Συνεχίζεται η στρατηγική ενίσχυσης των ταμειακών διαθεσίμων από την κυβέρνηση έτσι ώστε να χρηματοδοτήσει τα μέτρα στήριξης της οικονομίας και των επιχειρήσεων, με στόχο (και) να αποφύγει ή έστω να καθυστερήσει την προσφυγή στην πιστωτική γραμμή του ESM. Ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους «βάζει μπρος» από αυτή την εβδομάδα την αύξηση του ύψους των εκδόσεων των εντόκων γραμματίων, κάτι που, όπως έχει αναφέρει η «Κ», αποτελεί μέρος της νέας στρατηγικής του οικονομικού επιτελείου για να «αναπληρωθούν» τα κεφάλαια που αντλεί η κυβέρνηση από το «μαξιλάρι». Στόχος είναι και να κρατηθεί το «μαξιλάρι» όσο γεμάτο γίνεται και για την επόμενη μέρα, ώστε να μη βρεθεί η Ελλάδα αντιμέτωπη με επίπονες υποβαθμίσεις και απαγορευτικά κόστη δανεισμού.
Η έκδοση του 7ετούς ομολόγου πριν από δύο εβδομάδες αποτέλεσε και την αρχή αυτής της νέας στρατηγικής, ενώ ο ΟΔΔΗΧ μέσα στους επόμενους δύο με τρεις μήνες θα προχωρήσει σε μικρού ύψους εκδόσεις ομολόγων, με την αμέσως επόμενη έκδοση να αφορά πιθανώς ένα νέο 10ετές ομόλογο. Αυτό, σε συνδυασμό με την αύξηση του ύψους των εκδόσεων των εντόκων (κατά τουλάχιστον 400 εκατ. ευρώ για κάθε έκδοση σε σχέση με πριν) ή ακόμα και με έκτακτες εκδόσεις, θα βοηθήσει το οικονομικό επιτελείο και να χρηματοδοτήσει τις δαπάνες των μέτρων αλλά και να κρατήσει όσο πιο υψηλά μπορεί τα διαθέσιμα του ελληνικού Δημοσίου.
Ετσι, αύριο Τετάρτη 29 Απριλίου, ο ΟΔΔΗΧ θα διενεργήσει δημοπρασία εντόκων γραμματίων διάρκειας 26 εβδομάδων ύψους 1 δισ. ευρώ, με στόχο –ανάλογα και με τις προσφορές– να αντληθεί σημαντικά μεγαλύτερο ποσό (συνήθως αντλεί 1,6 φορά μεγαλύτερο ποσό). Σημειώνεται πως στις προηγούμενες αντίστοιχες δημοπρασίες φέτος (όπως και άλλων διαρκειών), το δημοπρατούμενο ποσό ήταν μεταξύ των 375 και 625 εκατ. ευρώ και ήταν σύμφωνο με τον στόχο προ πανδημίας για τον περιορισμό των εκδόσεων.
Συνολικά υπολογίζεται ότι ο προϋπολογισμός όλων των μέτρων στήριξης θα ξεπεράσει τα 24 δισ. ευρώ, ενώ μέχρι το τέλος Ιουνίου οι ταμειακές ανάγκες της χώρας διαμορφώνονται έως τα 14 δισ. ευρώ, τη στιγμή που τα ταμειακά αποθέματα διατηρούνται περίπου στα 20 δισ. ευρώ (μαζί με την πρόσφατη έκδοση του 7ετούς). Από την προληπτική γραμμή του ESM, η Ελλάδα θα μπορούσε να εξασφαλίσει δάνεια 4 δισ. ευρώ, ωστόσο το υπουργείο Οικονομικών εμφανίζεται αρνητικό προς το παρόν και προτεραιότητα είναι η άντληση κεφαλαίων από τις αγορές, με διαχειρίσιμα επιτόκια, ενώ τραπεζικές πηγές υπολογίζουν ότι συνολικά μπορούν να αντληθούν 10 δισ. ευρώ με εκδόσεις ομολόγων ή εντόκων.
Τα «διαχειρίσιμα» επιτόκια εξαρτώνται φυσικά και από τις συνθήκες στην αγορά γενικότερα. Παρά το γεγονός ότι η απόδοση του 10ετούς ομολόγου κινείται πάνω από το 2% και αρκετά υψηλότερα από το ιστορικό χαμηλό του 0,92% που είχε αγγίξει προ κρίσης της πανδημίας, ωστόσο η Ελλάδα έχει «κερδίσει» από την ένταξή της στο νέο QE της ΕΚΤ, καθώς το κόστος δανεισμού έχει μειωθεί κατά 50% τις τελευταίες έξι εβδομάδες και από την έκτακτη αυτή ανακοίνωση της ΕΚΤ. Η παρουσία της Ελλάδας στις αγορές, έστω και με ακριβότερους όρους από το πρόσφατο παρελθόν, σε συνδυασμό με το «μαξιλάρι» αλλά και τη στήριξη του QE, έχει στηρίξει την αξιολόγησή της από τους οίκους, όπως είδαμε και κατά τις πρόσφατες «ετυμηγορίες» από S&P, Fitch και DBRS, που αναθεωρήθηκαν μόνο οι προοπτικές της χώρας σε σταθερές.
Οπως σημειώνει και η Oxford Economics, η οποία εκτιμά πως φέτος θα «παγώσουν» οι αναβαθμίσεις που αναμένονταν για την Ελλάδα από τους οίκους, η όλη κατάσταση γύρω από τη χώρα θα ήταν πολύ χειρότερη εάν η κυβέρνηση δεν είχε στη διάθεσή της τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα.