Το αγροτικό μας ζήτημα στη νέα εποχή

3' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το αγροτικό ζήτημα είναι χαμηλά ιεραρχημένο και υποβαθμισμένο στην πολιτική και οικονομική ζωή του τόπου μας. Ερχεται στην επικαιρότητα με τα τρακτέρ. Φεύγει και ξεχνιέται μόλις ανοίξουν οι δρόμοι και τελειώσει το καθιερωμένο τηλεοπτικό φεστιβάλ. Το αγροτικό ζήτημα εμφανίζεται στη χώρα μας σαν πρόβλημα που αφορά μόνο τους αγρότες, το κράτος και την Ε.Ε., σε διαρκές παζάρι επιδοτήσεων και παροχών, ερήμην της οικονομίας και της κοινωνίας.

Το αγροτικό ζήτημα ωστόσο βρίσκεται σήμερα στην καρδιά των προκλήσεων του 21ου αιώνα. Εμπλέκεται σε μεγάλα προβλήματα και λύσεις, που αφορούν τις δημογραφικές εξελίξεις, στα ζητήματα διατροφής, στα οικολογικά και τα ενεργειακά δεδομένα, το παγκόσμιο εμπόριο, τις σχέσεις υπαίθρου και πόλεων. Η εσωστρεφής και επιφανειακή θεώρηση του αγροτικού ζητήματος στη χώρα μας αδικεί τον πολυλειτουργικό ρόλο της γεωργίας και την ανάγκη συνθετικής αξιολόγησης των οικονομικών, κοινωνικών και οικολογικών της επιδόσεων.

Οι κρίσιμες υστερήσεις της αγροτικής μας οικονομίας εντοπίζονται στη χαμηλή ανταγωνιστικότητα των προϊόντων της, στις αρνητικές περιβαλλοντικές, και ποιοτικές της επιδόσεις, καθώς και στο αναχρονιστικό εγχώριο θεσμικό και οργανωτικό σύστημα που την υποστηρίζει.

Στη δεκαετία του ’80, οι αγρότες μας εισέπρατταν «τιμές Βρυξελλών» για απεριόριστες ποσότητες. Στη δεκαετία του ’90 ξεκινούν αλλαγές που σταδιακά οδήγησαν σε ριζική μεταρρύθμιση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής που δεν παρεμβαίνει πλέον στη διαμόρφωση των τιμών παραγωγού. Στηρίζει τους αγρότες με ετήσιες εισοδηματικές ενισχύσεις, απεξαρτημένες από προϊόντα και ποσότητες, εξαρτώμενες ωστόσο από τις περιβαλλοντικές και ποιοτικές τους συμπεριφορές.

Η ελληνική γεωργία εξακολουθεί σήμερα να εισπράττει υψηλή χρηματοδοτική στήριξη από τη νέα ΚΑΠ για τους αγρότες (3 δισ. ευρώ το χρόνο έως και το 2013). Είναι με απόσταση η υψηλότερη στην Ε.Ε.-27 ως ποσοστό του ΑΕΠ της χώρας και ανά στρέμμα.

Ελληνική ύπαιθρος και γεωργία απέκτησαν κάθε είδους σύγχρονες υποδομές και οι αγρότες εκμηχανίστηκαν πλήρως, χάρη στα διαρθρωτικά ταμεία της Ε.Ε. και τους εθνικούς πόρους που προστέθηκαν. Οι αναγκαίες αυτές επενδύσεις δεν αποδείχθηκαν όμως ικανές να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής γεωργίας. Οι αγρότες αδυνατούν να αυξήσουν το εισόδημά τους από την εγχώρια αγορά αλλά και να βελτιώσουν τις εξαγωγικές τους επιδόσεις στη μεγάλη ευρωπαϊκή αγορά.

Επιδοτήσεις και επενδύσεις δεν αποδίδουν. Πρώτον, επειδή δε συνοδεύονται από τις απαραίτητες άυλες επενδύσεις οργανωτικού και θεσμικού χαρακτήρα, Δεύτερο, επειδή το υφιστάμενο υποστηρικτικό σύστημα της αγροτικής μας οικονομίας είναι αναχρονιστικό και ελέγχεται στην πράξη από το «βαθύ αγροτικό κράτος», που συνθέτουν ο αγροτοπατερισμός, οι συντεχνίες, η κρατική γραφειοκρατία και τα κομματικά πελατειακά δίκτυα.

Οι προκλήσεις της νέας εποχής επιβάλλουν να επενδύσουμε οπωσδήποτε στη γνώση και στο ανθρώπινο δυναμικό, διασυνδέοντας την αγροτική παραγωγή με την έρευνα, τις νέες τεχνολογίες, σύγχρονες συμβουλευτικές υπηρεσίες, καινοτόμες δράσεις. Να προσδιορίσουμε νομοθετικά τους κατά κύριο, και επικουρικό επάγγελμα αγρότες, προσελκύοντας σε αυτά δυναμικά και καταρτισμένα άτομα, κυρίως νέους. Να αποκτήσουμε επίσης πολιτική για την προστασία και τους κανόνες αξιοποίησης της αγροτικής γης.

Ο κατακερματισμός της προσφοράς και η ελαττωματική διασύνδεση της πρωτογενούς παραγωγής με τις αγορές, οφείλεται στον μικρό κλήρο, αλλά κυρίως στην ουσιαστικά ανύπαρκτη εμπορική οργάνωση των αγροτών, που αβοήθητοι δε λαμβάνουν τα μηνύματα των αγορών, ούτε ανταποκρίνονται ανάλογα. Το μέγεθος του κλήρου ωστόσο δεν είναι πανάκεια, ιδίως για την ποιοτική γεωργία. Το εγγειοδιαρθρωτικό είναι εξαιρετικά δύσκολο πρόβλημα που επιδέχεται επιμέρους και διαφοροποιημένες διορθώσεις ανάλογα με την περιοχή. Προτεραιότητα πρέπει ωστόσο να δοθεί στη συγκρότηση «Ομάδων Παραγωγών» επιχειρηματικού τύπου, στα πρότυπα που στηρίζει η ΚΑΠ. Οι Ο.Π. εκλογικεύουν ποσοτικά και ποιοτικά την προσφορά, πραγματοποιούν συλλογικές επενδύσεις, εφαρμόζουν, συμφωνημένα με τα μέλη και τους πελάτες τους, ποιοτικά και περιβαλλοντικά πρότυπα. Συναλλάσσονται με το εμπόριο και τη βιομηχανία, ως αξιόπιστοι και διαπραγματευτικά ισχυροί εταίροι. Είναι φανερό ότι ο κύκλος της υφιστάμενης εγχώριας αγροτοσυνεταιριστικής δομής έχει κλείσει οριστικά.

«Ευφυής», ποιοτική και φιλοπεριβαλλοντική γεωργία είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για τη δόμηση ενός διεθνώς ανταγωνιστικού εγχώριου αγροδιατροφικού τομέα. Οι επιδόσεις μας σήμερα είναι πολύ χαμηλές. Βασικοί κανόνες της Ε.Ε. αγροτο-περιβαλλοντικοί και ασφάλειας των τροφίμων δεν εφαρμόζονται. Να επισημάνουμε ακόμη ότι η Ελλάδα κατατάσσεται στις χώρες που έχουν έντονα αρνητικό συνολικό οικολογικό αποτύπωμα.

Ακμαία αγροτική οικονομία δεν είναι εφικτή σε φθίνουσες οικονομικά κοινωνίες της υπαίθρου. Οι δραστηριότητες που έφερναν μέχρι πρόσφατα δουλειές και εισοδήματα στην ύπαιθρο απειλούνται.

Η «πράσινη ανάπτυξη» ταιριάζει ως αναπτυξιακό πρότυπο στη χώρα μας, με την αγροτική κοινωνία και οικονομία να διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο. Δεν πρέπει ωστόσο να υποτιμηθούν οι δυσχέρειες που σε σημαντικό βαθμό αφορούν σε αυτονόητες κατακτήσεις για τις πλέον προηγμένες χώρες της Ε.Ε. Είναι ζητήματα που ο πολιτικός κόσμος της χώρας μας, πλην φωτεινών εξαιρέσεων, αποφεύγει να συζητήσει με τεκμηριωμένο και συγκροτημένο λόγο.

* Ο κ. Ανδρέας Κόρακας, έχει διατελέσει διευθυντής Αγροτικής Ανάπτυξης στην Ε.Ε. και γενικός γραμματέας στο υπ. Γεωργίας.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT