Επειτα από μια συνεχή περίοδο καθοδικών αναθεωρήσεων των εκτιμήσεων για τον ελληνικό τουρισμό φέτος, τις οποίες επέβαλε η επιδείνωση της επιδημιολογικής εικόνας τόσο στην Ελλάδα όσο και στις αγορές από τις οποίες έλκει επισκέπτες, οι πρώτες ενδείξεις πως το χειρότερο σενάριο μπορεί να αποφευχθεί είναι γεγονός. Κυβέρνηση και τουριστικοί φορείς, από τα μέσα Μαρτίου και μετά, μελετώντας τα δεδομένα άρχισαν να εκτιμούν πως ο στόχος της ανάκτησης του 40%-50% της δραστηριότητας του 2019, που αποτελούσε την κεντρική πρόβλεψη στην αρχή του έτους, ενδέχεται να αποδειχθεί μη εφικτός. Ορισμένοι μάλιστα επεξεργάζονταν και σενάρια κοντά στο 35%.
Ωστόσο, τις τελευταίες δύο εβδομάδες πριν από το Πάσχα, τα δεδομένα που διαμορφώνονται οδηγούν αρκετούς στην εκτίμηση πως ενδεχομένως από τα τέλη Μαΐου και μετά η δραστηριότητα να βελτιωθεί σημαντικά, οδηγώντας τελικά τον τουρισμό σε αρκετά υψηλότερα επίπεδα από το 40% του 2019. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η χρονιά, αν δεν υπάρξει κάποια δραματική υποτροπή της πανδημίας, αναμένεται να είναι καλύτερη από την περυσινή. Ισως όχι τόσο καλύτερη όσο πολλοί πίστεψαν το προηγούμενο εξάμηνο, αλλά σίγουρα καλύτερη από το 2020. Αυτά όμως εφόσον η COVID-19 δεν επανακάμψει, όπως συνέβη τουλάχιστον δύο φορές το τελευταίο εννεάμηνο.
Δύο είναι οι βασικές αιτίες που επαναφέρουν οψίμως την αισιοδοξία στην τουριστική αγορά: αφενός η επιτάχυνση των εμβολιαστικών προγραμμάτων και η αποτελεσματικότητά τους, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, και η παράλληλη διαδικασία αποδοχής των εμβολιασμένων ή όσων έχουν αρνητικό μοριακό τεστ χωρίς πολλές διατυπώσεις στη χώρα, και αφετέρου η διαφαινόμενη επιστροφή των Αμερικανών ταξιδιωτών στην Ευρώπη και μάλιστα με ιδιαίτερη δυναμική. Για να υλοποιηθεί πάντως αυτή η επιστροφή των Αμερικανών μένει ακόμα να ολοκληρωθούν κάποιες συμφωνίες σε επίπεδο Ουάσιγκτον – Βρυξελλών. Από την άλλη πλευρά, στην αγορά μετρούν εννέα απευθείας πτήσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες προς την Ελλάδα φέτος, αριθμός που οι παλαιότεροι στην αγορά δεν θυμούνται να έχει υπάρξει ξανά.
Υπό αυτό το πρίσμα, χρήσιμες για τη διάγνωση της εξέλιξης της φετινής τουριστικής σεζόν είναι και οι πιο πρόσφατες εκτιμήσεις που δίνουν αερομεταφορείς και αεροδρόμια για την επιβατική κίνηση στην Αθήνα: Σύμφωνα με αυτές, η Ελλάδα και ειδικότερα το αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος», στο πρώτο τρίμηνο, κατέγραψε εισερχόμενες ταξιδιωτικές ροές στο 15,4% του 2019. Στο δεύτερο τρίμηνο ο αριθμός των ταξιδιωτών αναμένεται στο 25% του 2019 και στο κρίσιμο τρίτο τρίμηνο στο 55% του 2019, αναφέρουν πηγές της «Κ». Το τελευταίο τρίμηνο αναμένεται να κλείσει με ανάκτηση του 60% των ταξιδιωτικών επισκέψεων του 2019. Τα μεγέθη αυτά αφορούν κυρίως το αεροδρόμιο της Αθήνας, ενώ στα περιφερειακά αεροδρόμια, ειδικά κατά το τρίτο τρίμηνο, η ταξιδιωτική κίνηση από το εξωτερικό αναμένεται να ανέλθει πιθανόν ακόμα και στο 65% αυτής του 2019.
