Άχαρη δουλειά να προφυλάσσεις την κοινωνία από σπάνιες καταστροφές. Όσο καλύτερα τα πας, τόσο πιο άχρηστη φαίνεται στην κοινωνία η ύπαρξη σου.
Μα χρειάζονται τέτοια έξοδα για πυροπροστασία, για αντισεισμικά μέτρα, για άκουσον άκουσον, επιδημιολόγους; Όταν το κακό συμβεί όμως, όση προετοιμασία και να έγινε, φαίνεται ανεπαρκής. Η κατάρα του προστάτη, του ανθρώπου που είναι καταδικασμένος-ότι-και-να-κάνει, είναι σημαντικό πρόβλημα για τις δημοκρατίες. Όσοι ηγέτες δεν κάνουν τίποτα για να προλάβουν καταστροφές, αλλά υπεραντιδρούν μετά, κερδίζουν εκλογές (ειδικά αν δωροδοκήσουν τα θύματα, όπως βρίσκει μελέτη των Healy & Malhotra). Όσοι ξοδεύουν πόρους και αποτρέπουν καταστροφές, τιμωρούνται εκλογικά.
Συμφέρει λοιπόν τους κυβερνώντες να αγνοούν τους κινδύνους πριν συμβεί η καταστροφή, αλλά να υπεραντιδρούν όταν έρθει, παριστάνοντας τους ευαίσθητους. Επιβραβεύουμε φαύλους πολιτικούς και τιμωρούμε προνοητικούς γιατί η πρόληψη κοστίζει, σε χρήμα, σε ελευθερίες (δεν μπορείς να χτίσεις εκεί), ακόμα και σε περιβαλλοντική καταστροφή (βλ αντιπυρικές ζώνες). Αλλά η πρόληψη χρειάζεται, ακόμα κι αν δεν μας είναι προφανές το γιατί, ακόμα κι αν η καταστροφή δεν συμβεί τελικά. Η καταστροφή που μας απειλεί τώρα είναι δυνάμει ασύλληπτη.
Δεν σπέρνω πανικό, απλά κατανοώντας τι κακό αποτρέπουμε, συνειδητοποιούμε πόση πρόληψη χρειάζεται, τι είδους «μέτρα». Ενώ όμως οι κυβερνώντες (παγκοσμίως!) πριν την κρίση έμεναν μάλλον αδρανείς, ώστε να μην κατηγορηθούν ότι προκάλεσαν αναίτια ζημιά, αφότου ξεκινήσει το κακό έχουν κίνητρα να το παρακάνουν (απευχόμενοι συγκρίσεις με τον do-nothing-Hoover, που στεκόταν φαινομενικά άπραγος όσο εξαπλωνόταν η καταστροφή του 1929).
Για να αποφύγουν την ταμπέλα του αδιάφορου, οδηγούμαστε σε υπερβολικά, δρακόντια μέτρα, όχι μόνο προκαλώντας ζημιά αλλά και παραμελώντας διακριτικές, αποτελεσματικότερες μεθόδους.
Σκεφτείτε το φρικτό δίλημμα που αντιμετωπίζει η χώρα μας. Κλειστήκαμε στα σπίτια μας, με μεγάλο κόστος, οικονομικό, προσωπικό, ακόμα και αισθητικό.
Η εναλλακτική ήταν όμως να αφήσουμε μια επιδημία να οργιάζει, σκοτώνοντας αγαπημένους μας. Δυστυχώς το δίλημμα έως το καλοκαίρι δεν εξαφανίζεται, επιδεινώνεται.
Είμαστε σε ιδιαίτερα δυσάρεστη θέση: πουλάμε προϊόν που κανείς δεν θέλει να αγοράσει (τουρισμό) και χρειαζόμαστε πράγματα που κανείς δεν μπορεί/θέλει να διαθέσει (αναπνευστήρες, μάσκες, φάρμακα). Ερχόμαστε μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης. Με ανοιχτά σύνορα στον τουρισμό (για όποιον ορέγεται ταξίδια, π.χ. τα εκατομμύρια ανανηψάντων από χώρες που χτυπήθηκαν βαριά) η χώρα μας θα κινδυνεύσει από νέα κρούσματα. Με κλειστά σύνορα όμως χάνονται έως και ένα δις ευρώ την εβδομάδα. Στο χειρότερο σενάριο που χαθεί όλο το καλοκαίρι, καίμε άμεσες εισπράξεις έως και 19 δις ευρώ έναντι του 2019. Συγκρίνετε με εθνικό εισόδημα περίπου 200 δις. Θα αντιμετωπίζαμε ύφεση χειρότερη του 2011.
Η πληγή τόσο βαθιάς ύφεσης, όπως δυστυχώς μάθαμε, δεν είναι απλά λογιστική. Θα προκαλούσε εκτόξευση ανεργίας — μαγαζάκια, ξενοδοχεία, ακτοπλοϊκές και αεροπορικές θα φλέρταραν με χρεωκοπία. Φυσικά, η οικονομία αφορά άπαντες: το έγκλημα ανεβαίνει (βλ ‘Εγκλημα και Ατιμωησία, Καθημερινή, 26.11.2017), οι δρόμοι φθείρονται επικίνδυνα, στερεύουν πόροι ακόμα και για φάρμακα/εμβόλια εναντίον του ιού (όταν ανακαλυφθούν).
Άλλωστε και η ίδια η καραντίνα κοστίζει στην υγεία. Το χειρότερο; Και με κλειστά τα σύνορα, απίθανο να εξαλειφθεί εντελώς ο ιός στην χώρα, ο κίνδυνος θα ξανάρθει. Θυμάστε πώς βρεθήκαμε εντός εβδομάδων, από μηδενικά κρούσματα σε καραντίνα. Αφού ο πληθυσμός, σύμφωνα με το εθνικό σχέδιο, δεν αποκτά ευρεία ανοσία, σε αντίθεση με άλλες χώρες, τι μας λέει ότι κάποιες βδομάδες μετά την άρση των μέτρων δεν θα ξαναχρειαστεί δεύτερη καραντίνα; Τρίτη;
Η σκληρή πολιτική που ακολουθούμε είναι prima facie ελκυστικότατη, γιατί μειώνει τα άμεσα περιστατικά, αλλά μήπως είναι ψαθυρή; Πόσα περιστατικά γλυτώνουμε διαχρονικά, υποθέτοντας ότι δεν αντέχουμε διαρκή καραντίνα;
Χαιρόμαστε που για μια φορά δεν πατώσαμε πανευρωπαϊκά, διεθνή ΜΜΕ διατυμπανίζουν τις επιτυχίες στην κατάπνιξη της επιδημίας και όντως η ταχύτητα και αποφασιστικότητα του κράτους αξίζει έπαινο. Αλλά δεδομένου ότι τα εμβόλια θα χρειαστούν 12-18 μήνες, υπάρχει τρόπος να αποφύγουμε τον πόνο πλήρως, ή απλά τον κατανέμουμε μεταξύ του τώρα και του μετά, με τον κίνδυνο για ανορθολογική ανυπομονησία (present bias) που ελλοχεύει;
Το γεγονός ότι δεν μεταδόθηκε πολύ ο ιός ακόμα, τόσες θέσεις εντατικής έμειναν άδειες, μήπως σημαίνει ότι απλά μεταθέτουμε την οδυνηρή κορύφωση στο μέλλον; Και ταυτόχρονα αποκλίνουμε από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες που θα κάνει ολοένα δυσκολότερες τις εμπορικές και τουριστικές συναλλαγές, με προφανείς επιπτώσεις.
Δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις – καθόλου δεν ζηλεύω όσους καλούνται να βρουν μια. Δύο βασικές αρχές προτείνω. Απ’την μία, μην περιμένουμε να χαθεί κάτι για να καταλάβουμε πόσο άξιζε. Η κούραση μας με τα μέτρα θα δυναμώνει την ίδια ώρα που τα κρούσματα θα πέφτουν, αλλά ας θυμόμαστε τι μας απειλεί (η δύσμοιρη Ιταλία μας προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες ως το παράδειγμα προς αποφυγίν που υπήρξαμε εμείς στην κρίση του 2008).
Απ’την άλλη όμως, προσοχή, μην αμελούμε τις αφανείς ζημιές των μέτρων! Αντιμετωπίζουμε την καραντίνα σαν στρατιωτικό νόμο («μένουμε σπίτι»), αντί μέτρου αποστασιοποίησης («αποφεύγουμε τους άλλους»). Ας με συγχωρήσουν οι προστάτες της δημόσιας υγείας, δεν βλέπω γιατί στριμωχνόμαστε για άθληση σε πεζοδρομιάκια της γειτονιάς (με τους κινδύνους που πιθανόν συνεπάγεται, αν αερομεταφέρεται ο ιός), αλλά κλειδαμπαρώνουμε τα πιο ευρύχωρα πάρκα και βουνά (κυρίως ανοιχτά σε Γερμανία, Βρετανία).
Γιατί πρόστιμα σε μοναχικούς καβαλάρηδες στις λεωφόρους, αλλά ανοχή σε παρεούλες σε πεζοδρόμια ή παιδάκια που συγχρωτίζονται στην πιλοτή (κατανοώ ότι πιο εύκολα τιμωρείς το πρώτο απ’το δεύτερο, αλλά γιατί να το τιμωρείς; Και ναι αγαπάμε τα παιδάκια, αλλά έχουν δυνάμει ευπαθείς γονείς!).
Η «συμπεριφορική κούραση», κακοποιηθήσα άτεχνα στην Αγγλία, είναι υπαρκτή και ισχυρή στην Ελλάδα. Εύκολα ενθουσιαζόμαστε, ευκολότερα βαριόμαστε. Αν ακολουθείς υπερβολικά μέτρα, όταν έρθει η ώρα για πραγματική σκληρότητα έχεις χάσει τον έλεγχο. Οι πολίτες προσπαθούμε (εντυπωσιακά ίσως) να αλλάξουμε χαρακτήρα αλλά το ίδιο πρέπει και οι κυβερνήτες: καιρός να αποτινάξει το ελληνικό κράτος την κατάρα του μαξιμαλισμού που οδηγεί στην αυθαιρεσία. Η υπομονή είναι ένα απόθεμα που μπορεί να εξαντληθεί. Ας διατηρήσουμε λίγο για τις δύσκολες μέρες που έρχονται.
Δύο ιστορίες που εικονογραφούν την «κατάρα του προστάτη»:
Ι) Ας ξεχάσουμε λίγο τις τωρινές σκοτούρες, επιστρέφοντας σε κάτι που μοιάζει να συνέβη αιώνες πριν, τον ανέμελο περασμένο Αύγουστο. Κι ομως, στις 12 Αυγούστου, στις 3:30 τα ξημερώματα, φρικτό θέαμα περίμενε όποιον τύχαινε ξύπνιος και κοίταζε προς τον Υμηττό. Η κορυφογραμμή του βουνού στην Καισαριανή κατακαιγότανε, μακρύ κόκκινο φίδι που έβγαζε απαίσιους καπνούς. Ξενυχτήσαμε κοιτάζοντας το βουνό, με τον φόβο ότι η πυρκαγιά θα ξεχυθεί προς τα κάτω, καταστρέφοντας έναν πράσινο παράδεισο λίγα χιλιόμετρα από το κέντρο της τσιμεντούπολης. Όσοι όμως ξύπνησαν το πρωί στην Αθήνα και αντίκρισαν το (ακόμα) καταπράσινο βουνό, οριακά κατάλαβαν ότι κάτι φοβερά κακό πήγε να συμβεί, αν το κατάλαβαν καν.
Δεν έχετε ακούσει την ιστορία, γιατί τελικά το κακό απλά δεν συνέβη. Όχι επειδή δεν ήταν πραγματική απειλή, αλλά επειδή σταθήκαμε τυχεροί και βέβαια κάποιοι γενναίοι πυροσβέστες δούλεψαν ξέφρενα όλη νύχτα για να μην γίνει η απειλή εφιάλτης. Αυτή είναι η κατάρα του προστάτη . Όταν κάνει καλά την δουλειά του, δεν το συνειδητοποιεί κανείς. Κανείς δεν επιβράβευσε τους ανθρώπους που έκαναν όλη αυτή την δουλειά για να κοιμόμαστε ήσυχοι.
Η ιστορία διδάσκει να κρίνουμε τις καταστάσεις όχι εκ των υστέρων, αλλά εκ των προτέρων. Μετράμε τι δυναμικό έχει η απειλή να καταστρέψει αυτά που αγαπάμε, όχι τι καταστρέφει τελικά. Και αν η καταστροφή είναι δυνάμει μεγάλη, μεγάλη προσπάθεια δικαιολογείται για να την αποφύγουμε, ακόμα και ιδιαιτέρως επίπονη.
ΙΙ)Κατά το 1970 στις ΗΠΑ φοβόντουσαν την εξάπλωση της γρίππης των χοίρων. Ένα εμβόλιο παράχθηκε στα γρήγορα, παραβιάζοντας διάφορα πρωτόκολλα ασφαλείας. 46 εκατομμύρια άνθρωποι έλαβαν το εμβόλιο, η επιδημία δεν συνέβη ποτέ, αλλά 450 άτομα έπαθαν σύνδρομο παράλυσης Guillain-Barre. Οι υπεύθυνοι, που πήγαν να κάνουν καλό, έχουν γραφτεί στα μαύρα κατάστιχα της ιατρικής ιστορίας.
*Ο Σωτήρης Γεωργανάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικών στο City, Πανεπιστήμιο του Λονδίνου