Θα είναι δύσκολο για τις ελληνικές τράπεζες να αντιμετωπίσουν το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) χωρίς να εγγράψουν ζημίες στους ισολογισμούς τους και χωρίς να δουν επιδείνωση στους κεφαλαιακούς δείκτες τους, εκτιμά ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) στην ετήσια έκθεσή του για την Ελλάδα.
Οπως τονίζει, η κυβέρνηση πρέπει άμεσα να βρει μια ολοκληρωμένη λύση για την αντιμετώπιση της αναβαλλόμενης φορολογίας στους ισολογισμούς των τραπεζών, καθώς τα NPLs θα παραμείνουν στο σύστημα μετά τον «Ηρακλή», επισημαίνοντας πως η πρόταση της ΤτΕ για τη δημιουργία bad bank πρέπει να εξεταστεί.
Σύμφωνα με τον Οργανισμό, τα τελευταία δύο χρόνια η υγεία του τραπεζικού συστήματος της Ελλάδας έχει βελτιωθεί. Οι καταθέσεις έχουν αυξηθεί, οι κεφαλαιακοί δείκτες υπερβαίνουν τα εποπτικά όρια και προσεγγίζουν τον μέσο όρο της Ε.Ε. και πρόσφατα οι τράπεζες επέστρεψαν στην κερδοφορία. Παρά την πρόοδο αυτή, ωστόσο, ο κλάδος εξακολουθεί να αντιμετωπίζει δύσκολες προκλήσεις, κυρίως λόγω του μεγάλου αποθέματος κόκκινων δανείων, της χαμηλής ποιότητας κεφαλαίων και της χαμηλής κερδοφορίας, όπως σημειώνει.
Η πανδημία
Το σοκ από την πανδημία έχει ενισχύσει αυτές τις προκλήσεις, προειδοποιεί ο ΟΟΣΑ, καθώς η κρίση έχει «χτυπήσει» τις διαδικασίες τιτλοποίησης παγκοσμίως, καθυστερώντας έτσι τα βήματα για την επίλυση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Επιπλέον, η κρίση αυξάνει τον κίνδυνο για τη δημιουργία ενός νέου κύματος NPLs στην Ελλάδα, τα οποία παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, ειδικά εάν υπάρξει και μια δεύτερη έξαρση της πανδημίας. Παράλληλα, το υψηλό επίπεδο των NPLs περιορίζει τον τραπεζικό δανεισμό, καθώς αυξάνει το κόστος για τις τράπεζες και δυσκολεύει την πρόσβασή τους στις αγορές για χρηματοδότηση. Οπως τονίζει, τα NPLs κάνουν ευάλωτες τις ελληνικές τράπεζες, καθώς, εξαιρουμένων των προβλέψεων, φτάνουν το 140% του συνολικού ρυθμιστικού κεφαλαίου του κλάδου.
Προ COVID-19 η εισροή νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων ήταν μέτρια, αλλά εξακολουθούσε να είναι σημαντική. Το 2019 έφτασε στα 7,4 δισ. ευρώ (από 7,7 δισ. το 2018) και παραμένει πάνω από την αξία των μη εξυπηρετούμενων δανείων που «θεραπεύονται» (6,2 δισ. ευρώ το 2019 και 6,8 δισ. ευρώ το 2018), ενώ μεγάλο μέρος των εισροών αφορά δάνεια που έχουν ρυθμιστεί αλλά «ξανακοκκινίζουν». Παράλληλα, το συνολικό απόθεμα των NPLs μειώθηκε σταδιακά, κυρίως λόγω πωλήσεων και διαγραφών. Το 2019 οι πωλήσεις ανήλθαν σε 8,1 δισ. ευρώ, ενώ οι διαγραφές σε 4,3 δισ. ευρώ.
Η ανάκαμψη
Οπως αναφέρει ο ΟΟΣΑ, η επιτάχυνση της μείωσης των NPLs είναι το «κλειδί» για την αποκατάσταση της υγείας των τραπεζών και της ικανότητάς τους να δανείζουν και να χρηματοδοτούν την ανάκαμψη της οικονομίας. Σύμφωνα με τα υφιστάμενα σχέδια, οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες στοχεύουν στη μείωση του δείκτη NPLs κάτω από το 20% έως το τέλος του 2021 (ο οποίος εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλότερος από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης), κυρίως μέσω πωλήσεων, τιτλοποιήσεων και αναδιαρθρώσεων, ενώ ο στόχος έχει βασιστεί στην υπόθεση της ταχείας αύξησης του δανεισμού στα επόμενα δύο χρόνια.
Γιατί η bad bank αποτελεί την καλύτερη λύση για τα NPLs
Ο ΟΟΣΑ επισημαίνει ότι οι μεταρρυθμίσεις οδήγησαν τα τελευταία δύο χρόνια στην ανάπτυξη μιας δευτερογενούς αγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων, με τις τράπεζες να έχουν πουλήσει 17,4 δισ. ευρώ NPLs από τις αρχές του 2017, ενώ οι servicers (οι εταιρείες που λειτουργούν ανεξάρτητα από τις τράπεζες και διαχειρίζονται οφειλές σε καθυστέρηση νοικοκυριών και επιχειρήσεων) διαχειρίζονται 30 δισ. ευρώ κόκκινα δάνεια. Σε αυτό το πλαίσιο, ο οργανισμός προτείνει την ευθυγράμμιση του νόμου για τα NPLs με εκείνον των τιτλοποιήσεων έτσι ώστε να υποστηριχθούν καλύτερα οι πωλήσεις δανείων, ενώ προσθέτει πως η δημιουργία μιας κοινής πλατφόρμας για την αγορά και πώληση κόκκινων δανείων θα αυξήσει τη διαφάνεια, βοηθώντας στην ανάπτυξη της δευτερογενούς αγοράς.
Ο φόβος για ζημίες
Ο ΟΟΣΑ αναφέρεται στο σχέδιο «Ηρακλής» καθώς και στην πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη δημιουργία bad bank στην Ελλάδα. Οπως τονίζει, ο «Ηρακλής» έχει τη δυνατότητα να οδηγήσει σε σημαντική μείωση του αποθέματος NPLs, αλλά η κυβέρνηση πρέπει επειγόντως να αναπτύξει και να εφαρμόσει μια ολοκληρωμένη λύση για την αντιμετώπιση της αναβαλλόμενης φορολογίας (DTC) στους ισολογισμούς των τραπεζών καθώς και των NPLs που θα παραμείνουν στο σύστημα.
Τα πολύ υψηλά επίπεδα της αναβαλλόμενης φορολογίας στα συνολικά κεφάλαια των τραπεζών, η οποία φτάνει το 60% (16 δισ. ευρώ), αποτελούν τεράστια πρόκληση για την ποιότητα των κεφαλαίων του κλάδου, προειδοποιεί.
Τα DTCs αποθαρρύνουν τις τράπεζες από την πώληση μη εξυπηρετούμενων δανείων, καθώς αυτό θα οδηγούσε σε πρόσθετες καθαρές λογιστικές ζημίες, οδηγώντας στην έκδοση μετοχών υπέρ του Δημοσίου και συνεπώς σε αραίωση (dilution) των μετόχων, περιορίζοντας την ικανότητα των μετοχών να αντλούν νέα κεφάλαια από ιδιώτες επενδυτές.
Η ΤτΕ, όπως επισημαίνει, προτείνει τη μεταφορά των NPLs και των DTCs σε ένα όχημα ειδικού σκοπού, βελτιώνοντας έτσι ταχύτατα την ποιότητα ενεργητικού των τραπεζών. «Η πρόταση της ΤτΕ έχει το προσόν του ότι αντιμετωπίζει ταυτόχρονα και τα δύο προβλήματα των ισολογισμών των τραπεζών (υψηλά μη εξυπηρετούμενα δάνεια και αναβαλλόμενη φορολογία) και γι’ αυτόν τον λόγο πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω και να τελειοποιηθεί», όπως τονίζει.