Με τις προβολές αυτές συνηγορεί και η πρόσφατη εκτίμηση (Μάρτιος 2021) του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού (ΠΟΤ), που αναφέρει ότι η μείωση των διεθνών αφίξεων το 2021 σε σχέση με το 2019 θα κυμανθεί μεταξύ -55% και -67%, ανάλογα με το αν οι περιορισμοί στα ταξίδια αρθούν σε σημαντικό βαθμό τον Ιούλιο ή τον Σεπτέμβριο και υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα συμβεί κάποια σημαντική επιδείνωση στην εξέλιξη της πανδημίας.
Σύμφωνα με το Airports Council International (ACI), η αεροπορική κίνηση στην Ευρώπη το 2021 αναμένεται να ανέλθει συνολικά στο 44% της αντίστοιχης του 2019, με το γ΄ τρίμηνο να φτάνει στο 60% και το δ΄ τρίμηνο στο 55% του 2019, δηλαδή μια αισθητή βελτίωση το δεύτερο εξάμηνο. Αντίστοιχα, σύμφωνα με τη Eurocontrol, η αεροπορική κίνηση στην Ευρώπη το 2021 αναμένεται να ανέλθει στο 51% της αντίστοιχης του 2019.
Οπως εξηγεί ο γενικός διευθυντής του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ) Ηλίας Κικίλιας στην «Κ», «ο τουρισμός αντιμετωπίζει σήμερα ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, με κεντρικό στοιχείο την αβεβαιότητα τόσο ως προς τις εξελίξεις της πανδημίας και τους περιορισμούς στις διασυνοριακές μετακινήσεις για την αντιμετώπισή της όσο και ως προς τις δυνατότητες και επιθυμίες των πολιτών ανά τον κόσμο να ταξιδέψουν».
Στους αρνητικούς παράγοντες, σύμφωνα με τον ίδιο, περιλαμβάνονται:
– Πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, αντιμετωπίζουν ένα πολύ ισχυρό τρίτο κύμα πανδημίας, ενώ ορισμένες από τις μεταλλάξεις είναι ιδιαίτερα επιθετικές.
– Η διαδικασία των εμβολιασμών στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες εξελίχθηκε τους πρώτους μήνες με πιο αργό ρυθμό από τον επιθυμητό.
– Σημαντικές αγορές, όπως η Γερμανία και η Βρετανία, δεν έχουν ακόμα ξεκαθαρίσει την πολιτική τους ή τον συγκεκριμένο τρόπο κατηγοριοποίησης/αντιμετώπισης των διαφόρων προορισμών.
– Οι αγορές long-haul travel και κρουαζιέρας, που το 2019 συνεισέφεραν τουριστικά έσοδα πάνω από 3,5 δισ. στην Ελλάδα, παραμένουν, προσώρας τουλάχιστον, κλειστές.
– Υπάρχει σημαντική οικονομική αβεβαιότητα σε πολλά νοικοκυριά, ειδικά στην Ευρώπη, η οικονομία της οποίας βρίσκεται σε ύφεση.
– Στον βαθμό που οι ταξιδιώτες θα είναι υποχρεωμένοι να υποβληθούν σε PCR τεστ είτε κατά την αναχώρησή τους προς έναν τουριστικό προορισμό είτε και κατά την επιστροφή στην πατρίδα τους, αυτό θα αυξήσει σημαντικά το κόστος και την περιπλοκότητα του ταξιδιού, λειτουργώντας αποτρεπτικά.
Από την άλλη πλευρά, στους θετικούς παράγοντες περιλαμβάνονται, σύμφωνα με τον κ. Ηλ. Κικίλια:
Η αποτελεσματικότητα των εμβολίων καθώς και ότι στο Q3 θα έχει εμβολιαστεί ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού της Ε.Ε.
Η συμφωνία της Ε.Ε. επί της πρότασης του Ελληνα πρωθυπουργού για δημιουργία και υλοποίηση του Digital Green COVID Certificate έως τον Ιούνιο.
Οι δύο προαναφερθέντες παράγοντες πιθανώς να επιτρέψουν μια σημαντική ανάκαμψη και μετά τον Αύγουστο, ειδικότερα την περίοδο Σεπτεμβρίου – Οκτωβρίου, κυρίως μεταξύ των οικογενειών χωρίς ανήλικα παιδιά.
Οι συσσωρευμένες αποταμιεύσεις στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Εφόσον η Ελλάδα διατηρήσει το brand που δημιούργησε με την διαχείριση της πανδημίας πέρυσι, έχει τη δυνατότητα να αυξήσει το μερίδιο αγοράς της. Οπως έδειξε η πρόσφατη μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ, η Ελλάδα ήταν η πρώτη επιλογή ως προτιμητέος τουριστικός προορισμός μεταξύ των Ευρωπαίων ταξιδιωτών και τέταρτος προτιμητέος προορισμός για τις άλλες χώρες.