H έκτακτη αξιολόγηση της Fitch για την Ελλάδα αργά το βράδυ της Πέμπτης (σε αντίθεση με τις προγραμματισμένες αξιολογήσεις των S&P και DBRS για το βράδυ της Παρασκευής), αν και αιφνιδίασε την αγορά δεν προκάλεσε αναταραχή στα ελληνικά ομόλογα. Αυτό υποδηλώνει πως η κίνηση του οίκου αφενός δεν αποτέλεσε ένα αρνητικό «σήμα» και αφετέρου οι επενδυτές «μετέφρασαν» την υποβάθμιση των προοπτικών της Ελλάδας σε «σταθερές» από «θετικές» στην οποία προχώρησε, ως ένα «αναγκαίο κακό» εν μέσω του σοκ που έχει χτυπήσει τις οικονομίες διεθνώς λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, και όχι ως ένα ειδικό μήνυμα για την κατάσταση της χώρας.
Αλλωστε αυτό το επιβεβαιώνει στην «Κ» και ο επικεφαλής αναλυτής του οίκου για την Ελλάδα, Μικέλ Ναπολιτάνο, ο οποίος μαζί με την ομάδα του υπογράφουν την έκθεση της Πέμπτης. «Η κίνησή μας δεν είναι μία κίνηση που αφορά ειδικά την Ελλάδα. Την περασμένη εβδομάδα συνεδρίασε η επιτροπή αξιολογήσεων της Fitch και κοιτάξαμε όλες τις χώρες που έχουν αυτή τη στιγμή θετική αξιολόγηση για να δούμε εάν δικαιολογείται, δεδομένης της επιδείνωσης των οικονομικών συνθηκών. Το σημείο εκκίνησης για εμάς ήταν το ότι η διεθνής οικονομία είναι αντιμέτωπη με ένα πρωτοφανές σοκ. Η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα για την οποία αναθεωρήσαμε εκτάκτως τις προοπτικές. Ανάλογες κινήσεις κάναμε, για παράδειγμα, και σε Πορτογαλία και Μάλτα». Οι προοπτικές της Ελλάδας έχουν αλλάξει δραματικά από τον Ιανουάριο όπου ο οίκος αναβάθμισε σε ΒΒ την πιστοληπτική της αξιολόγηση με θετικές προοπτικές και η Fitch συνεχίζει να βαθμολογεί την Ελλάδα υψηλότερα από όλους τους άλλους οίκους (Moody’s, S&P, DBRS).
Πράγματι, αν συγκρίνει κανείς την κατάσταση στην οποία βρισκόταν η χώρα πριν από τρεις μήνες, δεν θυμίζει τίποτα με το «σήμερα». Η Ελλάδα όδευε προς την υψηλότερη ανάπτυξη στην Ευρωζώνη φέτος, και πλέον εκτιμάται πως πιθανότατα θα σημειώσει τη βαθύτερη ύφεση, με τις εκτιμήσεις των αναλυτών να την τοποθετούν στο 8% έως και 15%. Οι αναλυτές ανέμεναν ευρέως ότι το 2020 θα είναι ένα έτος «πολλαπλών αναβαθμίσεων» της χώρας και έως τα μέσα του 2021 η επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας ήταν εφικτή. Και μετά ήρθε η πανδημία…
Οπως τονίζει ο κ. Ναπολιτάνο, σημαντικό μέρος της ανάκαμψης της οικονομίας στηρίζεται στον τουρισμό, και αυτή τη στιγμή υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα γύρω από τον κλάδο. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που θεωρεί ότι οι προοπτικές της Ελλάδας δεν θα μπορούσαν να παραμείνουν θετικές, κάτι που θα μεταφραζόταν από την αγορά ότι είναι πιθανή μία αναβάθμιση στους επόμενους μήνες.
«Λόγω της πανδημίας και των επιπτώσεών της στην οικονομία, είναι εξαιρετικά απίθανο να προχωρήσουμε σε αναβάθμιση της Ελλάδας στους επόμενους 6-9 μήνες, και αυτός είναι ο βασικός λόγος πίσω από την έκτακτη αναθεώρηση στην οποία προχωρήσαμε», προσθέτει ο κ. Ναπολιτάνο. «Εχουμε μια προληπτική προσέγγιση σε ό,τι αφορά τις αξιολογήσεις μας και δεν αισθανόμασταν “άνετα” αυτή την περίοδο να έχουμε μια θετική προοπτική για την Ελλάδα». Σε γενικές γραμμές, είναι ξεκάθαρο πάντως πως δεν υπάρχουν περιθώρια αναβαθμίσεων για καμία χώρα αυτή τη στιγμή.
Προσπαθώντας να υπογραμμίσει περαιτέρω πως η Ελλάδα… «δεν φταίει» για αυτήν την υποβάθμιση ουσιαστικά, ο κ. Ναπολιτάνο εξηγεί πως είναι κατανοητό ότι δεν αποτελεί καλή είδηση όταν μία χώρα βλέπει τις προοπτικές της να υποβαθμίζονται. «Ωστόσο, η αναθεώρηση σε σταθερές από θετικές, είναι η πιο ήπια κίνηση που μπορούσαμε να κάνουμε», τονίζει ξεκαθαρίζοντας πως οι σταθερές προοπτικές υποδηλώνουν πως δεν υπάρχουν σημαντικές ανοδικές ή καθοδικές πιέσεις για τη βαθμολογία της Ελλάδας. Απλά ο οίκος επέλεξε να πάρει λίγο χρόνο να αξιολογήσει την κατάσταση και να δει πώς θα εξελιχθεί η κρίση της πανδημίας. «Η αξιολόγηση ΒΒ της Ελλάδας δεν κινδυνεύει», υπογράμμισε χαρακτηριστικά. Σημειώνεται πως η επόμενη προγραμματισμένη αξιολόγηση της Ελλάδας από τη Fitch είναι στις 24 Ιουλίου.
Εκτίμηση για ύφεση 8,1% φέτος και ανάπτυξη 5,1% το 2021
Η Fitch προβλέπει ύφεση 8,1% φέτος (από ανάπτυξη 2,5% που προέβλεπε τον Ιανουάριο), λόγω των απαραίτητων περιοριστικών μέτρων της κυβέρνησης, της παγκόσμιας ύφεσης και της απότομης πτώσης των εσόδων του τουρισμού. Παράλληλα, αναμένει ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας από το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, ενώ τοποθετεί την ανάπτυξη το 2021 στο 5,1%. Η έκταση της πτώσης του ΑΕΠ και η επακόλουθη ανάκαμψη είναι ωστόσο εξαιρετικά αβέβαια μεγέθη, επισημαίνει ο οίκος. Οι κίνδυνοι περαιτέρω επιδείνωσης των οικονομικών δεδομένων πέραν των συγκεκριμένων προβλέψεων είναι υπαρκτοί και έχουν να κάνουν με την έκταση και τη διάρκεια της πανδημίας του κορωνοϊού, με μία παρατεταμένη περίοδο επιβολής των περιοριστικών μέτρων ή ένα δεύτερο κύμα εξάπλωσης του ιού.
Ο οίκος εκτιμά πως η αύξηση του δανεισμού θα οδηγήσει τον δείκτη του ελληνικού χρέους από 176,6% το 2019, στο 194,8% το 2020, με την προϋπόθεση ότι η κυβέρνηση θα κάνει χρήση άνω του ενός τετάρτου του μεγάλου «μαξιλαριού» ρευστότητας (10 δισ. ευρώ ή 5,8% του εκτιμώμενου ΑΕΠ), ενώ εάν το σύνολο του επιπλέον δανεισμού που προβλέπεται φέτος καλυφθεί από αύξηση των εκδόσεων νέων ομολόγων, ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ θα μπορούσε να ξεπεράσει το 200%.
Ωστόσο, ενώ το χρέος είναι και θα παραμείνει πολύ υψηλό για μια παρατεταμένη περίοδο, η Fitch δεν ανησυχεί για τη βιωσιμότητά του και προβλέπει ότι ο δείκτης θα αρχίσει να μειώνεται ξανά το 2021. Το «μαξιλάρι» ρευστότητας είναι περισσότερο από επαρκές για να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες χρηματοδότησης για το 2020 και το 2021, ενώ το ευνοϊκό προφίλ του ελληνικού χρέους σημαίνει ότι το κόστος εξυπηρέτησης είναι χαμηλό. Επιπλέον, η συμμετοχή της Ελλάδας στο νέο QE πανδημίας της ΕΚΤ, σημαίνει πως η κεντρική τράπεζα θα αγοράσει έως και 16 δισ. ευρώ (περίπου 9,3% του προβλεπόμενου ΑΕΠ) ελληνικά ομόλογα στη δευτερογενή αγορά, προφέροντας έτσι μια επιπλέον πηγή ευελιξίας στη χρηματοδότηση των αναγκών της χώρας.