Γιατί καταρρέει η γερμανική κυβέρνηση

Γιατί καταρρέει η γερμανική κυβέρνηση

Σύμφωνα με ανάλυση του Γερμανικού Οικονομικού Ινστιτούτου, ένας νέος εμπορικός πόλεμος θα μπορούσε να κοστίσει στη Γερμανία 180 δισ. ευρώ κατά τα τέσσερα χρόνια της θητείας του Ντόναλντ Τραμπ

5' 13" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο τρικομματικός κυβερνητικός συνασπισμός της Γερμανίας κατέρρευσε το απόγευμα της Τετάρτης. Ο καγκελάριος Ολαφ Σολτς ανακοίνωσε ότι απομακρύνει τον υπουργό Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ από την κυβέρνηση λόγω διαχρονικών διαφωνιών. Η κίνηση ανοίγει τον δρόμο για πρόωρες εκλογές εντός μηνών.

Η απομάκρυνση του Λίντνερ ισοδυναμεί με «διαζύγιο» των Σοσιαλδημοκρατών του Σολτς από το δημοσιονομικά συντηρητικό Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (FDP) του Λίντνερ και οδηγεί σε κατάρρευση του ταραχώδους κυβερνητικού συνασπισμού, καθώς ο Σολτς θα αναγκαστεί να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης. Οπως έγινε γνωστό, η σχετική ψηφοφορία προγραμματίζεται για τις 15 Ιανουαρίου και εάν, όπως είναι πιθανό, χάσει στην ψηφοφορία, πρόωρες εκλογές θα προγραμματιστούν μέχρι τον Μάρτιο.

Τα «απόνερα» της εκλογής Τραμπ

Η νέα πολιτική αστάθεια στη Γερμανία ήρθε λίγες ώρες μετά τη σαφή νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές, αποτέλεσμα που ενέτεινε την αναστάτωση στη γερμανική πολιτική ηγεσία. Το Βερολίνο είναι εξαρτημένο αμυντικά από την αμερικανική στρατιωτική ισχύ, ενώ φοβάται ότι η πολιτική επιβολής δασμών του Τραμπ θα μπορούσε να πλήξει τη γερμανική βιομηχανία.

Ως ο δεύτερος μεγαλύτερος υποστηρικτής της Ουκρανίας μετά τις ΗΠΑ, η Γερμανία αντιμετωπίζει επίσης ανησυχίες ότι θα αφεθεί να αναλάβει πολύ μεγαλύτερο μερίδιο της πολεμικής προσπάθειας εάν ο Τραμπ πραγματοποιήσει την απειλή του να μειώσει την υποστήριξη προς το Κίεβο.

«Αγαπητοί συμπολίτες, θα ήθελα να μην είχα πάρει αυτή τη δύσκολη απόφαση, ειδικά σε καιρούς σαν αυτούς, όπου η αβεβαιότητα αυξάνεται», τόνισε ο Σολτς σε δήλωσή του από την καγκελαρία.

Ωστόσο το ρήγμα στο εσωτερικό του συνασπισμού αποδείχθηκε μεγάλο.

Το πολιτικό χάσμα

Ο Λίντνερ και το FDP επέμεναν ότι η γερμανική κυβέρνηση θα έπρεπε να τηρήσει τους αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες και να προχωρήσει σε μειώσεις φόρων. Αντίθετα, οι εταίροι του συνασπισμού ζητούσαν αύξηση των κοινωνικών δαπανών και τόνωση της γερμανικής βιομηχανίας με «ενέσεις» χρηματοδότησης.

«Πολύ συχνά, ο υπουργός Λίντνερ μπλόκαρε νόμους», ανέφερε ο Σολτς σε δήλωσή του και πρόσθεσε: «Πολύ συχνά επιδόθηκε σε μικροκομματικές πολιτικές τακτικές. Πολύ συχνά προέβη σε κινήσεις που οδήγησαν στο να χάσει την εμπιστοσύνη μου».

Ο Σολτς ανέφερε ότι ζήτησε από τον Λίντερ να χαλαρώσει τους δημοσιονομικούς κανόνες, για να επιτρέψει περισσότερη βοήθεια στην Ουκρανία, αλλά ο Λίντνερ αρνήθηκε, λέγοντας ότι μια τέτοια κίνηση θα «παραβίαζε τον όρκο μου». Ο Λίντερ επέκρινε επίσης τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόταν ο Σολτς την οικονομική αδυναμία της Γερμανίας.

«Ο Ολαφ Σολτς έχει αποτύχει εδώ και καιρό να αναγνωρίσει την ανάγκη για νέα οικονομική αφύπνιση στη χώρα μας», ανέφερε, προσθέτοντας: «Εχει υποτιμήσει εδώ και καιρό τις οικονομικές ανησυχίες των πολιτών μας».

Η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης υπό πίεση

Αλλη αφορμή που πυροδότησε τις διαφωνίες στον συνασπισμό αποτέλεσε η ψήφιση του κρατικού προϋπολογισμού του 2025 από το Κοινοβούλιο –στον οποίο πρέπει να καλυφθεί κενό τουλάχιστον 2,4 δισ. ευρώ, ενδεχομένως και μεγαλύτερο–, καθώς και η αναζήτηση πολιτικής συμφωνίας για την αναμόρφωση της προβληματικής οικονομίας της χώρας.

Οι συνομιλίες με σκοπό την αναζήτηση εξόδου από την κρίση στο εσωτερικό του συνασπισμού ναυάγησαν μετά την κίνηση του Λίντνερ να εκδώσει ανακοίνωση με αιτήματα για φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που ήταν δύσκολο να αποδεχτούν τα άλλα δύο κόμματα, ζητώντας περικοπές φόρων και «ψαλίδισμα» των πολιτικών για το κλίμα προκειμένου να τονωθεί η οικονομική ανάπτυξη. Και οι δύο θέσεις οδήγησαν το κόμμα σε πλήρη ρήξη με τους εταίρους του στον συνασπισμό.

Η νίκη του Τραμπ αναμένεται να εντείνει την πίεση στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, όπως αναφέρει το Politico σε ανάλυσή του. Σύμφωνα με το Γερμανικό Οικονομικό Ινστιτούτο, ένας νέος εμπορικός πόλεμος θα μπορούσε να κοστίσει στη Γερμανία 180 δισ. ευρώ κατά τα τέσσερα χρόνια της θητείας του Τραμπ.

Πολλοί στη Γερμανία ήλπιζαν ότι η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές θα ανάγκαζε τον συνασπισμό να κρατηθεί ενωμένος λόγω των φόβων ότι ο νέος πρόεδρος θα δυσκόλευε τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης.

Τελικά, ούτε η διαφαινόμενη απειλή του Τραμπ αποδείχτηκε αρκετή ώστε τα δύο κόμματα να παραμερίσουν τις διαφορές τους.

Για απολύτως ακατάλληλη στιγμή έκανε λόγο ο Ρόμπερτ Χάμπεκ, υπουργός Οικονομίας των Πρασίνων. «Εντελώς τραγικό, μια ημέρα σαν αυτή, όταν η Γερμανία πρέπει να δείξει ενότητα και ικανότητα δράσης στην Ευρώπη», πρόσθεσε ο ίδιος.

Ο κορυφαίος οικονομολόγος του Ινστιτούτου Ifo, Κλέμενς Φουέστ, χαιρέτισε τα νέα, λέγοντας ότι σε μια εποχή που η Γερμανία βρισκόταν «σε οικονομικά δύσκολη κατάσταση αναμφίβολα χρειάζεται νέα κυβέρνηση που να είναι ικανή να δράσει το συντομότερο δυνατό».

Σε δημοσκόπηση της Forsa που δημοσιεύθηκε χθες, Τετάρτη, το 82% των Γερμανών δήλωσε ότι δεν πιστεύει πως η κυβέρνηση θα διορθώσει την οικονομική κρίση πριν από τις ομοσπονδιακές εκλογές, οι οποίες είχαν προγραμματιστεί για τον ερχόμενο Σεπτέμβριο.

Πολιτική αβεβαιότητα

Τρία χρόνια μετά τον σχηματισμό της, η συμμαχία θεωρείται η πιο αντιδημοφιλής ομοσπονδιακή κυβέρνηση όλων των εποχών, όπως επισημαίνει το Spiegel σε ανάλυσή του. «Το γεγονός ότι ξεπέρασαν σοβαρή ενεργειακή κρίση μετά την επίθεση του Πούτιν στην Ουκρανία δεν θεωρείται πλέον θετικό. Οι συνεχείς διαμάχες και οι συγκρούσεις σχεδόν για τα πάντα έχει καλύψει καθετί θετικό». 

Το FDP είναι το μικρότερο κόμμα του συνασπισμού και συγκεντρώνει στις δημοσκοπήσεις ποσοστό μόλις 4% –κάτω από το όριο που απαιτείται για να μπει στο γερμανικό Κοινοβούλιο– που σημαίνει ότι οι ηγέτες του θα μπορούσαν να θέλουν τη ρήξη στον κυβερνητικό συνασπισμό για να σώσουν το πολιτικό τους μέλλον.

Είναι άλλωστε παραδοσιακά ο κυβερνητικός εταίρος της συντηρητικής συμμαχίας CDU/CSU, η οποία βρίσκεται ψηλά στις δημοσκοπήσεις σε σύγκριση με τα κόμματα του συνασπισμού.

Οι πρόωρες εκλογές πιθανότατα θα οδηγήσουν σε νέα κυβέρνηση υπό την ηγεσία της Χριστιανοδημοκρατικής Ενωσης (CDU), η οποία αυτή τη στιγμή προηγείται στις δημοσκοπήσεις με μεγάλη διαφορά. Οι ηγέτες του CDU έχουν κάνει απότομη στροφή προς τα δεξιά σχετικά με τη μετανάστευση τα τελευταία χρόνια, ενώ υποστηρίζουν επίσης πιο ισχυρή στρατιωτική βοήθεια για την Ουκρανία.

Παρ’ όλα αυτά, η επίθεση του Σολτς στον Λίντνερ έχει ήδη πυροδοτήσει σχετικό ενθουσιασμό στο SPD. «Το νούμερο ένα είναι ζωντανό», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά σε ανάλυση του Spiegel, όπου προστίθεται: «Ισως η ανακοίνωση για το τέλος της συμμαχίας να αποτελεί την πιο δυνατή επίδοση της καγκελαρίας του, μέχρι στιγμής».

Εν τω μεταξύ, ο Γερμανός καγκελάριος έχει σχεδόν πέντε μήνες για να περιορίσει τη ζημιά από την αποτυχία της συμμαχίας. Ωστόσο ο αντίκτυπός της ενδέχεται να βυθίσει τη Γερμανία σε παρατεταμένη περίοδο πολιτικής αβεβαιότητας.

Πηγή: Reuters, Spiegel, Politico, Guardian

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT