«Ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης μπορεί να επιταχυνθεί τόσο ώστε να πλησιάσει το 4% την προσεχή δεκαετία, από λιγότερο από 2% τα προηγούμενα τρία χρόνια», αναφέρει μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος, στην οποία εκτιμώνται οι επιπτώσεις του σχεδίου ανάκαμψης της Ε.Ε. στο ελληνικό ΑΕΠ.
Η μελέτη, στην οποία αναφέρθηκε χθες και ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας Γιάννης Στουρνάρας, σε συνέντευξή του στην τηλεόραση του Bloomberg, εκτιμά ότι τα 32 δισ. ευρώ των κονδυλίων του σχεδίου ανάκαμψης μπορεί να οδηγήσουν σε επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης κατά 2% ετησίως κατά τα επόμενα 6 χρόνια και συγκεκριμένα κατά την περίοδο 2021-2026. «Θα έχει πολύ θετική επίπτωση στην οικονομία», είπε ο κ. Στουρνάρας, προσθέτοντας ότι κατόπιν αυτών θα αναθεωρηθούν οι στόχοι ανάπτυξης των επόμενων ετών.
Πρόσθεσε, πάντως, ότι η πρόκληση που αντιμετωπίζει τώρα η χώρα είναι να μεταρρυθμίσει το κράτος, έτσι ώστε να απορροφήσει τους πόρους με τον σωστό τρόπο και να έχουν αυτοί τη μέγιστη δυνατή επίπτωση στην ανάπτυξη. «Δεν είναι αρκετό να ξοδέψουμε τα χρήματα», είπε. «Χρειάζεται να συνοδεύσουμε τις επενδύσεις με διαρθρωτικές αλλαγές».
Στη μελέτη της κεντρικής τράπεζας, υπό τον διευθυντή της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης και Ερευνας Δημήτρη Μαλλιαρόπουλο, γίνεται η παραδοχή της ισόποσης περίπου κατανομής των πόρων μεταξύ 2021 και 2026, έτσι ώστε να απορροφούνται κάθε χρόνο 5-5,5 δισ. ευρώ. Αφαιρουμένης της επίπτωσης στην αύξηση των εισαγωγών, η καθαρή επίπτωση στο ΑΕΠ είναι 3,3-3,63 δισ. ευρώ τον χρόνο. Ετσι, η αύξηση του ΑΕΠ είναι 1,89% έως 2,07% και συνολικά στην εξαετία 12,1%. (βλ. γράφημα)
Ωστόσο, ο κ. Μαλλιαρόπουλος επισημαίνει ότι οι εκτιμήσεις βασίζονται στην παραδοχή για μέγιστη αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων. «Στην πράξη», σημειώνει, «δεδομένων των δυσκολιών στην απορρόφηση των πόρων της Ε.Ε., τα αποτελέσματα θα είναι μικρότερα».
Επιπροσθέτως, η μελέτη εκτιμά ότι θα αυξηθεί το κεφαλαιακό απόθεμα κατά 2,4% και η παραγωγικότητα κατά 1,4%.
«Δεδομένου ότι οι πόροι αυτοί θα χρηματοδοτήσουν επενδύσεις», σημειώνεται, «αναμένουμε μια επίπτωση στη δυνητική ανάπτυξη, επίσης. Σύμφωνα με τις αρχικές εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, οι αυξημένες επενδύσεις θα οδηγήσουν στην αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής κατά σχεδόν 0,25% τον χρόνο. Αυτό είναι ισοδύναμο με μια επιτάχυνση της δυνητικής ανάπτυξης κατά 1,9% τον χρόνο κατά την προσεχή δεκαετία, έναντι του εκτιμώμενου 1,5%».
Αναλύοντας τις αναμενόμενες εισπράξεις της Ελλάδας από το Next Generation EU, το πρόγραμμα για την ανάκαμψη της Ε.Ε., η μελέτη της ΤτΕ αναφέρει ότι σύμφωνα με τα δημοσιευμένα έγγραφα της Ε.Ε., η χώρα θα μπορούσε να λάβει:
1. Επιχορηγήσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης, 12,6 δισ. ευρώ το 2021-2022, βάσει της κλείδας κατανομής 5,77% και ένα μη προσδιορισμένο ποσό το 2023.
2. Δάνεια από το Ταμείο Ανάκαμψης 12,5 δισ. ευρώ.
3. Από το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης για την κλιματική αλλαγή 430 εκατ. ευρώ, αν υποτεθεί ότι θα διατηρηθεί η ίδια κλείδα, 4,3% με την αρχική πρόταση της Κομισιόν.
4. Από το Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης, 345 εκατ. ευρώ, αν υποτεθεί ότι θα διατηρηθεί η ίδια κλείδα, 4,6%, που χρησιμοποιείται για την κατανομή των κονδυλίων της αγροτικής ανάπτυξης στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής.
Δεδομένου ότι οι συστάσεις του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου συνδέονται με την κατανομή των κονδυλίων του πακέτου ανάκαμψης της Ε.Ε., η μελέτη επικαλείται τις συστάσεις προς την Ελλάδα που έγιναν στις 20 Ιουλίου και εκτιμά ότι οι επενδυτικές προτεραιότητες θα είναι:
1. Το σύστημα υγείας. 2. Τα δίκτυα κοινωνικής προστασίας. 3. Προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης. 4. Μεταφορές και logistics. 5. Διαχείριση απορριμμάτων. 6. Ενέργεια και πράσινη οικονομία και 7. Ψηφιακή μετάβαση.