Η σταδιακή επικράτηση της παραλλαγής «Ομικρον 2», η καθυστερημένη επανεμφάνιση της γρίπης που είχε στην κυριολεξία εξαφανιστεί από την άνοιξη του 2020 και η χαλάρωση των μέτρων περιορισμού της διασποράς του ιού δημιουργούν μια δύσκολη συνθήκη τις τελευταίες ημέρες στη χώρα μας, η οποία θολώνει το επιδημιολογικό τοπίο και απειλεί να καθυστερήσει την επιστροφή μας στην προ κορωνοϊού κανονικότητα.
Πλέον, οι κλινικοί γιατροί αντιμετωπίζουν όλο και πιο συχνά ασθενείς που έχουν προσβληθεί από την υποπαραλλαγή «Ομικρον 2», ένα χαρακτηριστικό της οποίας είναι ότι προκαλεί πιο έντονα συμπτώματα και κυρίως υψηλό πυρετό που διαρκεί λίγα 24ωρα. Η συχνότητα της υποπαραλλαγής αυξάνεται διαρκώς: στα τέλη Φεβρουαρίου το 6,4% των κρουσμάτων που ανήκαν στην ομάδα των στελεχών «Ομικρον», αφορούσε τη συγκεκριμένη παραλλαγή. Το ποσοστό αυτό στις 10 Μαρτίου είχε ξεπεράσει το 25%, ενώ σε κάποιες περιοχές της χώρας πλέον έχει φτάσει το 50%.
Την τελευταία εβδομάδα έχει αυξηθεί κατά 32% ο μέσος όρος ημερήσιων κρουσμάτων σε σχέση με μία εβδομάδα πριν, και η θετικότητα των τεστ πλέον είναι πάνω από 7%. «Το μόνο σίγουρο είναι ότι ακόμα δεν έχουμε ξεμπερδέψει με την COVID-19», τονίζουν στην «Κ» ειδικοί επιστήμονες που εκτιμούν ότι είναι πιθανό να συνεχιστεί αυτή η τάση έως τα τέλη Μαρτίου – αρχές Απριλίου πριν ο ιός υποχωρήσει ξανά. Περιμένουν δε το ερχόμενο φθινόπωρο ο SARS-CoV-2 να εμφανίσει ένα πιο ομαλό επιδημικό μοτίβο, αντίστοιχο με αυτό όλων των κορωνοϊών. Να εμφανιστεί δηλαδή νωρίς το φθινόπωρο, να κορυφωθεί τον Δεκέμβριο και να υποχωρήσει αργά την άνοιξη. Υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα αιφνιδιάσει ξανά με ένα νέο διαφορετικό στέλεχος.
«Αυτή την περίοδο παρατηρούμε όχι μόνο σταθεροποίηση της επιδημίας COVID-19 αλλά και αυξητική τάση, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, κυρίως λόγω της χαλάρωσης των μέτρων, των καιρικών συνθηκών –με το κρύο που είναι ακόμα έντονο–, αλλά και της ραγδαίας επέκτασης της υποπαραλλαγής “Ομικρον 2″», επισημαίνει στην «Κ» ο καθηγητής Μικροβιολογίας και διευθυντής του Εργαστηρίου Μικροβιολογίας και αντιπρύτανης του ΕΚΠΑ, Αθανάσιος Τσακρής. Οπως τονίζει, «η “Ομικρον 2” είναι πιο μεταδοτική από την “Ομικρον” που επικρατούσε έως τώρα, κυρίως γιατί μπορεί να αντιπαρέρχεται της ανοσιακής απάντησης από τον εμβολιασμό ή από προηγούμενη νόσηση ακόμη πιο αποτελεσματικά από την “Ομικρον 1”. Μπορεί οι δύο υπότυποι να έχουν κατηγοριοποιηθεί στην ίδια ομάδα αλλά έχουν σημαντικές γενετικές διαφορές μεταξύ τους, μεγαλύτερες από όσες είχε το στέλεχος Α (βρετανικό) από το αρχικό στέλεχος της Γουχάν. Αυτό δείχνει πόσο πιο σταθερός ήταν ο SARS-CoV-2 στην αρχή της πανδημίας, λόγω των περιοριστικών μέτρων που εφαρμόζονταν τότε και πόσο πιο γρήγορα εξελίσσεται τώρα, με τη χαλάρωση των μέτρων, η οποία δίνει στον ιό πρόσφορο έδαφος να πολλαπλασιαστεί».
