Σε 25% του ΑΕΠ ή 45 δισεκατομμύρια ευρώ, τουλάχιστον, υπολογίζει τις επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία από τη «διαπραγμάτευση» του 2015 το The Lisbon Council –δεξαμενή σκέψης με έδρα τις Βρυξέλλες– και η επενδυτική τράπεζα Berenberg Bank στην επικαιροποιημένη έκθεσή τους «The Euro Plus Monitor Spring 2016». Οι συνέπειες των χειρισμών της ελληνικής κυβέρνησης από τον περσινό Φεβρουάριο, χειρισμοί που οδήγησαν στο δημοψήφισμα, στα capital controls, στο νέο μνημόνιο και σε νέες εθνικές εκλογές, αναλύονται σε ειδική ενότητα υπό τον τίτλο «The Greek Tragedy» (Η ελληνική τραγωδία). Το «πισωγύρισμα» της ελληνικής οικονομίας είναι ορατό και στους δείκτες προόδου της δημοσιονομικής προσαρμογής και της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στην εν λόγω έκδοση. Οι επιδόσεις της Ελλάδας, η οποία παραμένει στις πρώτες θέσεις, καθώς έχει κάνει άλματα από το 2009, επιδεινώθηκαν το 2015 σε σύγκριση με το 2014. Η χώρα μάλιστα χρησιμοποιείται και ως παράδειγμα προς αποφυγήν για άλλα κράτη που σκέφτονται να ανακόψουν τις μεταρρυθμίσεις.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το τελευταίο «Euro Plus Monitor», η ελληνική οικονομία αντί να σημειώσει ανάπτυξη 3% το 2015 και το 2016, κατέγραψε ύφεση 0,3% το 2015, ενώ το πρώτο τρίμηνο του 2016 ξεκίνησε με ύφεση 0,4% σε σύγκριση με το τέταρτο τρίμηνο του 2015. «Ακόμη και μια μέτρια ανάκαμψη αργότερα μέσα στο έτος δεν θα οδηγήσει σε κάποιο αξιοπρόσεκτο κέρδος στο πραγματικό ΑΕΠ. Για το 2016, το ελληνικό ΑΕΠ θα είναι 6,5% κάτω από αυτό που θα έπρεπε να ήταν κανονικά», επισημαίνεται στη σχετική έκθεση. Με άλλα λόγια το ΑΕΠ διαμορφώνεται σήμερα στα 180 δισ. ευρώ, αντί για 192,5 δισ. ευρώ, θεωρητικά δηλαδή έχουν χαθεί 12,5 δισ. ευρώ.
Επιπλέον, το Lisbon Council και η Berenberg Bank εκτιμούν ότι το 2015 και το 2016 τα κρατικά ταμεία απώλεσαν τουλάχιστον 8 δισ. ευρώ λόγω των λιγότερων φορολογικών εσόδων και των αυξημένων δαπανών. Σε 12 δισ. ευρώ εξάλλου ανεβάζουν οι δύο παραπάνω φορείς τον λογαριασμό από τη νέα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, που προέκυψε ως ανάγκη μετά τα δραματικά γεγονότα του καλοκαιριού, και από την προοπτική χαμηλότερων εσόδων σε περίπτωση μελλοντικής πώληση της κρατικής (μέσω ΤΧΣ) συμμετοχής στις τράπεζες.
Το χαμηλότερο ΑΕΠ, ελαφρώς χαμηλότερος αποπληθωριστής του ΑΕΠ λόγω της επιστροφής στην ύφεση, τα χαμένα έσοδα στα κρατικά ταμεία και οι απώλειες από τη μη υλοποίηση των ιδιωτικοποιήσεων ανεβάζουν τον τελικό λογαριασμό, σύμφωνα με το Euro Plus Monitor, στο 25% τουλάχιστον του σημερινού ΑΕΠ ή σε περίπου 45 δισ. ευρώ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην έκθεση, αν και τονίζεται ότι η Ελλάδα μπορεί να επιστρέψει στην ανάπτυξη, εκφράζονται σοβαρές επιφυλάξεις για το ζήτημα της υψηλής φορολογίας. «Οπως άλλες χώρες με μικρές διοικητικές ικανότητες, η Ελλάδα θα μπορούσε να επωφεληθεί πολύ από απλούστερους αντί για υψηλότερους φόρους για να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα της οικονομίας, την προοπτική της ανάπτυξης και τη φοροεισπρακτική της δυνατότητα. Θα μπορούσε να είναι και εξακολουθεί να είναι ιδανική υποψήφια χώρα για την εφαρμογή ενός ενιαίου φορολογικού συντελεστή στο εισόδημα και στον τζίρο σε συνδυασμό με εκπτώσεις φόρου για την αποκάλυψη αδήλωτων εισοδημάτων και περιουσιακών στοιχείων, υπό την απειλή, σε διαφορετική περίπτωση, αυστηρών ποινών», προτείνουν οι συγγραφείς της έκθεσης. Συμπληρώνουν δε ότι το κυριότερο εμπόδιο στην προσέλκυση επενδύσεων, από τις οποίες θα μπορούσε να έρθει ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, είναι η διάχυτη αβεβαιότητα.
Σε ό,τι αφορά τις επιδόσεις στους τομείς που μετράει η έκθεση Euro Plus Monitor, η Ελλάδα το 2015 συγκέντρωσε συνολική βαθμολογία 7,7 (με άριστα το 10) έναντι 8,7 το 2014, με τη μεγαλύτερη μείωση στις 7 μονάδες το 2015 από 10 μονάδες το 2014 να παρατηρείται στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων.