Η δολοφονία με δέκα σφαίρες του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ είναι η τελευταία μιας σειράς φόνων που αποδίδονται στη δράση του οργανωμένου εγκλήματος στη χώρα. Ο κύκλος του αίματος άνοιξε τον Μάιο του 2017 με την εκτέλεση του Βασίλη Γρίβα μπροστά στον 11χρονο γιο του. Εκτοτε, τουλάχιστον δέκα πρωτοκλασάτα στελέχη και επιχειρηματίες της «νύχτας» έπεσαν νεκροί στο μεγαλύτερο ξεκαθάρισμα των τελευταίων είκοσι χρόνων.
Ο Γιώργος Καραϊβάζ διατηρούσε επαγγελματικές και κοινωνικές σχέσεις με αρκετά από τα θύματα του ιδιότυπου αυτού πολέμου. Παρακολουθούσε εκ του σύνεγγυς και αρθρογραφούσε για τις ανακατατάξεις στον χώρο της «νύχτας» και τις διασυνδέσεις των στελεχών της λεγόμενης Greek Mafia με επίορκους αστυνομικούς.
Στις επαφές του αυτές και στα κείμενα που είχε αναρτήσει στην ιστοσελίδα Bloko.gr, οι αστυνομικοί της Ασφάλειας εκτιμούν ότι βρίσκονται οι απαντήσεις για τα κίνητρα και την ταυτότητα των δολοφόνων του. Σε μία από τις δημοσιεύσεις του, με ημερομηνία 3 Ιουλίου 2020 και τίτλο «Διαμεσολάβηση σε συμβόλαιο θανάτου», ο Γιώργος Καραϊβάζ αποκάλυψε συνάντησή του με άνθρωπο της «νύχτας» σε παραλιακό καφέ κοντά στο σπίτι του, στον Αλιμο. Αφορμή υπήρξαν πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες «βαρώνος» της παρανομίας είχε υπογράψει συμβόλαιο θανάτου εις βάρος αξιωματικού της αστυνομίας. Στο κείμενό του αυτό, ο Καραϊβάζ είχε περιγράψει τον συνομιλητή του ως άτομο από το οποίο ο ίδιος είχε πρόσφατα δεχτεί απειλές για δημοσιεύματα αναφορικά με «τη διαπλοκή του Παπαχρήστου με όλο το επιφανές συνονθύλευμα για το οποίο πολλάκις έχουμε γράψει».
Η διεύθυνση κατοικίας
Στο ίδιο ρεπορτάζ ο Γιώργος Καραϊβάζ αποκάλυπτε ότι σε προηγούμενη επικοινωνία που είχε με τον ίδιο άνθρωπο τον είχε ενημερώσει για τη διεύθυνση κατοικίας του, «προκειμένου να μη χάσουν χρόνο, αλλά κυρίως για να μην… κουράζονται». Μόλις 6 ημέρες μετά εκείνο το δημοσίευμα, ο Γιώργος Καραϊβάζ είχε, μέσω του συνηγόρου του Παναγιώτη Κάσση, καταθέσει έγγραφες εξηγήσεις στον εισαγγελέα αναφορικά με την εμπλοκή του σε έρευνα της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών για διαφθορά σε ανώτερα κλιμάκια της αστυνομίας. Η έρευνα είχε γίνει το διάστημα 2015-2017 και στο πόρισμά της η ΕΥΠ διαπίστωνε ότι εν ενεργεία και απόστρατοι αστυνομικοί, δικηγόροι και επιχειρηματίες της «νύχτας» παρείχαν κάλυψη σε οίκους ανοχής, στριπτιζάδικα και παράνομες χαρτοπαικτικές λέσχες, εισπράττοντας ποσά που ανέρχονταν σε 1 εκατ. ευρώ τον μήνα.
Κεντρικά πρόσωπα της έρευνας ήταν ο Δημήτρης Μάλαμας και ο Δημήτρης Καπετανάκης, οι οποίοι δολοφονήθηκαν τον Οκτώβριο του 2019 και τον Δεκέμβριο του 2020 αντίστοιχα. Ο Μάλαμας περιγράφεται ως ο εισπράκτορας του δικτύου, το άτομο στο οποίο κατέληγαν τα χρήματα από τις παράνομες εισπράξεις. «Ο,τι του έδινες, το πήγαινε», είπε γι’ αυτόν άνθρωπος που τον γνώριζε. Ο Καπετανάκης αντίστοιχα, με μακρά πορεία στον χώρο της παρανομίας, εμφανιζόταν στις υποκλοπές, μεταξύ πολλών άλλων, να προσπαθεί να αποκτήσει τον έλεγχο του καφενείου της Βουλής. Είχε άλλωστε πολιτικές διασυνδέσεις τις οποίες φρόντιζε να εμπλουτίζει έως τη δολοφονία του. Ο Γιώργος Καραϊβάζ είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις και με τους «δύο Δημήτρηδες», όπως τους είχε αποκαλέσει σε ένα από τα κείμενά του.
Στη σελίδα 35 του πορίσματος της ΕΥΠ περιγράφεται ότι, όταν οι Εσωτερικές Υποθέσεις προσήγαγαν τον Μάλαμα για ξέπλυμα χρήματος ο Γιώργος Καραϊβάζ μεσολάβησε «για να απεμπλακούν οι υπηρεσίες που πραγματοποιούν τους ελέγχους». Για τον Δημήτρη Καπετανάκη αντίστοιχα, η ΕΥΠ αναφέρει ότι ενημερωνόταν από τον δημοσιογράφο για τη δράση φυλακισμένων ποινικών με τους οποίους είχε προσωπικές διαφορές.
Το υπόμνημα
Στο υπόμνημά του ο Καραϊβάζ είχε αποδώσει τις επαφές του στις κοινωνικές και επαγγελματικές σχέσεις που διατηρούσε με τους δύο δολοφονηθέντες. Είχε επίσης κατηγορήσει την ΕΥΠ για προσπάθεια δημιουργίας ενόχων, επισημαίνοντας ότι «αναφέρεται σε συνομιλίες μου με τον κ. Παπαχρήστου, οι οποίες δεν υπάρχουν στη δικογραφία».
Ο Σπύρος Παπαχρήστου ήταν πρώην αστυνομικός που δολοφονήθηκε τον Μάιο του 2018 σε ταβέρνα στην Παλλήνη. Περιγράφεται ως άτομο που διατηρούσε ισχυρά ερείσματα στην αστυνομία, διασυνδέσεις με τον υπόκοσμο και επαφές με επιφανείς επιχειρηματίες, αλλά και την Εκκλησία. Αρκετοί υποστηρίζουν ότι η δολοφονία του ήταν αυτή που ενέτεινε την ανισορροπία στη «νύχτα». Πιθανόν δε και στο εσωτερικό της ΕΛ.ΑΣ. Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι τα δύο κινητά τηλέφωνά του εστάλησαν για έρευνα στα εγκληματολογικά εργαστήρια δύο χρόνια και δύο μήνες μετά τον φόνο του.
«Οσοι νόμιζαν ότι με την εμπλοκή μου στην υπόθεση θα με φοβίσουν, ώστε να σταματήσω να γράφω για όλο αυτό το συνονθύλευμα της διαπλοκής, πλανώνται οικτρά», είχε γράψει ο Καραϊβάζ σε κείμενό του την 1η Ιουλίου 2020. Τον Ιούλιο του 2020, όμως, συνέβη κάτι ακόμη: η απόπειρα δολοφονίας στη Βούλα εις βάρος ενός 50χρονου, ο οποίος σε δικογραφία του τμήματος Δίωξης Εκβιαστών περιγράφεται ως αρχηγός μιας από τις μεγαλύτερες και πιο ισχυρές ομάδες «μπράβων» στην Αττική. Ο «μεγάλος» ή «τρελός», όπως τον αποκαλούσαν οι συνεργοί του, κατηγορείται ότι πουλούσε προστασία σε 71 καφέ-μπαρ στο Κολωνάκι, στο Γκάζι, στο Παγκράτι, καθώς και στα βόρεια και νότια προάστια (Γλυφάδα, Ελληνικό, Μαρούσι, Κηφισιά κ.α.). Η δίκη για την υπόθεση ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2019 και, 27 μήνες μετά, παραμένει σε εξέλιξη, με την αγόρευση του εισαγγελέα της έδρας να είναι προγραμματισμένη για την προσεχή Παρασκευή.
Στην 147η σελίδα της επίμαχης δικογραφίας, δυνάμει της οποίας παραπέμφθηκαν να δικαστούν οι κατηγορούμενοι, υπάρχει αναφορά στο όνομα του Γιώργου Καραϊβάζ. Ενα από τα αρχηγικά μέλη της ομάδας, γνωστός με το παρατσούκλι «μαύρος», ακούγεται να ενημερώνει τον αρχηγό ότι ο αστυνομικός ρεπόρτερ έδωσε στην αστυνομία πληροφορίες για τη δράση τους, καθώς και τον αριθμό ενός κινητού τηλεφώνου που υποτίθεται ότι χρησιμοποιούσαν στις μεταξύ τους συνεννοήσεις.
«Ναι, αυτός την έκανε 100% και αύριο θα μου δώσουνε και το τηλέφωνο, το οποίο έδωσε για να σου κάνουνε άρση», ακούγεται να λέει ο «μαύρος» στον αρχηγό του.
Πάντως, αστυνομικοί που ρωτήθηκαν σχετικά διευκρινίζουν ότι «όλα τα τηλέφωνα που είχαν μπει τότε σε παρακολούθηση είχαν βγει από άλλες επικοινωνίες και σαρώσεις στις κεραίες», καθώς και ότι στην επίμαχη συνομιλία αναπαράγονται φήμες που είχαν κυκλοφορήσει εκείνη την περίοδο.
Ο ίδιος ο Γιώργος Καραϊβάζ, ωστόσο, σε κείμενό του με τίτλο «Οι νονοί, η δικογραφία, το bloko.gr, μια οφειλόμενη απάντηση» είχε διευκρινίσει ότι είχε πράγματι για μία και μοναδική φορά μεταφέρει σε αξιωματικό, όχι της Ασφάλειας, τον αριθμό ενός κινητού τηλεφώνου, δίχως να γνωρίζει τον κάτοχό του. Και ότι ο κάτοχος του τηλεφώνου είχε αναλάβει εντολή δολοφονίας. «Μπροστά σε αυτό το ύψιστο διακύβευμα, μιας ανθρώπινης ζωής δηλαδή, υποδυθήκαμε ρόλο αγωγού», είχε γράψει στην ιστοσελίδα του.
Η δολοφονία στην Ηλιούπολη
Σε μια πρωτοφανή στα ελληνικά αστυνομικά χρονικά αλληλουχία φόνων, ο 38χρονος «μαύρος», κατηγορούμενος στην εν εξελίξει δίκη των μπράβων, δολοφονήθηκε κοντά στο σπίτι του στην Ηλιούπολη το βράδυ της 28ης Δεκεμβρίου 2020. Οπως και στην περίπτωση του Γιώργου Καραϊβάζ, οι δράστες ήταν δύο και του είχαν στήσει ενέδρα στην πιλοτή της πολυκατοικίας όπου διέμενε με τη σύζυγο και το ανήλικο παιδί τους.
Μόλις πάρκαρε και κατέβηκε από το αυτοκίνητό του, ένας απ’ αυτούς άνοιξε πυρ. Τον πυροβόλησε τουλάχιστον 9 φορές, τραυματίζοντάς τον θανάσιμα. Καθώς το θύμα είχε τραύμα από σφαίρα στο κεφάλι, πιθανολογείται ότι ο δολοφόνος του έριξε τη χαριστική βολή στο πρόσωπο. Με δέκα σφαίρες, εκ των οποίων οι δύο στο κεφάλι, δολοφονήθηκε και ο Γιώργος Καραϊβάζ, όπως προέκυψε από τη νεκροψία.