Αναβαθμίστε τον για να δείτε σωστά αυτό το site. Αναβαθμίστε τον browser σας τώρα!
Οι Έλληνες ορειβάτες που επέζησαν από χιονοστιβάδα το 1985 στα Ιμαλάια και χτυπήθηκαν το 2020 από την πανδημία του νέου κορωνοϊού.
ΕΡΕΥΝΕΣ 24.05.2020 • ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Ίσα που πρόλαβε να κάνει δύο δρασκελιές. Ήταν αδύνατο να ξεφύγει από το λευκό τείχος που σηκώθηκε μπροστά του. Προσπάθησε να φρενάρει την πτώση του, αλλά το χιόνι ερχόταν με ορμή. Γέμισε το στόμα του, τρύπωσε στα ρούχα του, τον παρέσυρε για 600 μέτρα. Ανέκτησε τις αισθήσεις του σε μια απόκρημνη πλαγιά αδυνατώντας να κάνει την παραμικρή κίνηση. Είχε κατάγματα στο γόνατο, στην κλείδα και στα πλευρά. Το βουνό τον είχε αιφνιδιάσει.
«Ήταν καλή μέρα, ήμουν πολύ ελαφρά ντυμένος, δεν θα έβγαζα βραδιά άμα έμενα έτσι. Είχα αρχίσει να τουρτουρίζω», θυμάται ο Χρήστος Λάμπρης.
Το πρωινό της 22ας Οκτωβρίου 1985 η πρώτη ελληνική ορειβατική απόπειρα στα Ιμαλάια έληξε άδοξα. Δύο μέλη της ομάδας σκοτώθηκαν από χιονοστιβάδα την παραμονή της ανάβασής τους στην κορυφή. Ο 24χρονος Χρήστος Λάμπρης σώθηκε χάρη στη βοήθεια του αρχηγού της αποστολής Μιχάλη Τσουκιά. «Τον εντόπισε, τον έβαλε σε έναν υπνόσακο, άφησε τρόφιμα και φάρμακα. Ό,τι ήταν απαραίτητο για να επιβιώσει μερικές ώρες μέχρι να φτάσουμε ως ομάδα διάσωσης», θυμάται ο συνοδοιπόρος τους Πάνος Χλωροκώστας.
Εκείνες τις κρίσιμες ώρες, στις 6.400 μέτρα, ρίζωσαν φιλίες οι οποίες με τον καιρό εξελίχθηκαν σε αδελφικούς δεσμούς. Τριάντα πέντε χρόνια αργότερα, όμως, η σχοινοσυντροφιά των Ιμαλαΐων χωρίστηκε απρόσμενα. Όχι από κάποιο στραβοπάτημα, ή μια λιθόπτωση στο κυνήγι του υψομέτρου, αλλά από την πανδημία του νέου κορωνοϊού.
«Στο βουνό εάν έχεις εκπαίδευση και εμπειρία ξέρεις τι μπορείς να κάνεις όταν αντιμετωπίζεις κάποιο κίνδυνο. Με τον ιό ήταν κάτι απολύτως άγνωστο», λέει ο κ. Λάμπρης. Τον συναντάμε στο σπίτι του στα Ιωάννινα περίπου δέκα ημέρες μετά το εξιτήριο από το νοσοκομείο της πόλης. Πέρασε τρεις εβδομάδες σε καταστολή στη μονάδα εντατικής θεραπείας, η συνολική διάρκεια της νοσηλείας του κράτησε πάνω από ένα μήνα.
Έχασε 17 κιλά –κυρίως μυϊκή μάζα– και όπως λέει δυσκολεύεται μέχρι και σήμερα να σηκώσει τη μικρή του κόρη η οποία ζυγίζει οκτώ κιλά. Έχει και μια δυσκαμψία στα χέρια. Θα χρειαστούν φυσιοθεραπείες και υπομονή για την πλήρη επάνοδό του.
Στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων ήδη από τις 20 Ιανουαρίου είχαν θέσει σε λειτουργία τη Μονάδα Λοιμωδών Νόσων η οποία ήταν ανενεργή από το 2009. Εξόπλισαν θαλάμους αρνητικής πίεσης, ενώ ειδικευόμενοι γιατροί της κλινικής δέχθηκαν να μείνουν με παράταση και να δώσουν τη μάχη του πρώτου κύματος δίπλα στους συναδέλφους τους. Συνολικά εννέα ασθενείς νοσηλεύτηκαν εκεί και άλλοι τρεις στη ΜΕΘ.
Η περίπτωση του κ. Λάμπρη όμως ήταν κομβική. Δεν είχε υποκείμενο νόσημα, ήταν σε καλή φυσική κατάσταση, τίποτα δεν προμήνυε ότι θα τον ταλαιπωρούσε τόσο πολύ αυτή η ασθένεια.
Στο τελευταίο στάδιο της νοσηλείας του έμαθε ότι ο Μιχάλης Τσουκιάς, ο οποίος είχε νοσήσει και οδηγηθεί νωρίτερα στο νοσοκομείο «Σωτηρία» στην Αθήνα, πέθανε στις 24 Μαρτίου. Ήταν 64 ετών. Η είδηση της απώλειάς του έγινε ευρέως γνωστή λόγω της ορειβατικής ιδιότητάς του, αλλά και γιατί ήταν το πρώτο θύμα της πανδημίας στην Ελλάδα χωρίς υποκείμενο νόσημα.
«Μετά την ανακοίνωση του θανάτου το μυαλό μου ήταν συνέχεια στον Χρήστο. Τουλάχιστον έλεγα ας σωθεί εκείνος, να μην πεθάνουν και οι δύο», λέει ο κ. Χλωροκώστας. Το 1985, στα Ιμαλάια, ο ίδιος βρισκόταν στα μετόπισθεν. Ως γιατρός της αποστολής περίμενε σε πιο χαμηλό υψόμετρο, στην κατασκήνωση βάσης, την ομάδα που θα επιχειρούσε να φτάσει στην κορυφή. Από εκεί είδε τη χιονοστιβάδα να σαρώνει τα αντίσκηνα των φίλων του. Οι ασύρματοι σίγησαν, δεν ήξερε ποιος ήταν ζωντανός.
Εκείνα τα χρόνια η κατάκτηση της κορυφής Annapurna South στις 7.129 μέτρα, δεν ήταν εύκολο εγχείρημα. «Ήταν πρωτόγνωρο», λέει ο κ. Λάμπρης. «Ακόμη και στη διαδικασία της ανάβασης αυτοσχεδιάζαμε σε πολλά πράγματα. Ενδεχομένως εάν είχαμε προηγούμενη εμπειρία να είχαμε εγκαταλείψει την προσπάθεια νωρίτερα, αλλά επιμείναμε θεωρώντας ότι τα Ιμαλάια έτσι πρέπει να είναι. Πρέπει να προσπαθήσεις, δεν γίνεται αλλιώς να κατακτήσεις μια κορυφή τους».
Έχοντας επίγνωση των κινδύνων, τα μέλη της αποστολής είχαν φτιάξει σχετικό τραγούδι, παραφράζοντας από το «Σε πότισα Ροδόσταμο» τους στίχους του Νίκου Γκάτσου που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης: «Στην Αναπούρνα που θα πας κοίτα μην πέσεις σε κρεβάς» (crevasse σημαίνει ρωγμή στον παγετώνα).
Η 12μελής ομάδα στελεχώθηκε με καταρτισμένους ορειβάτες από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Για να φτάσουν μέχρι το οροπέδιο στις 4.200 μέτρα, όπου θα έστηναν την κατασκήνωση βάσης, χρειάστηκε να περπατήσουν δέκα ημέρες σε πυκνή βλάστηση. Ο κ. Λάμπρης θυμάται ότι κατά την πεζοπορία υπήρχαν παντού βδέλλες. Έπεφταν από τα δέντρα στον σβέρκο τους, κολλούσαν στα πόδια τους με κάθε βήμα. Περίπου 100 Νεπαλέζοι αχθοφόροι τους βοήθησαν να κουβαλήσουν σχεδόν τρεις τόνους εξοπλισμού και προμηθειών.
Ανεβαίνοντας όλο και πιο ψηλά όμως ο καιρός δεν ήταν σύμμαχος. Η χιονόπτωση τους καθυστέρησε. «Τρία ή τέσσερα άτομα εγκλωβίστηκαν στη δεύτερη κατασκήνωση, τελείωσαν τα τρόφιμα και έτρωγαν καραμέλες μέχρι να επιστρέψουν στη βάση», λέει ο κ. Λάμπρης. Κατά μία εκδοχή τις έλιωναν σε ζεστό νερό και τις έτρωγαν σαν σούπα.
Παρά τις κακουχίες, η ημέρα της κορυφής πλησίαζε. Ώσπου τα τέσσερα προωθημένα μέλη της ελληνικής ομάδας χτυπήθηκαν από χιονοστιβάδα. Ο Κλήμης Τσατσαράγκος και ένας Γερμανός ορειβάτης από άλλη αποστολή θάφτηκαν στο χιόνι. Ο Τσουκιάς γλίτωσε. Χωρίς αρβύλες, πατώντας στην παγωμένη πλαγιά με τις κάλτσες, μάζεψε όσο εξοπλισμό βρήκε σκόρπιο και προσπάθησε να βοηθήσει τους τραυματίες. Τοποθέτησε τον Δημήτρη Μπουντόλα σε έναν υπνόσακο μέσα σε αντίσκηνο. Έκανε το ίδιο και με τον κ. Λάμπρη. Μια νέα χιονοστιβάδα όμως παρέσυρε τον Μπουντόλα στον θάνατο.
