Για την «επόμενη ημέρα» της πανδημίας και των lockdowns προετοιμάζονται στο οικονομικό επιτελείο, καθώς ο κίνδυνος να επιβεβαιωθεί το «παράδοξο» είναι ορατός. Η παραδοξότητα έχει να κάνει με το εξής: στους πρώτους μήνες μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων, κατά τους οποίους θα αποκαθίσταται σταδιακά η «κανονικότητα», να καταγραφούν περισσότερα λουκέτα και μεγαλύτερος αριθμός απολύσεων συγκριτικά με το διάστημα της πανδημίας.
Ο κίνδυνος είναι ορατός για τους ακόλουθους λόγους: Πρώτον, στη μετα-πανδημία περίοδο, οι επιχειρήσεις που σήμερα είναι «διασωληνωμένες» με τον κρατικό προϋπολογισμό, αντλώντας από αυτόν ενισχύσεις για την πληρωμή του προσωπικού τους (μέσω αναστολών συμβάσεων), για την ενίσχυση της ρευστότητάς τους (μέσω επιστρεπτέων προκαταβολών) αλλά και για την καταβολή των ενοικίων τους (σ.σ. ουσιαστικά το κράτος συντηρεί τα μισθωτήρια συμβόλαια αποζημιώνοντας τους ιδιοκτήτες που δεν εισπράττουν ενοίκιο), θα αρχίσουν να «αποσωληνώνονται» αναλαμβάνοντας από μόνες τους το μεγαλύτερο μέρος των οικονομικών βαρών. Δεύτερον, στη μετα-COVID εποχή εκτιμάται ότι θα υπάρξει ταχύτατη αλλαγή των δεδομένων στο επιχειρείν με τα οποία θα πρέπει άμεσα να προσαρμοστούν οι επιχειρήσεις: περισσότερο ηλεκτρονικό εμπόριο, λιγότερα φυσικά καταστήματα, περισσότερη τηλεργασία και νέες καταναλωτικές συνήθειες.
Το ζητούμενο πλέον είναι να σχεδιαστεί ένα στοχευμένο πακέτο στήριξης για την «επόμενη ημέρα», το οποίο θα διευκολύνει στην προσαρμογή εργαζομένων και επιχειρήσεων στα νέα δεδομένα. Το πακέτο θα περιλαμβάνει επιδοτούμενα προγράμματα κατάρτισης –καθώς κρίνεται ότι δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι θα υποχρεωθούν σταδιακά να απασχοληθούν σε διαφορετικό αντικείμενο– αλλά και ισχυρά κίνητρα προς τις επιχειρήσεις για την πρόσληψη εργαζομένων. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός είχε δηλώσει προ ημερών ότι εκτός από τη μονιμοποίηση των μέτρων μείωσης του μη μισθολογικού κόστους που έχουν ήδη ληφθεί –ουσιαστικά αναφερόταν στη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες αλλά και στο «πάγωμα» της εισφοράς αλληλεγγύης– θα επιδιωχθεί να ληφθούν και νέα με έμφαση στην ακόμη μεγαλύτερη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, ειδικά για τους εργοδότες. Επίσης, θα προωθηθούν στοχευμένα μέτρα στήριξης όπως οι επιδοτήσεις, μέσω ΕΣΠΑ, της εστίασης.
Εξαιρετικά κρίσιμο θα είναι το χρονικό διάστημα μετά τον Μάιο. Από αυτό το σημείο και μετά, εκτιμάται ότι θα αρχίσουν να αποσύρονται σταδιακά τα γενικού χαρακτήρα μέτρα στήριξης και θα απομείνουν «ενεργά» μόνο τα στοχευμένα: το πρόγραμμα επιδότησης παγίων δαπανών που ουσιαστικά θα αποζημιώσει επαγγελματίες για τις ζημίες που υπέστησαν μέσα στην πανδημία αλλά και το πρόγραμμα «Γέφυρα 2» με το οποίο θα επιδοτηθούν από τον Μάιο μέχρι τον Δεκέμβριο τα επιχειρηματικά δάνεια των επιχειρήσεων. Εκτιμάται ότι από τον Μάιο και μετά, δεν θα υπάρχουν πλέον αναστολές συμβάσεων εργασίας (πιθανώς μόνο σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις) ούτε επιστρεπτέες προκαταβολές και «παγώματα» ενοικίων. Ειδικά από τον Ιούλιο και έπειτα, οι περισσότεροι από 600.000 επαγγελματίες που έχουν δεσμευθεί να μη μειώσουν προσωπικό –καθώς αυτή είναι ρήτρα χρηματοδότησης σε όλες τις φάσεις της επιστρεπτέας προκαταβολής– θα μπορούν να προχωρήσουν σε απολύσεις προσαρμόζοντας τα κόστη τους στα νέα δεδομένα της μετα-κορωνοϊό εποχής. Σε ζώνη «αυξημένου κινδύνου» εκτιμάται ότι βρίσκονται πάνως από 350.000 επιχειρήσεις οι οποίες έχουν υποστεί απώλειες εσόδων άνω του 20% η καθεμία, οι οποίες απασχολούν περισσότερο από 650.000 εργαζομένους.
Για το χρονικό διάστημα από τον Ιούνιο και μετά, η κυβέρνηση θα επιδιώξει να προλάβει δυσάρεστες εξελίξεις θέτοντας τους ακόλουθους στόχους:
1. Την κατάρτιση χιλιάδων εργαζομένων ώστε να προληφθεί το ενδεχόμενο αύξησης της ανεργίας από «κατάργηση» θέσεων. Για παράδειγμα, στη μετα-κορωνοϊό περίοδο, προβλέπεται αύξηση της ζήτησης για τις μεταφορές προϊόντων, τις ηλεκτρονικές πωλήσεις κ.λπ. αλλά και μείωση θέσεων εργασίας πωλητών σε φυσικά καταστήματα, έναν τομέα στον οποίο δραστηριοποιούνται σήμερα πάνω από 400.000 εργαζόμενοι
2. Τη θέσπιση κινήτρων για την αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων ακόμη και μέσα από τη συγχώνευση, καθώς σε πολλούς κλάδους θα απαιτηθεί ισχυροποίηση των επιχειρήσεων για να αντεπεξέλθουν στις νέες συνθήκες.