτά παραμένουν για μεγαλύτερο χρόνο στους κλωβούς, ενώ εάν παραταθεί η μείωση των εξαλιεύσεων (δηλαδή η αφαίρεση των ψαριών από τους κλωβούς για να οδηγηθούν στην κατανάλωση) και συνεχισθεί έως τους θερινούς μήνες, τότε θα χρειαστεί περισσότερος χώρος για τη διαχείριση των ιχθύων. Αξίζει να σημειωθεί αφενός ότι οι ιχθυοτροφές αποτελούν περίπου το 65% του κόστους εκτροφής των ψαριών και αφετέρου ότι το καλοκαίρι ο πληθυσμός τους αυξάνεται με ταχύτερους ρυθμούς. Κάποιες από τις μεγάλες εταιρείες διαθέτουν καθετοποιημένη παραγωγή και παράγουν ιχθυοτροφές, αυτό όμως δεν ισχύει για τις δεκάδες μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις ιχθυοκαλλιέργειας. Συνολικά στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται στον κλάδο περί τις 63 επιχειρήσεις με 320 μονάδες εκτροφής, ενώ οι άμεσες και έμμεσες θέσεις εργασίας αγγίζουν τις 12.000.
Μια άλλη συνέπεια, τέλος, μεσομακροπρόθεσμη ίσως, αλλά ιδιαιτέρως σημαντική για τον κλάδο από την εξάπλωση του κορωνοϊού, είναι το πιθανό «πάγωμα» επενδύσεων.
Οι θεσμικοί φορείς του κλάδου στην Ελλάδα έχουν ζητήσει από την κυβέρνηση τη λήψη μέτρων, τα οποία ξεκινούν, σύμφωνα με πληροφορίες, από το αίτημα για την ένταξη των εταιρειών ιχθυοκαλλιέργειας στα οριζόντια μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων που έχουν ήδη ανακοινωθεί, έως πιο ειδικά μέτρα, όπως η πρόβλεψη για χορήγηση αποζημιώσεων σε εταιρείες υδατοκαλλιέργειας για λόγους δημόσιας υγείας. Εως τώρα, αποζημιώσεις στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος Αλιείας προβλέπονταν σε περίπτωση περιβαλλοντικών ατυχημάτων. Η προσθήκη των λόγων δημόσιας υγείας έχει προταθεί, σημειωτέον, και από την Κομισιόν και από το Ευρωκοινοβούλιο.