Μια κριτική ενάντια σε αρθρογράφους και δημοσιογράφους τα τελευταία χρόνια είναι «ωραία τα λες, αλλά τι προτείνεις». Αυτό υποδηλώνει πως έχουν ήδη αναλυθεί εκτενέστατα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε, παρ’ όλα αυτά δεν έχουν δοθεί συστάσεις και λύσεις. Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε πως το ερώτημα είναι πώς μπορούμε να διορθώσουμε την κατάσταση σε μία χώρα. Υπάρχουν ερωτήσεις κλειστού τύπου, οι οποίες μπορούν να απαντηθούν, π.χ. με ποιον τρόπο λύνεις ένα πρόβλημα χρέους. Από την άλλη πλευρά, ερωτήσεις τύπου «πώς μπορώ να φτιάξω μια κερδοφόρα επιχείρηση», ή «πώς να διασφαλίσουμε μια δίκαιη κατανομή του πλούτου» αποτελούν παραδείγματα ανοικτού τύπου ερωτήσεων και δεν έχουν άμεσες απαντήσεις.
Ο διάσημος επενδυτής Charlie Munger έχει δηλώσει στο παρελθόν πως ένας σπουδαίος τρόπος να αντιμετωπίσεις τα προβλήματα είναι να τα αντιστρέψεις. Για παράδειγμα, «πώς θα βελτιώσουμε το βιοτικό επίπεδο της Ινδίας», είναι μια δύσκολη, ανοιχτού τύπου ερώτηση. Αν αντιστρέψουμε την ερώτηση και πούμε «πώς θα σταματήσουμε να βλάπτουμε την Ινδία», τότε έχουμε μια ευκολότερη ερώτηση να απαντήσουμε.
Παρατηρούμε τι βλάπτει την Ινδία και προτείνουμε λύσεις ώστε να σταματήσει.
Την ίδια λογική θα έπρεπε να εφαρμόσουμε στην Ελλάδα. Αυτό το άρθρο δεν σκοπεύει να αναφέρει το χρέος, τη φορολογική πολιτική, τη δημόσια διοίκηση. Για να απαντηθεί η ερώτηση «πώς θα σταματήσουμε να βλάπτουμε την Ελλάδα», η πρώτη απάντηση που θα έδινα είναι να δοθούν φορολογικά και άλλα κίνητρα, ώστε οι νέοι Ελληνες να παραμείνουν (ή να γυρίσουν) στον τόπο τους. Τα κύματα νέων που φεύγουν από τη χώρα είναι ασταμάτητα, με μερικές έρευνες να δείχνουν πως 250.000 επαγγελματίες έχουν ήδη αποχωρήσει από τη χώρα. Αυτοί αποτελούν τους μελλοντικούς φορολογούμενους, ψηφοφόρους, επιχειρηματίες και γενικότερα κάθε δυναμικό κομμάτι της κοινωνίας. Η χώρα εκπαίδευσε και επένδυσε σε αυτή τη γενιά για δύο δεκαετίες, και τώρα που αυτοί είναι έτοιμοι να παράγουν και να δημιουργήσουν, φεύγουν από τη χώρα.
Ενα διπλό χτύπημα για την Ελλάδα.
Η ηλικία επηρεάζει τα επίπεδα ρίσκου που το κάθε άτομο είναι διατεθειμένο να αναλάβει. Γενικά οι απώλειες από μια πιθανή αποτυχία είναι λιγότερες στα είκοσι και στα τριάντα. Ακόμα και μετά μια μεγάλη αποτυχία, ένας τριαντάρης έχει τον χρόνο να επανέλθει και οικονομικά και ψυχολογικά. Οι υποχρεώσεις τους ως προς την οικογένεια είναι ακόμα ελάχιστες –συνήθως τα άτομα αυτής της ηλικίας δεν έχουν ακόμα δική τους οικογένεια–, ενώ οι γονείς τους μπορούν να τους παρέχουν κάποια ασφάλεια για ένα χρονικό διάστημα. Το –σχετικά μικρό– κόστος της αποτυχίας είναι και ο κύριος λόγος που τόσο πολλοί νέοι άνθρωποι παίρνουν ρίσκα παγκοσμίως: ανοίγουν καινοτόμες επιχειρήσεις, ταξιδεύουν ανά τον κόσμο ή κάνουν τολμηρές αλλαγές στην καριέρα τους.
Με το δεδομένο πως η Ελλάδα πρέπει να απομακρυνθεί από το κρατικοδίαιτο μοντέλο των περασμένων δεκαετιών προς μια πιo ανταγωνιστική οικονομία, κάποιος πρέπει να στελεχώσει τον ιδιωτικό τομέα. Θα χρειαστούν νέες επιχειρήσεις ώστε να καλυφθεί το κενό που θα αφήσει το Δημόσιο (και οι κρατικοδίαιτοι προμηθευτές του). Διώχνοντας τους νέους ανθρώπους που έχουν υψηλή τάση να καινοτομούν και να δημιουργούν, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για μια μακροχρόνια βάλτωση. Οπουδήποτε και αν ταξίδεψα στον κόσμο από τη Μόσχα, το Λονδίνο, το Ντουμπάι και διάφορες αναπτυσσόμενες χώρες, γνώρισα νέους Ελληνες που με επιτυχία ίδρυσαν και ανέπτυξαν τις επιχειρήσεις τους. Θεωρώ πως οι νέοι Ελληνες επιχειρηματίες, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, έχουν εξαιρετική ικανότητα στο να ιδρύουν νέες επιχειρήσεις.
Οπότε για να σταματήσουμε να βλάπτουμε την Ελλάδα, οι νέοι άνθρωποι χρειάζεται να μείνουν σε αυτή. Πέρα όμως από τις πολιτικές και η ίδια μας η κουλτούρα πρέπει να αλλάξει. Η Ελλάδα, σε πρόσφατη έρευνα, αναδείχθηκε πρώτη στον Δείκτη Αποφυγής Αβεβαιότητας. Αυτή η έρευνα βασίζεται στο έργο του καθηγητή Geert Hofstede που ανέπτυξε τη θεωρία των πολιτισμικών διαστάσεων, το οποίο καταλήγει πως κάθε κουλτούρα διέπεται από ξεχωριστά χαρακτηριστικά που συνοψίζονται σε πέντε σημεία, ένα εκ των οποίων είναι η Αποφυγή της Αβεβαιότητας, δηλαδή ο βαθμός στον οποίο τα μέλη μιας κοινωνίας αισθάνονται άβολα με την αβεβαιότητα και την ασάφεια. Η Αποφυγή της Αβεβαιότητας χαρακτηρίζει τη στάση μιας κοινωνίας ως προς το μέλλον, που εξ ορισμού είναι αβέβαιο: πρέπει να προσπαθήσουμε να ελέγξουμε το μέλλον μας ή απλά να το αφήσουμε να συμβεί; Τα κοινά χαρακτηριστικά που μοιράζονται κουλτούρες με υψηλό αίσθημα αποφυγής αβεβαιότητας είναι: πολιτισμοί με μακρά ιστορία, ομογενή πληθυσμό, δυσκολία στην εισαγωγή νέων ιδεών και αποφυγή επιχειρηματικού ρίσκου. Επίσης υπάρχει μια μοιρολατρική θεώρηση των πραγμάτων: τα άτομα δεν αισθάνονται κυρίαρχα και συνεπώς αποφεύγουν να πάρουν αποφάσεις που εμπεριέχουν αβεβαιότητα. Αυτή η θεώρηση των πραγμάτων είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο ώστε η νέα γενιά να επιστρέψει και να παράγει.
Για να βοηθήσουμε τη νεότερη γενιά θα χρειαστεί άλλα κομμάτια της κοινωνίας να προσφέρουν, π.χ. η κατανομή του προϋπολογισμού μεταξύ δαπανών και φορολόγησης θα πρέπει να αλλάξει, δηλαδή να μεταφερθούν οφέλη από την παλιότερη γενιά στη νεότερη. Αυτό βέβαια θα προκαλέσει χάος, ειδικά αφού οι τελευταίες τρεις εκλογικές διαδικασίες είχαν ως κύριο αίτημα τη μη περικοπή συντάξεων.
Η λιτότητα των τελευταίων ετών κατάφερε να αποξενώσει τους πάντες. Το Σύνδρομο της Υπερ-Αντίδρασης, όπου η έλλειψη ή η απειλή έλλειψης προκαλεί υπεραντίδραση, άρχισε να εξαπλώνεται. Οι αντιδράσεις είναι ίδιες με αυτές ενός σκύλου όταν πάμε να του πάρουμε κάτι που βρίσκεται ήδη στο στόμα του. Μια πιο εξανθρωπισμένη εκδοχή είναι η αντίδρασή μας όταν μπαίνει κάποιος στον δρόμο μας, όταν οδηγούμε ή όταν μας παίρνουν τη θέση του πάρκινγκ. Ισως αυτό το σύνδρομο είναι και η αιτία που οι διαπραγματεύσεις για τα εργασιακά παγκοσμίως φέρνουν τους διαπραγματευόμενους στα άκρα. Το θέμα με αυτό το σύνδρομο είναι πως ενώ όλοι υποφέρουν, κανείς δεν κερδίζει κάτι από αυτό. Ολοι χάνουν, χωρίς να δημιουργείται η αίσθηση των ίσων ευκαιριών. Οπότε η παλιότερη γενιά δεν θα αφήσει τα προνόμιά της χωρίς να πολεμήσει γι’ αυτά.
Η μακροπρόθεσμη σταθερότητα όμως, όπως και στη φύση, έτσι και στις ανθρώπινες κοινωνίες, έρχεται μέσα από βραχυπρόθεσμη αβεβαιότητα. Η χώρα για να βγει από τον φαύλο κύκλο της Υπερ-Αντίδρασης και της Αποφυγής της Αβεβαιότητας πρέπει να υιοθετήσει σήμερα μέτρα, τα οποία να απελευθερώνουν τα δημιουργικά κομμάτια της κοινωνίας και όχι να συντηρεί τη στασιμότητα. Μέτρα όπως απλά φορολογικά κίνητρα στις νεοφυείς επιχειρήσεις, τα προγράμματα Jeremie για εταιρείες τεχνολογίας, έμφαση στην έρευνα μέσω της διασύνδεσης του ακαδημαϊκού κόσμου με την αγορά και διάφανες διαδικασίες στη δημόσια διοίκηση θα βοηθήσουν προς αυτή την κατεύθυνση. Με αυτό τον τρόπο θα σταματούσαμε να βλάπτουμε την Ελλάδα, και οι νέοι θα έμεναν στη χώρα τους.
* Ο κ. Ιάσων Μανωλόπουλος είναι συνιδρυτής της εταιρείας επενδύσεων Dromeus Capital και συγγραφέας του βιβλίου «Το “επαχθές” χρέος της Ελλάδας».