Μπορεί η «Ομικρον 2» να είναι πιο μεταδοτική από την «Ομικρον 1» –εκτιμάται ότι είναι κατά 30% έως 50% πιο μεταδοτική–, ωστόσο η λοίμωξη και από αυτή την υποπαραλλαγή προκαλεί λιγότερο συχνά σοβαρή νόσηση και ανάγκη για νοσηλεία σε ΜΕΘ. Οπως τονίζει στην «Κ» ο καθηγητής, παθολόγος – λοιμωξιολόγος και διευθυντής της Β΄ Παθολογικής Λοιμωξιολογικής Κλινικής του Υγεία, Αθανάσιος Σκουτέλης, «βλέπουμε το τελευταίο διάστημα πολλά περιστατικά COVID-19, πιθανόν λόγω της υποπαραλλαγής “Ομικρον 2” με πιο έντονα συμπτώματα όπως υψηλό πυρετό που μπορεί να διαρκεί λίγο διάστημα, 2-3 ημέρες, αλλά περιορίζεται στο ανώτερο αναπνευστικό σύστημα. Είναι αυξημένα τα κρούσματα, αλλά είναι ακόμα παρακινδυνευμένο να κάνουμε λόγο για μία νέα έξαρση. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ακόμα δεν έχουμε ξεμπερδέψει με την COVID-19, αν και φαίνεται ότι η κατάσταση είναι πιο ελεγχόμενη σε ό,τι αφορά τις σοβαρές νοσήσεις, τις εισαγωγές σε ΜΕΘ και τις διασωληνώσεις ασθενών.
Στα τέλη Φεβρουαρίου το 6,4% των κρουσμάτων «Ομικρον» αφορούσε τη δεύτερη παραλλαγή. Στις 10 Μαρτίου είχε ξεπεράσει το 25%, ενώ σε κάποιες περιοχές της χώρας πλέον έχει φτάσει το 50%.
Παλιός «γνώριμος» η γρίπη
Την ίδια στιγμή, ένας παλιός «γνώριμος», η γρίπη, κάνει καθυστερημένα την επανεμφάνισή της. «Πέρυσι και πρόπερσι, τόσο η γρίπη όσο και τα κοινά κρυολογήματα είχαν εξαφανιστεί στην κυριολεξία. Φέτος, είδαμε πιο πολλά κρυολογήματα, ενώ τις τελευταίες εβδομάδες έχουν εμφανιστεί και περιστατικά γρίπης, ως αποτέλεσμα της χαλάρωσης των μέτρων και ειδικότερα της χρήσης μάσκας αλλά και των συναθροίσεων την περίοδο των Απόκρεων», σημειώνει ο κ. Σκουτέλης. Σύμφωνα με το σύστημα επιδημιολογικής επιτήρησης της γρίπης του ΕΟΔΥ, συνολικά από τον περασμένο Οκτώβριο έως και τα μέσα Μαρτίου ελέγχθηκαν 375 κλινικά δείγματα, εκ των οποίων τα 17 (4,5%) βρέθηκαν θετικά στη γρίπη. Τα δέκα εξ αυτών μάλιστα ταυτοποιήθηκαν την τελευταία εβδομάδα.
Η γρίπη ήρθε φέτος καθυστερημένα, αφού συνήθως στη χώρα μας εμφανίζεται στο δεύτερο ήμισυ του Δεκεμβρίου, κορυφώνεται τον Φεβρουάριο και αρχίζει να υποχωρεί στις αρχές της άνοιξης. Οπως εξηγεί ο κ. Αθανάσιος Τσακρής, «η καθυστέρηση στην κυκλοφορία της γρίπης οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην έντονη κυριαρχία της “Ομικρον” από τις αρχές του Ιανουαρίου: δεν έδωσε στη γρίπη την ευκαιρία να βρει έδαφος να πολλαπλασιαστεί και να διασπαρεί. Ωστόσο, η σχετική υποχώρηση της COVID-19 μέσα στον Φεβρουάριο, η χαλάρωση στην τήρηση των μέτρων αλλά και ο βαρύς χειμώνας που συνεχίζεται, έχουν τώρα κάνει κατάλληλες τις συνθήκες για την εμφάνισή της». Η αύξηση της κυκλοφορίας της μάλιστα, αυτή την περίοδο, «θολώνει» το επιδημιολογικό τοπίο, αφού τα συμπτώματά της δεν διαφέρουν σημαντικά πλέον από εκείνα της «Ομικρον 2».
«Είναι παρακινδυνευμένο από τα συμπτώματα και μόνο να προσπαθήσει κάποιος να καταλάβει από ποιον ιό έχει προσβληθεί. Ο εργαστηριακός έλεγχος είναι αυτός που θα αποσαφηνίσει αν κάποιος έχει προσβληθεί από κορωνοϊό, γρίπη ή κάποιον άλλο αναπνευστικό ιό», τονίζει ο καθηγητής.
«Η εξαφάνιση της γρίπης και η επανεμφάνισή της σε αυτή την περίοδο, δείχνει τη σπουδαιότητα της χρήσης της μάσκας για την πρόληψη των ιογενών λοιμώξεων του αναπνευστικού», επισημαίνει ο κ. Σκουτέλης. Και προσθέτει, «ακόμα και εάν περάσει η οξεία φάση της πανδημίας της COVID-19, καλό θα είναι να επιλέγουμε τη χρήση μάσκας ειδικά σε χώρους με συνωστισμό όπως τα μέσα μαζικής μεταφοράς ή σε ευαίσθητες δομές όπως είναι νοσοκομεία ή οι μονάδες φροντίδας χρονίων πασχόντων. Να μην ξεχάσουμε, να μην πετάξουμε τη μάσκα. Ειδικά εφόσον πλέον σε κάποιο βαθμό μας έχει γίνει συνήθεια».
Τέταρτη δόση στους ηλικιωμένους με αυξημένο κίνδυνο
Τη χορήγηση μιας τέταρτης δόσης του εμβολίου έναντι του SARS-CoV-2 –ή δεύτερης αναμνηστικής– σε άτομα μεγάλης ηλικίας με αυξημένο κίνδυνο σοβαρής νόσησης λόγω ανοσογήρανσης, όπως ονομάζεται η γήρανση του ανοσοποιητικού, εξετάζουν οι ειδικοί επιστήμονες της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών. Η σχετική συζήτηση έχει ξεκινήσει εδώ και αρκετό καιρό, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, ορισμένες εκ των οποίων έχουν ήδη λάβει θετικές εισηγήσεις από τις αντίστοιχες επιτροπές τους.
Τα δύο βασικά ερωτήματα στα οποία θα πρέπει να απαντήσουν τα μέλη της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών είναι από ποια ηλικία και πάνω θα μπορεί να χορηγείται η τέταρτη δόση, αλλά και εάν τελικά θα γίνει τώρα ή τον Σεπτέμβριο, κάτι που θα εξαρτηθεί και από την εξέλιξη της πανδημίας στη χώρα μας. Υπενθυμίζεται πάντως ότι ήδη στην Ελλάδα η τέταρτη δόση συνιστάται σε ανοσοκατεσταλμένα άτομα –τρεις μήνες μετά την τελευταία δόση–, με τη σχετική πλατφόρμα για τον προγραμματισμό των ραντεβού να έχει ήδη ανοίξει από τον περασμένο Ιανουάριο.
Οπως ανέφερε πρόσφατα η ομότιμη καθηγήτρια Παιδιατρικής, πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, Μαρία Θεοδωρίδου, η συζήτηση για την τέταρτη δόση δεν αφορά τα άτομα του γενικού πληθυσμού, αλλά άτομα μεγάλης ηλικίας με αυξημένο κίνδυνο νόσησης λόγω ηλικίας. «Αυτό που έχει διαπιστωθεί επιστημονικά για την τέταρτη δόση είναι ότι δεν προσφέρει πολλά πράγματα στον γενικό πληθυσμό, σε ό,τι αφορά τη μεγαλύτερη προστασία από τον ιό, σε σχέση με την τρίτη δόση. Δηλαδή το όφελος θα είναι εξαιρετικά μικρό», τόνισε η κ. Θεοδωρίδου. «Ομως, φαίνεται ότι για τα ηλικιωμένα άτομα, την ομάδα που κατά προτεραιοποίηση εμβολιάστηκε πρώτη, και αυτές οι μικρές διαφορές –εννοώ της ανοσιακής ενίσχυσης– μπορεί να κάνουν τη διαφορά», επισήμανε η καθηγήτρια και πρόσθεσε: «Για αυτό έχει αρχίσει αυτή η τάση να γίνει αποδεκτός ένας δεύτερος επαναληπτικός ή αναμνηστικός εμβολιασμός για τους ηλικιωμένους και ευάλωτα άτομα σε δομές, με διαφορετική ηλικία ανά κράτος».
Ηδη χώρες όπως η Σουηδία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία έχουν τοποθετηθεί θετικά για τον εμβολιασμό με τέταρτη δόση. Στη Σουηδία προτείνεται στους άνω των 80 ετών, στη Γερμανία στους άνω των 70 και στο Ηνωμένο Βασίλειο στους άνω των 75.
Στη Σκωτία οι ηλικιωμένοι 75 ετών και άνω καθώς και όσοι διαβιούν σε γηροκομεία και μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων μπορούν να λάβουν πλέον τέταρτη δόση, 24 εβδομάδες μετά την τελευταία δόση. Στο Ισραήλ χορηγείται η 4η δόση σε άτομα άνω των 60 ετών και στο υγειονομικό προσωπικό. Στις ΗΠΑ η Pfizer κατέθεσε πριν από λίγες ημέρες αίτηση στις ρυθμιστικές αρχές για έγκριση της χορήγησης τέταρτης δόσης σε ηλικιωμένα άτομα.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του υπουργείου Υγείας, το 75% του γενικού πληθυσμού της χώρας μας και το 85,5% των ενηλίκων έχει εμβολιαστεί με τουλάχιστον μία δόση. Αναμνηστική δόση έχουν λάβει περίπου 5,5 εκατομμύρια πολίτες έναντι 6.627.000 δικαιούχων. Στις ηλικίες άνω των 85 ετών, σχεδόν το 100% των εμβολιασμένων έχει κάνει και την τρίτη δόση, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στα άτομα 80 έως 84 ετών είναι 97,2%, στα άτομα 70 έως 74 ετών 95,9% και στα άτομα 65 έως 69 ετών είναι 94,3%.
Ο ρυθμός των εμβολιασμών έναντι του SARS-CoV-2 έχει πλέον μειωθεί αισθητά και στη χώρα μας. Το επταήμερο 10 έως 17 Μαρτίου διενεργούνταν κατά μέσον όρο 12.295 εμβολιασμοί ημερησίως, εκ των οποίων περίπου 1.300 ήταν πρώτης δόσης και 8.900 αναμνηστικής δόσης.
Το επιδημικό μοτίβο
«Η αυξητική τάση ενδεχομένως να συνεχιστεί και τις επόμενες εβδομάδες έως τα τέλη Μαρτίου και τις αρχές Απριλίου», εκτιμά στην «Κ» ο καθηγητής Μικροβιολογίας και αντιπρύτανης του ΕΚΠΑ, Αθανάσιος Τσακρής. Διευκρινίζει, πάντως, ότι ουδείς μπορεί να εκτιμήσει με ακρίβεια πώς θα συμπεριφερθεί σε αυτή τη φάση ο SARS-CoV-2 και αυτό μας έχει δείξει όλη η εμπειρία μας από την πανδημία. Προς το παρόν, ο αυξημένος αριθμός των κρουσμάτων δεν έχει επηρεάσει αισθητά τους σκληρούς δείκτες, όπως οι νοσηλείες στις ΜΕΘ και οι θάνατοι. Ωστόσο, ακόμα και με ήπιες παραλλαγές όταν η εξάπλωση είναι μεγάλη, είναι δεδομένο ότι θα υπάρχουν και πιο σοβαρά περιστατικά. Οπως σημειώνει ο καθηγητής, «το ζητούμενο είναι να εισέλθει ο ιός σε μια περίοδο όπου θα εμφανίζει ομαλό επιδημικό μοτίβο. Να γνωρίζουμε, δηλαδή, και να περιμένουμε την περίοδο κατά την οποία θα ξεκινάει η κυκλοφορία του, πότε θα κορυφώνεται και πότε θα αρχίζει να υποχωρεί. Με δεδομένο ότι πρόκειται για κορωνοϊό και γνωρίζοντας τη συμπεριφορά των κορωνοϊών, θεωρούμε ότι η περίοδος έξαρσής του θα ξεκινάει νωρίς το φθινόπωρο, πιθανότατα με τις πρώτες μεταβολές της θερμοκρασίας τον Σεπτέμβριο, θα κορυφώνεται τον Δεκέμβριο και τον Ιανουάριο και θα υποχωρεί στα τέλη της άνοιξης. Και ελπίζουμε ότι με αυτό το μοτίβο θα εμφανίζεται από το προσεχές φθινόπωρο, με δεδομένο ότι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού έχει αποκτήσει ανοσία είτε μέσω εμβολιασμού είτε μέσω νόσησης. Και πάντα υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα εμφανιστούν νέα στελέχη του SARS-CoV-2 με σημαντικές γενετικές διαφορές, τα οποία θα διαφεύγουν σε μεγάλο βαθμό την ανοσιακή απάντηση από το εμβόλιο ή προηγούμενη νόσηση και τα οποία θα μπορούν να αλλάξουν πάλι δραματικά τα δεδομένα».
Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr