Με μία απόφαση δημοσιονομικού ρεαλισμού η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας περιόρισε στο ελάχιστο τις διεκδικήσεις των συνταξιούχων, οι οποίοι ζητούσαν αποκατάσταση των περικοπών που είχαν υποστεί τα χρόνια της οικονομικής κρίσης.
Το ανώτατο δικαστήριο, με πρόεδρο την Ειρήνη Σαρπ, για δεύτερη φορά (η προηγούμενη ήταν όταν αποφάσισε για τον νόμο Κατρούγκαλου) έκλεισε το κεφάλαιο των παροχών διά της δικαστικής οδού και αφαίρεσε από τη δημοσιονομική βόμβα των αναδρομικών το φιτίλι.
Με τις αποφάσεις του (πέντε τον αριθμό) το ανώτατο δικαστήριο έκρινε ότι αναδρομικά μπορούν να πάρουν μόνον όσοι συνταξιούχοι έχουν ήδη προσφύγει δικαστικά και μόνον για το χρονικό διάστημα έντεκα μηνών, από τον Ιούνιο του 2015 έως και τον Μάιο του 2016. Γι’ αυτό το διάστημα, ανάμεσα στην απόφαση του ΣτΕ του 2015 που έκρινε αντισυνταγματικές τις περικοπές στις συντάξεις μετά το 2012 και μέχρι την ώρα που ψηφίστηκε ο νόμος Κατρούγκαλου, όσοι συνταξιούχοι έχουν ήδη προσφύγει θα πάρουν αναδρομικά.
Ομως όσοι δεν έχουν προσφύγει, πριν το ΣτΕ ασχοληθεί με το θέμα, δεν δικαιούνται σε αυτή τη φάση αναδρομικά. Μπορούν όμως να προσφύγουν στο μέλλον, η χθεσινή απόφαση δεν τους εμποδίζει, αλλά στην πράξη ο αριθμός των συνταξιούχων που μπορεί να δικαιωθεί είναι σχετικά μικρός.
Και τούτο διότι για τους περισσότερους η πενταετία της παραγραφής των όποιων αξιώσεών τους είτε εκπνέει όπου να ’ναι είτε έχει οριακά εκπνεύσει.
Η σημασία της απόφασης
Η απόφαση της Ολομέλειας του ανωτάτου δικαστηρίου να περιορίσει στο ελάχιστο τους συνταξιούχους που έχουν «λαμβάνειν» αποτελεί μία απόφαση ρεαλισμού που απομακρύνει το δικαστήριο από αποφάσεις προηγούμενων ετών, κυρίως μέσα στην κρίση, που είχαν προκαλέσει δημοσιονομικό σοκ και μεγάλους πονοκεφάλους στα οικονομικά επιτελεία αλλά και στους θεσμούς.
Οι ανώτατοι δικαστικοί αποφάσισαν επί των νομικών θεμάτων με ορίζοντα τις πραγματικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας που μαστίζεται και από τις συνέπειες της πανδημίας, αφήνοντας την κυβέρνηση, χωρίς θηλιά στον λαιμό, να αποφασίσει αν μπορεί να δώσει και τι στους απόμαχους της εργασίας και του μόχθου, χωρίς να της επιβάλλεται συγκεκριμένος τρόπος δράσης από τη δικαστική απόφαση.
Αλλωστε, το οικονομικό κόστος για τις λίγες χιλιάδες των συνταξιούχων που έχουν ήδη προσφύγει –και δικαιώνονται– δεν αποτελεί δημοσιονομικό βάρος για το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης.
Αξία έχει όμως η απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ και για τα χρονικά διαστήματα που η στρόφιγγα των αναδρομικών κλείνει ερμητικά. Οπως αποφάσισε το δικαστήριο μετά το 2016 (νόμος Κατρούγκαλου) και έως σήμερα, κανένας συνταξιούχος δεν δικαιούται αναδρομικά.
Για την κρίση του αυτή το δικαστήριο είχε δώσει δείγματα γραφής, όταν πριν από μερικούς μήνες (στην αρχή της χρονιάς) είχε αποφανθεί για την αντισυνταγματικότητα πολλών διατάξεων του λεγόμενου νόμου Κατρούγκαλου, κρίνοντας παράλληλα ότι η δημιουργία του ΕΦΚΑ υπήρξε συνταγματική.
Τότε οι ανώτατοι δικαστικοί είχαν αποφανθεί ότι αξιώσεις για αναδρομικές παροχές δεν γεννά ο νόμος Κατρούγκαλου, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για τη χθεσινή απόφαση.
Τέλος, για την περίοδο πριν από το 2015, το δικαστήριο και χθες επανέλαβε ό,τι είχε πει με την απόφασή του το 2015, όταν είχε κρίνει αντισυνταγματικές τις περικοπές στις συντάξεις που έγιναν το 2012. Οτι δηλαδή αναδρομικά δικαιούνται μόνον όσοι είχαν προσφύγει δικαστικά.
Μετά τη χθεσινή απόφαση, για την ακρίβεια τις πέντε αποφάσεις, το ΣτΕ έκλεισε το κεφάλαιο αναδρομικά στους συνταξιούχους, ξεκαθαρίζοντας το τοπίο για πάνω από οκτώ χρόνια, μετά το 2012 και έως σήμερα.
Δεν δεσμεύεται
Τώρα, αν η κυβέρνηση χωρίς τον «βραχνά» μιας δικαστικής απόφασης που θα την υποχρέωνε σε καταβολές δισ. ευρώ (τρία ή τέσσερα) κρίνει ότι μπορεί να δώσει κάτι –πολλά ή λίγα– στους συνταξιούχους, αυτό είναι στη διακριτική της ευχέρεια. Αλλωστε, όπως δήλωνε ανώτατη δικαστική πηγή, «η κυβέρνηση δεν δεσμεύεται. Μπορεί να εκτιμήσει τα οικονομικά του κράτους και να πράξει ό,τι κρίνει. Μια τέτοια απόφαση είναι πολιτική».
Συμπέρασμα. Με την απόφαση του ΣτΕ ξεκαθάρισε και κάτι ακόμα εκτός από τα αναδρομικά. Οτι τα δικαστήρια δεν μπορούν να ασκούν με τον τρόπο τους οικονομική πολιτική ή να δυναμιτίζουν με αποφάσεις τους τα δημοσιονομικά του κράτους.