Ανησυχία για τις παράπλευρες απώλειες από τη μη εφαρμογή του μέτρου μείωσης των συντάξεων από 1/1/2019, κυρίως σε ό,τι αφορά την αξιοπιστία της χώρας και τη δυνατότητα πρόσβασής της στις αγορές, εξέφρασε χθες ο Νίκος Βέττας, γενικός διευθυντής του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών. Στη βάση αυτή, ο ίδιος υποστήριξε πως «το καλύτερο θα ήταν να ισχύσει η περικοπή και να “τρέξει” η οικονομία, ώστε να καταστεί δυνατόν σε 2-3 χρόνια να αυξηθούν οι συντάξεις για όλους».
Οπως εξήγησε, κατά την παρουσίαση της τριμηνιαίας έκθεσης του ΙΟΒΕ, αν η μη περικοπή των συντάξεων ερμηνευθεί ως αρχή του ξηλώματος των μεταρρυθμίσεων θα υπάρξει πρόβλημα και «μπορεί να παρατείνει με επώδυνο τρόπο την περίοδο που είμαστε αποκομμένοι από τις αγορές».
Η αξιοπιστία, τόνισε, πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρην οφθαλμού. Ακόμη διερωτήθηκε αν το υπερπλεόνασμα που φαίνεται πως εξασφαλίζεται το 2019 θα υπάρχει και τα επόμενα χρόνια, ώστε να μη χρειαστεί να κοπούν οι συντάξεις αργότερα και επισήμανε ότι το ποσοστό του ΑΕΠ που διατίθεται για τις συντάξεις στην Ελλάδα είναι από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη.
«Οι όποιες κινήσεις στην οικονομική πολιτική δεν πρέπει να δημιουργούν την αίσθηση πως αυτή θα κινηθεί προς δημοσιονομικά ανεύθυνες ή προς αντιαναπτυξιακές κατευθύνσεις», τόνισε. «Εάν συμβεί αυτό, η όποια αναβολή στη μείωση των συντάξεων θα είναι ιδιαίτερα βραχύβια και η περικοπή θα καταστεί αναπόφευκτη πολύ σύντομα, ενώ η αναβολή θα έχει ενδιάμεσα και ευρύτερες επιπτώσεις στην οικονομία».
Σε προσεκτικές κινήσεις προέτρεψε, εξάλλου, ο κ. Βέττας και για τους μισθούς, λέγοντας ότι ο κατώτατος μισθός πρέπει να υπάρχει, αλλά να αυξάνεται με μεγάλη προσοχή ώστε να μην επιδράσει αρνητικά στην ανταγωνιστικότητα και να μην οδηγήσει σε αύξηση της ανεργίας. Το ΙΟΒΕ διατήρησε σταθερές τις προβλέψεις του για ρυθμό ανάπτυξης φέτος 2%, ενώ για το 2019 προβλέπει 2,4%. Ο κ. Βέττας, όμως, επισήμανε πως, αν και θετικοί, οι ρυθμοί ανάπτυξης υπολείπονται του επιπέδου που θα σηματοδοτούσε σύγκλιση με την Ευρωζώνη.
Ο ίδιος έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην όσο το δυνατόν ταχύτερη επιστροφή στις αγορές. Οπως είπε, όσο παρατείνεται η περίοδος της μη ομαλής χρηματοδότησης, αυξάνεται και η πιθανότητα πως τελικά η χρηματοδότηση θα γίνει με δυσχέρεια. Το ζήτημα, είπε, δεν είναι μόνο η χρηματοδότηση του δημόσιου τομέα, αλλά και των επιχειρήσεων, τραπεζών και νοικοκυριών.
Ο πρόεδρος του ΙΟΒΕ Τάκης Αθανασόπουλος σημείωσε, εξάλλου, ότι «παρά τη μείωση του εθνικού μας εισοδήματος κατά 25%, εξακολουθούμε να διαθέτουμε μεγαλύτερο πλούτο απ’ ό,τι προβλέπεται από τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας» και τόνισε την ανάγκη υιοθέτησης των καλών πρακτικών άλλων χωρών προκειμένου να επιτευχθούν υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης.
Η έκθεση του ΙΟΒΕ, την οποία παρουσίασε ο κ. Μιχάλης Βασιλειάδης, καταγράφει, μεταξύ άλλων, ότι η όποια εξωστρέφεια της οικονομίας βασίστηκε στους γνωστούς για το συγκριτικό τους πλεονέκτημα κλάδους: Στον πρωτογενή τομέα, όπου η συμβολή στην απασχόληση φθάνει το 12,5% έναντι 3,4% στην Ευρωζώνη, και στον τουριστικό κλάδο που φτάνει το 7,9% έναντι 4,9% στην Ευρωζώνη. Αντίθετα, το μερίδιο της μεταποίησης είναι 10% έναντι 15,9% στην Ευρωζώνη και φθίνει (-2,3% το 2008-2017).