Η μόνη λύση για τον αρχηγό της αποστολής ήταν να κατέβει πιο χαμηλά για ενισχύσεις. «Με το που νύχτωσε έπεφταν κομμάτια πάγου από την ορθοπλαγιά και περνούσαν δίπλα μου σαν να γίνεται κατολίσθηση», θυμάται ο κ. Λάμπρης. «Σκεφτόμουν μόνο τι άλλο μπορώ να κάνω για να γλιτώσω».
Θεωρητικά, όπως λέει, θα μπορούσε να σκάψει μια τρύπα στο χιόνι και να χωθεί μέσα για να προστατευτεί έστω και για λίγο από τη χαμηλή θερμοκρασία. Λόγω των σπασμένων πλευρών, όμως, η αναπνοή του ήταν αδύναμη. Δεν γινόταν να κάνει οποιαδήποτε κίνηση. Μπορούσε μόνο να περιμένει.
Χρειάστηκε τιτάνια προσπάθεια για τη διάσωσή του. Πέρασαν σχεδόν τέσσερις ημέρες μέχρι να τον κατεβάσουν στην κατασκήνωση βάσης για να τον παραλάβει στρατιωτικό ελικόπτερο. Εκείνη την εποχή ήταν πιο δύσκολο για τα ιπτάμενα σωστικά μέσα να προσεγγίσουν μεγαλύτερο υψόμετρο.
«Όταν έφτασα στην κατασκήνωση βάσης και με έβαλαν μέσα στο αντίσκηνο, τότε ηρέμησα, χαλάρωσα και άρχισα να φέρνω στη μνήμη μου όσα είχαν συμβεί τις προηγούμενες ημέρες. Εκεί με πήραν τα κλάματα», λέει. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα ακολούθησαν έξι μήνες με διαδοχικά χειρουργεία για να φτιάξει το γόνατό του.
Για κάποιο διάστημα το βουητό της χιονοστιβάδας αντηχούσε ακόμη γύρω του. «Αν άκουγα παρόμοιο θόρυβο τιναζόμουν», λέει. Γρήγορα όμως επέστρεψε στις βουνοκορφές. «Δεν μου άφησε φόβους, ούτε εφιάλτες. Έγραψα την ιστορία τότε που ήταν πολύ φρέσκια και ίσως αυτό να εκτόνωσε την κατάσταση», τονίζει.
Ο κ. Χλωροκώστας θυμάται ότι μόλις επέστρεψαν στην Ελλάδα προτιμούσε για μια περίοδο να πηγαίνει στα βουνά χωρίς παρέα. Προσπάθησε να απομονώσει το γεγονός από τη μνήμη του, να επικεντρωθεί στις σπουδές του. Ήταν 24 ετών και του απέμεναν λίγα μαθήματα για το πτυχίο της Ιατρικής.
«Αργότερα, όταν επουλώθηκαν τα τραύματα της απώλειας των δύο φίλων οι συζητήσεις με τον Χρήστο και τον Μιχάλη είχαν κάποιο όριο, κάποιο ευαίσθητο σημείο πέρα από το οποίο δεν προχωρούσαν», λέει.
Η σχέση και των δύο με τον Μιχάλη Τσουκιά ξεκίνησε από κοινή αφετηρία. Ήταν δάσκαλός τους στη σχολή ορειβασίας. «Σκαρφάλωνε με ορειβάτες της γενιάς του. Εμείς ήμασταν πιο μικροί και τον παρακολουθούσαμε περισσότερο σαν εκπαιδευτή και λιγότερο σαν σχοινοσύντροφο», λέει ο κ. Χλωροκώστας. «Μετά την αποστολή στα Ιμαλάια όμως, όταν βρίσκεσαι σε συνθήκες πολύ κοντά στον θάνατο με κάποιον άνθρωπο δημιουργείται μια σχέση που δεν είναι απλά φιλία, είναι δεσμός».
Το 1986 ο Τσουκιάς ίδρυσε μαζί με τον Λάμπρη την εταιρεία Trekking Hellas, το πρώτο ταξιδιωτικό πρακτορείο στην Ελλάδα για υπαίθριες δραστηριότητες. Διοργάνωναν πεζοπορικές εκδρομές στα ελληνικά βουνά, ράφτινγκ στα ποτάμια. Σύντομα πραγματοποίησαν και ταξίδια για Έλληνες στο Νεπάλ και στην Ινδία, αλλά και στη Σαχάρα. Σταδιακά η εταιρεία τους εξελίχθηκε σε όμιλο αποκτώντας, μέσω του συστήματος franchise, παραρτήματα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. «Είχε καταπληκτικές οργανωτικές ικανότητες», λέει ο κ. Λάμπρης για τον φίλο και συνεταίρο του.
Τα τελευταία χρόνια εργάζονταν και οι δύο εξ αποστάσεως. Στις 5 Μαρτίου 2020 συναντήθηκαν ξανά. Ο Τσουκιάς ταξίδεψε αεροπορικώς από τη βόρεια Ιταλία στην Αθήνα και ο κ. Λάμπρης τον παρέλαβε στο αεροδρόμιο. Θα πήγαιναν μαζί προς τα Τρίκαλα για να παρακολουθήσουν ένα συνέδριο σχετικό με τον κλάδο τους.
«Αρρώστησαν και οι δύο. Ο Μιχάλης, επειδή ήξερα την υγεία του, ήταν για εμένα άνθρωπος από σίδερο. Δεν περίμενα ποτέ ότι θα τον καταβάλει μια ίωση. Ήμασταν στις πρώτες ημέρες της επιδημίας στην Ελλάδα και ήταν ένα από τα πρώτα σοβαρά κρούσματα», λέει ο κ. Χλωροκώστας.
Όταν επέστρεψε στο σπίτι του στα Ιωάννινα ο κ. Λάμπρης ανέβασε πυρετό. Μόλις έγινε γνωστό ότι ο φίλος του ήταν θετικός στο νέο κορωνοϊό έκανε και αυτός τεστ και εισήχθη στο νοσοκομείο στις 13 Μαρτίου. Η υγεία του επιδεινώθηκε γρήγορα. Εμφάνισε έντονη δύσπνοια και διασωληνώθηκε.
Το φαινόμενο της «καταιγίδας κυτταροκινών» τον οδήγησε σε επιπλοκές του αναπνευστικού. «Είναι μια υπεραντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος που θέτει σε υπερλειτουργία τους μηχανισμούς άμυνας και επηρεάζει την αναπνευστική λειτουργία δυσμενέστατα», εξηγεί ο καθηγητής Παθολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Χαράλαμπος Μηλιώνης.
«Η εμπειρία που αποκτήθηκε από εκείνον μας βοήθησε να είμαστε πολύ πιο γρήγοροι και αποτελεσματικοί στα επόμενα περιστατικά. Παρότι χρειάστηκε μακρόχρονη νοσηλεία, η κράση του και η θέλησή του τον έβγαλαν από τη μονάδα εντατικής θεραπείας», προσθέτει.
Από το διάστημα των τριών εβδομάδων στην εντατική, ο κ. Λάμπρης δεν έχει αναμνήσεις. Αν και ήταν σε καταστολή, συγκράτησε μόνο κάποια όνειρά του. «Είδα ότι ήμουν σε ένα φορείο σκεπασμένος με μια βαριά κουβέρτα και δεν μπορούσα να κουνηθώ», λέει για ένα από αυτά.
Ο κ. Χλωροκώστας, ως γιατρός και φίλος του Τσουκιά, τον εξέτασε στις 11 Μαρτίου στην Αθήνα λαμβάνοντας τα απαραίτητα προστατευτικά μέτρα και κάλεσε το ΕΚΑΒ για να τον μεταφέρει σε νοσοκομείο. «Έχοντας να αντιμετωπίσουν έναν άνθρωπο χωρίς προηγούμενο ιστορικό, αλλά χωρίς βασικά όπλα που είναι τα φάρμακα, χωρίς μια ειδική θεραπεία, έφτασε έπειτα από δύο εβδομάδες νοσηλείας να χάσει τη μάχη. Δεν ξέρω ποιος είναι ο λόγος που δεν τα κατάφερε», λέει.
Πίσω στα Ιωάννινα, ο κ. Λάμπρης εκτιμά ότι θα χρειαστούν άλλοι τρεις μήνες μέχρι να επανέλθει. Μιλάει για ένα ταξίδι στην Ισλανδία που είχαν προγραμματίσει στην εταιρεία προ πανδημίας και αναβλήθηκε, για αποστολές που θα ήθελε να ξανακάνει στις Άνδεις και στο Κιλιμάντζαρο. Θέλει να επιστρέψει στα βουνά.
Από τη χιονοστιβάδα στα Ιμαλάια το 1985 στο χτύπημα της πανδημίας το 2020.
Ρεπορτάζ- επιμέλεια βίντεο: ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Κάμερα: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΥΤΑΦΗΣ
Μοντάζ: ΓΩΓΩ ΜΠΕΜΠΕΛΟΥ
Πλάνα αρχείου ορειβατικής αποστολής: ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΑΜΠΡΗΣ
Διαβάστε το Β΄ Μέρος: Ο αγώνας της επανόδου μετά τη μάχη με τον ιό
Για την Kαθημερινή της Κυριακής και το Kathimerini.gr.
Κυριακή 24.05.2020