Την εβδομάδα που πέρασε, η κατάσταση της υγείας του Δημήτρη Κουφοντίνα επιδεινώθηκε. «Είναι ικανός να το πάει μέχρι τέλους», είχαν προειδοποιήσει σωφρονιστικοί υπάλληλοι του Δομοκού τη γενική γραμματέα Αντεγκληματικής Πολιτικής Σοφία Νικολάου, πριν ακόμα εκείνος μεταφερθεί στο νοσοκομείο. Εκείνη τους επαναλάμβανε την επίσημη θέση της κυβέρνησης: πως δεν διαπραγματεύεται με κρατουμένους, πόσο μάλλον εν μέσω μιας απεργίας πείνας. Ανεπίσημα, όμως, και σε συζητήσεις ήταν σαφής η θέση της: Εάν κινδυνεύσει η ζωή του, θα πρέπει να ενεργοποιηθεί εισαγγελική διάταξη και οι γιατροί να του παράσχουν ιατρική υποστήριξη.
Ολα ξεκίνησαν όταν βγήκε η απόφαση να φύγει από τις αγροτικές φυλακές του Βόλου. Θεωρητικά και βάσει κανονισμού θα έπρεπε να επιστρέψει στη φυλακή όπου εξέτιε την ποινή του, δηλαδή στον Κορυδαλλό, αλλά το υπουργείο αποφάσισε να τον μεταφέρει στον Δομοκό. Ο κύριος λόγος, έγραψαν, ήταν η διασπορά του κορωνοϊού στη Δυτική Αττική. Εκείνος όμως δεν το δέχθηκε και στις 8 Ιανουαρίου ξεκίνησε απεργία πείνας.
Μέσα από συνεντεύξεις με σωφρονιστικούς υπαλλήλους, πρώην και νυν στελέχη του υπουργείου Δικαιοσύνης και Προστασίας του Πολίτη, η «Κ» καταγράφει τη διαδρομή του Κουφοντίνα. Από τα «σομόν κελιά» της απομόνωσης όπου τοποθετήθηκε όταν συνελήφθη, στη VIP πτέρυγα του Αυλώνα και στις αγροτικές φυλακές στον Βόλο όπου μεταφέρθηκε επί ΣΥΡΙΖΑ και πάλι πίσω στις φυλακές του Κορυδαλλού και του Δομοκού επί Ν.Δ. Μια διαδρομή άμεσα συνδεδεμένη με μια σειρά «φωτογραφικών» νόμων και διατάξεων και από τις δύο κυβερνήσεις με πρωταγωνιστή τον καταδικασμένο τρομοκράτη σε 11 φορές ισόβια συν 25 χρόνια κάθειρξη για 11 δολοφονίες.
Οταν συνελήφθη πριν από 18,5 χρόνια, ο στόχος ήταν να βρίσκεται σε πλήρη απομόνωση. Οι συνθήκες αυτές όμως κράτησαν λίγους μήνες και σύντομα βρέθηκε μαζί με τα άλλα μέλη της οργάνωσης στην ειδική πτέρυγα των γυναικείων φυλακών του Κορυδαλλού σε κανονικά κελιά. Με το πέρασμα του χρόνου, κάποια μέλη της οργάνωσης μεταφέρθηκαν σε ανοικτές φυλακές, κάποιοι με μικρότερες ποινές αποφυλακίστηκαν και πολλοί ξεκίνησαν να παίρνουν άδειες. Ενας από αυτούς ήταν ο Χριστόδουλος Ξηρός, ο οποίος στο τέλος της 7ης άδειας δεν επέστρεψε. Η τότε κυβέρνηση της Ν.Δ. αντιλήφθηκε πως μετά τη σύλληψη των μελών της 17Ν καμία κυβέρνηση δεν είχε μεριμνήσει για ένα νομοθετικό πλαίσιο για τους εγκληματίες της τρομοκρατίας. Ετσι, προχώρησε άμεσα στη νομοθέτηση των φυλακών υψίστης ασφαλείας στον Δομοκό και ο Κουφοντίνας –μαζί με τους υπολοίπους της 17Ν– μεταφέρθηκε εκεί.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, ο Δομοκός δεν διέφερε σε τίποτα από τις άλλες φυλακές. Πέρα από αλεξίσφαιρα τζάμια, την εξωτερική φύλαξη από την αστυνομία και ένα… βάψιμο, τίποτε άλλο δεν είχε αλλάξει. Ο ΣΥΡΙΖΑ παρ’ όλα αυτά είχε εναντιωθεί στη δημιουργία φυλακών Γ΄ τύπου, κυρίως λόγω των περιορισμών που έφερναν στα προνόμια των βαρυποινιτών – βασικά στις άδειες κρατουμένων με πολλά ισόβια στην πλάτη τους. Ετσι, όταν εξελέγη κυβέρνηση, άμεσα τις κατήργησε και μαζί ό,τι προβλεπόταν για τις άδειες.
Τότε, ο Κουφοντίνας βάσει του κανονισμού που τώρα επικαλείται, θα έπρεπε από τον Δομοκό να επιστρέψει στον Κορυδαλλό. Από το υπουργείο όμως είχαν μια αντιπρόταση: να μεταφερθεί στις φυλακές ανηλίκων του Αυλώνα. Ηταν μια απόφαση που προφανώς είχε συζητηθεί σε ανώτατο επίπεδο στο υπουργείο Δικαιοσύνης – αν όχι υψηλότερα. Και αυτό γιατί η θέση την οποία θα κάλυπτε στο συνεργείο των φυλακών θεωρείται προνομιακή και είναι μία από τις ελάχιστες δυνατότητες που διαχρονικά είχε –και χρησιμοποιούσε– κάθε κυβέρνηση για να εξυπηρετήσει κάποιον «επίλεκτο» κρατούμενο (οι σωφρονιστικοί τούς αποκαλούν VIP). Την τακτική αυτή τη γνώριζε σαφέστατα και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, αφού δύο μήνες μετά τις εκλογές είχαν στείλει εκεί τον πρώτο δικό τους «VIP» – υπόδικο τότε στην υπόθεση του «Noor 1».
Από τον Αυλώνα, όμως, είχαν εκφράσει αντιρρήσεις προς το υπουργείο. Οι λόγοι, τους μετέφεραν, είχαν να κάνουν με την ασφάλεια και την καλή λειτουργία των φυλακών. Ενας από τους βασικούς προβληματισμούς τους ήταν πως ο Κουφοντίνας σίγουρα θα προσπαθούσε με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να πάρει άδεια και δεν ήθελαν να είναι εκείνοι που θα έπαιρναν την απόφαση. Μη θέλοντας τότε να δημιουργηθεί επικοινωνιακό θέμα, το υπουργείο αποφάσισε άμεσα –μέσα σε πέντε ημέρες– να μετακινηθεί από εκεί.
Βάσει και πάλι του κανονισμού που σήμερα ο ίδιος επικαλείται, θα έπρεπε να επιστρέψει στον Δομοκό. Επέστρεψε, αντέδρασε όμως έντονα ζητώντας να μεταφερθεί στον Κορυδαλλό. Το αίτημά του ικανοποιήθηκε και μεταφέρθηκε στις δικαστικές φυλακές. Ούτε εκεί όμως ήταν ικανοποιημένος και επέμενε να μεταφερθεί στο γυναικείο παράρτημα όπου βρισκόταν τα πρώτα χρόνια κράτησής του. Οταν το αίτημά του δεν έγινε δεκτό, ξεκίνησε απεργία πείνας και μέσα σε λίγες ημέρες μεταφέρθηκε εκεί όπου επιθυμούσε.
Τα αιτήματα
Παράλληλα, συνέχισε να καταθέτει αιτήματα για άδεια. Μέχρι τότε όλα απορρίπτονταν με το σκεπτικό ότι «δεν παρέχει εχέγγυα καλής χρήσης της αδείας» ή ότι «δεν εκδήλωσε μεταστροφή και μεταμέλεια, ούτε αποκήρυξε τη δράση του», μέχρι που τον Νοέμβριο του 2017 εγκρίθηκε η πρώτη του άδεια. Τα μόνα που είχαν αλλάξει από όλες τις προηγούμενες φορές ήταν ο εισαγγελέας αλλά και το σκεπτικό πως τελικά είναι παράνομο να ζητάει κανείς από τον κατηγορούμενο τη μετάνοια. Το σκεπτικό βασιζόταν σε παλαιότερη ειδική έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη, που είχε συντάξει ο τότε γ.γ. του υπουργείου κ. Φυτράκης.
Ο Κουφοντίνας συνέχισε να παίρνει άδειες και όταν κάποια στιγμή μια απόφαση καθυστέρησε, εκείνος ξεκίνησε και πάλι απεργία πείνας μέχρι να ικανοποιηθεί το αίτημά του. Τον Αύγουστο του ’18 μεταφέρθηκε στις αγροτικές φυλακές του Βόλου. Μια φυλακή που μπορεί να μην ήταν κοντά στο σπίτι του, όπως επιθυμούσε, αλλά οι συνθήκες κράτησης ήταν ιδανικές. Το κελί του περισσότερο θύμιζε αγροτόσπιτο σε κατασκήνωση παρά φυλακή. Επιασε δουλειά στο περιβόλι και, σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», απολάμβανε προνομιακή μεταχείριση (σε σχέση με τα επισκεπτήρια και τη διάρκειά τους) αλλά και συμπάθεια από την τότε διοίκηση – χαρακτηριστική η επίσκεψη που δέχθηκε από υπάλληλο της φυλακής, όταν κάποια στιγμή χρειάστηκε να νοσηλευτεί, με… ανθοδέσμη.
Στην έκτη του άδεια, τον Δεκέμβριο του ’18, έκανε βόλτα στο κέντρο της Αθήνας παρέα με ηγετικό στέλεχος του «Ρουβίκωνα», που ανάρτησε αργότερα φωτογραφίες τους με το σχόλιο πως «Αυτοί οι δρόμοι φτιάχτηκαν για να περπατάμε εμείς». Η κίνηση αυτή προκάλεσε και όταν δύο μήνες αργότερα, τον Φεβρουάριο του 2019, κάνει ξανά αίτηση για άδεια, οι δικαστές στον Βόλο την απορρίπτουν.
Οι πέντε απεργίες πείνας και το δίκτυο συμπαράστασης
Στις 8 Ιανουαρίου ο Δημήτρης Κουφοντίνας ανακοίνωσε ο ίδιος πως σκοπεύει να ξεκινήσει απεργία πείνας: «Μετά τα όσα απροκάλυπτα γίνονται και όσα κυνικά αποκαλύπτονται στον πόλεμο εναντίον μου (…) αποτελεί πια ζήτημα προσωπικής συνέπειας και ατομικής αξιοπρέπειας», είχε γράψει σε επιστολή του. Μέσα σε ελάχιστη ώρα ενεργοποιήθηκε το δίκτυο συμπαράστασης: «Καλούμε ομάδες, στέκια, καταλήψεις, συλλογικότητες, ατομικότητες κ.λπ. να συμβάλλουν με όποιο τρόπο δράσης οι ίδιες προκρίνουν, ώστε να μετατρέψουμε τη συγκεκριμένη μέρα σε μέρα πανελλαδικής αλληλεγγύης», έγραφε ένα από τα πολλά μηνύματα στα κοινωνικά δίκτυα. Ακολούθησαν πορείες αντιεξουσιαστών σε όλη την Ελλάδα αλλά και επιθέσεις που προκάλεσαν φθορές (και φόβο) σε σπίτια και γραφεία βουλευτών και δικαστικών (20 άτομα συγκεντρώθηκαν και πέταξαν τρικάκια έξω από το σπίτι της προέδρου του Αρείου Πάγου). Στα κείμενά τους αναφέρονταν στον Δημήτρη Κουφοντίνα ως «πολιτικό κρατούμενο» που αποτελεί «κομμάτι από τη σάρκα των επαναστατικών κινημάτων». Παράλληλα, ομάδα αναρχικών ξεδίπλωνε μέσα στο Πανεπιστήμιο Πειραιά ένα πανό. «Κωστάκη, πού είναι ο μπαμπάς;» έγραφαν αναφερόμενοι στον δολοφονημένο από τη 17Ν –και δη τον Κουφοντίνα– Παύλο Μπακογιάννη. Το ίδιο διάστημα και σε ένδειξη αλληλεγγύης, δεκαπέντε στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ υπέγραψαν κείμενο κατηγορώντας την κυβέρνηση για την «εκδικητική», όπως τη χαρακτηρίζουν, μεταγωγή Κουφοντίνα. Ακολούθησε επιστολή από πανεπιστημιακούς (100 στον αριθμό) και μία από ιατρικό προσωπικό (με 70 υπογράφοντες).
Πρόκειται για την πέμπτη φορά –στα 18 χρόνια που βρίσκεται στη φυλακή– που ο Δημήτρης Κουφοντίνας προσπαθεί μέσω απεργίας πείνας να ασκήσει πίεση για κάποιο αίτημά του. Η τελευταία φορά (πριν από την τωρινή) ήταν τον Μάιο του 2019, όταν του είχαν αρνηθεί την άδεια. Και τότε δήλωνε αποφασισμένος: «Συνεχίζω την απεργία πείνας μέχρι τη δικαίωση ή μέχρι το τέλος», είχε πει όταν πληροφορήθηκε για τη δεύτερη απόρριψη του αιτήματός του. Σταμάτησε τελικά ύστερα από 21 ημέρες, όταν ο Αρειος Πάγος έκρινε πως τυπικά ακόμα και κρατούμενοι όπως εκείνος έχουν δικαίωμα να λαμβάνουν άδειες από τη φυλακή. Παρότι ήξερε πως δεν ήταν βέβαιη η χορήγηση άδειας, δήλωσε πως σταματάει την απεργία και διαβίβασε τις ευχαριστίες του σε «όλους όσοι στάθηκαν αλληλέγγυοι. (…) Σε κάθε προοδευτικό άνθρωπο που αναγνώρισε το δίκαιο αυτού του αγώνα». Επέστρεψε στην αγροτική φυλακή και στις επόμενες απορρίψεις των αιτήσεών του για άδεια δεν αντέδρασε – τουλάχιστον όχι δημόσια. Αλλωστε είχαν ήδη ανακοινωθεί οι ευνοϊκές διατάξεις που είχε ψηφίσει ο ΣΥΡΙΖΑ για πρόωρη αποφυλάκιση και ήξερε πως ακόμα και αν αυτές άλλαζαν με μια νέα κυβέρνηση, θα μπορούσε εφόσον ήθελε να τις χρησιμοποιήσει.
Ο νόμος Παρασκευόπουλου
To καλοκαίρι του 2019, λίγες μόνο ημέρες πριν από το κλείσιμο της Βουλής για τις εκλογές και παρά τις αντιδράσεις, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε μεταξύ άλλων μια ρύθμιση του νέου Ποινικού Κώδικα, που έδινε τη δυνατότητα σε κρατουμένους να απολυθούν πρόωρα από τις φυλακές και να περάσουν το υπόλοιπο της ποινής, ύστερα από 17 χρόνια, στην οικία τους. Εμπειρο πρώην στέλεχος του υπουργείου ξεκαθαρίζει πως επρόκειτο με βεβαιότητα για «φωτογραφική» διάταξη, αφού οι έγκλειστοι της 17Ν ήταν (με ελάχιστες εξαιρέσεις) οι μόνοι πολυϊσοβίτες που εκείνη τη χρονική στιγμή συμπλήρωναν τόσα χρόνια. Η ρύθμιση τέθηκε σε ισχύ μόλις έξι ημέρες πριν από τις εκλογές. Η νέα κυβέρνηση της Ν.Δ. με την πρώτη ευκαιρία (Νοέμβριος 2019) άλλαξε ξανά τη συγκεκριμένη ρύθμιση και έκτοτε οι κρατούμενοι με ανάλογες ποινές θα έχουν δικαίωμα να ζητήσουν αποφυλάκιση μόνο αφού εκτίσουν 22 έτη από την ποινή τους και όχι 17. Στις 11 Δεκεμβρίου του ’20 ψηφίστηκε μία ακόμη διάταξη – που ουσιαστικά απαγορεύει την παραμονή όσων έχουν καταδικαστεί για τρομοκρατία σε αγροτική φυλακή. Ο Κουφοντίνας άμεσα μεταφέρθηκε στις φυλακές Δομοκού. Πρόκειται για την τελευταία προσπάθεια της κυβέρνησης Ν.Δ. να αναστρέψει τις ευνοϊκές διατάξεις και αποφάσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τον συγκεκριμένο κρατούμενο. Αν και πολλές από αυτές τις αλλαγές δεν ισχύουν για τον Κουφοντίνα, αφού δεν έχουν αναδρομικότητα και επίσης υπερισχύουν πάντα οι ευνοϊκότερες διατάξεις προς όφελός του. Ως εκ τούτου, ο ίδιος εάν θελήσει μπορεί φέτος τον Ιούλιο να αιτηθεί αποφυλάκιση με βάση τον νόμο Παρασκευόπουλου που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015 και προέβλεπε την απόλυσή του μετά 19 χρόνια. Εάν γίνει δεκτή από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, τον Σεπτέμβριο μπορεί θεωρητικά να είναι ελεύθερος.