Στα μέσα της δεκαετίας του 1880, δύο Σκωτσέζοι επιχειρηματίες αποφάσισαν να ανοίξουν ένα εργοστάσιο στα παράλια της Αζοφικής Θάλασσας, κοντά στη Μαριούπολη. Η περιοχή ήταν πλούσια σε σιδηρομεταλλεύματα και κάρβουνο και οι δύο (ολίγον) τυχοδιώκτες φίλοι διέγνωσαν, όχι άδικα όπως αποδείχθηκε, πως η εκμετάλλευσή τους θα τους απέφερε μεγάλα κέρδη. Εκατόν σαράντα χρόνια μετά, το ταπεινό εκείνο εργοστάσιο θα γινόταν γνωστό σε όλο τον πλανήτη ως το σύμβολο αντίστασης ενός ολόκληρου έθνους, του ουκρανικού, απέναντι στον Ρώσο εισβολέα.
Οταν γράφονταν τούτες οι γραμμές το «Ατσάλι του Αζόφ» εξακολουθούσε να αντιστέκεται. Οι Ρώσοι πολιορκητές μετέδιδαν ότι το είχαν καταλάβει εξουδετερώνοντας τους υπερασπιστές του. Ομως οι Ουκρανοί επέμεναν ότι εξακολουθούν να υπάρχουν στις αχανείς εγκαταστάσεις του, επίγειες και υπόγειες, θύλακοι αντίστασης των ειδικών δυνάμεών τους και άφηναν να εννοηθεί ότι «κρατάει» ακόμη.
Το βέβαιο είναι ότι το Αζοφστάλ έχει ισοπεδωθεί, όπως και η πόλη «του», η Μαριούπολη. Οι Ρώσοι, μολονότι επί δύο και πλέον μήνες το σφυροκοπούν ανηλεώς, φαίνεται ότι δεν είχαν καταφέρει να ξετρυπώσουν όλους τους μαχητές της 36ης ταξιαρχίας πεζοναυτών του ουκρανικού στρατού και του Τάγματος του Αζόφ, που εμφανίζονταν αποφασισμένοι να πέσουν «μέχρι ενός». Οι εικόνες που κάνουν τον γύρο του κόσμου δείχνουν ότι δεν έχει μείνει «πέτρα πάνω στην πέτρα» από τις επιβλητικές εγκαταστάσεις του γιγαντιαίου χαλυβουργείου, που πριν από τη ρωσική εισβολή απασχολούσε περισσότερους από 14.000 εργάτες. Ο ιδιοκτήτης του, Ουκρανός (Τάταρος) ολιγάρχης, Ρινάτ Αχμέτοφ, φέρεται να έχει δηλώσει πως δεν πρόκειται να το επαναλειτουργήσει υπό ρωσική κατοχή.
Στρατηγική σημασία
Ποιος όμως μπορεί να τον βεβαιώσει ότι, όταν τελειώσει αυτός ο πόλεμος, θα του ανήκει; Το Αζοφστάλ ήταν, μέχρι να εισβάλουν οι Ρώσοι, ένα από τα μεγαλύτερα –και ίσως το σημαντικότερο– εργοστάσια της Αζοφικής και της Μαύρης Θάλασσας, στρατηγικής σημασίας για την οικονομία και την ασφάλεια της Ουκρανίας, όπως και παλαιότερα της Σοβιετικής Ενωσης. Παρήγε υψηλής ποιότητας ατσάλι και παράγωγά του με τα οποία τροφοδοτούσε σχεδόν όλο τον κόσμο.
Θα μπορέσει να αναγεννηθεί από τις στάχτες και τα ερείπια που το μετέτρεψαν οι ρωσικές βόμβες όλος αυτός ο μεταλλουργικός κολοσσός, και τίνος οικονομία θα κληθεί να θρέψει; Αγνωστο, αλλά δεν θα είναι η πρώτη φορά που μετατρέπεται σε ερείπια.
Με τη γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ενωση το 1941, οι ναζί επέταξαν το εργοστάσιο και το έθεσαν υπό τη διαχείριση της εταιρείας «Κρουπ».
Με τη γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ενωση το 1941, οι ναζί επέταξαν το εργοστάσιο και το έθεσαν υπό τη διαχείριση της εταιρείας «Κρουπ». Λίγες μέρες προτού φθάσουν τα στρατεύματα της Βέρμαχτ, και συγκεκριμένα στο διάστημα 12 Σεπτεμβρίου-5 Οκτωβρίου 1941, ομάδα Σοβιετικών τεχνικών αποσυναρμολόγησε και μετέφερε στα Ουράλια τον βασικό εξοπλισμό, που χρησιμοποιήθηκε στην παραγωγή πλακών θωράκισης για τα άρματα μάχης T-34. Εντός των επόμενων δύο ημερών (5-7 Οκτωβρίου) η διαδικασία αφαίρεσης του πολύπλοκου εξοπλισμού ολοκληρώθηκε και φορτωμένος σε 650 βαγόνια αναχώρησε για τη Σιβηρία. Οι υψικάμινοι του Aζοφστάλ σταμάτησαν και στις 8 Οκτωβρίου το πρωί τα δύο τελευταία βαγόνια με το προσωπικό του έφυγαν από το εργοστάσιο. Το απόγευμα τα γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν στην πόλη.
Δύο χρόνια μετά, οι σοβιετικές στρατιές απελευθέρωσαν τη Μαριούπολη και μαζί και το Aζοφστάλ, που καταστράφηκε ολοσχερώς στις λυσσώδεις μάχες. Σε ανταπόκρισή του από τη Μαριούπολη στις 11 Σεπτεμβρίου 1943, ο δημοσιογράφος της «Ιζβέστια», Π. Νικίτιν, έγραφε: «Σήμερα, τα στρατεύματα του νότιου μετώπου, προχωρώντας κατά μήκος της Θάλασσας του Αζόφ, απελευθέρωσαν από τους Γερμανούς την όμορφη σοβιετική πόλη της Μαριούπολης – μια πόλη της μεταλλουργίας, ένα σημαντικό λιμάνι στην ακτή της Θάλασσας του Αζόφ. Ο εχθρός έκανε χρήση όλης της δύναμης πυρός βομβαρδίζοντας τις προπορευόμενες μονάδες μας με πυρά πυροβολικού και όλμων. Ομως οι στρατιώτες μας βλέπουν ήδη τη Μαριούπολη. Η πόλη καλύφθηκε από καπνούς, τα κτίρια που πυρπολήθηκαν από τους ναζί καίγονταν. Δύο μέρες πριν από την κατάληψη της Μαριούπολης, τρεις κάτοικοι της πολύπαθης πόλης δραπέτευσαν περνώντας απαρατήρητοι από τις εχθρικές περιπολίες και έφθασαν στις θέσεις του στρατού μας. Τα λόγια τους συγκλόνισαν τους αγωνιστές. “Η πόλη έχει μετατραπεί σε ένα μεγάλο νεκροταφείο”, είπαν οι κάτοικοι της Μαριούπολης. Το λιμάνι είναι άδειο. Ο πληθυσμός τού άλλοτε πολυσύχναστου, πλούσιου βιομηχανικού κέντρου ήταν καταδικασμένος σε αργό αφανισμό. Οσο πλησιάζουν οι μάχες στη Μαριούπολη, τόσο περισσότερο οι Γερμανοί λυσσομανούν και εκτονώνουν την οργή τους σε αθώους ανθρώπους. Πολλά δημόσια και οικιστικά κτίρια κάηκαν και ανατινάχθηκαν. Κάθε μέρα, δεκάδες άνθρωποι οδηγούνταν έξω για εκτέλεση…».
Τώρα τα ρωσικά στρατεύματα γκρεμίζουν την «όμορφη Μαριούπολη» και το εργοστάσιο-καμάρι της, από το οποίο έτρωγαν ψωμί δεκάδες χιλιάδες οικογένειες, για να ξεριζώσουν και να σκοτώσουν, όπως πληροφορούνται οι άνθρωποι στη Ρωσία από τα ελεγχόμενα ΜΜΕ, «τους ναζιστές». Οι οποίοι, κατά την προπαγάνδα του Κρεμλίνου, είναι οι Ουκρανοί στρατιώτες της 36ης Μεραρχίας και άντρες του Τάγματος Αζόφ, που πλέον πολεμούν υπό τις διαταγές των ενόπλων δυνάμεων υπερασπιζόμενοι την ακεραιότητα της χώρας τους.
Το τι ακριβώς συμβαίνει στους χώρους του Aζοφστάλ, πάνω και κάτω από τη γη, ουδείς μπορεί να γνωρίζει επακριβώς. Η εικόνα των ερειπίων μιλάει από μόνη της, αλλά ίσως να μην αποδίδει πλήρως τις πραγματικές διαστάσεις της τραγωδίας. Ο πόλεμος της προπαγάνδας μαίνεται και ο πλανήτης παρακολουθεί με αγωνία την έκβαση αυτής της σύγκρουσης στο διάσημο πλέον μεταλλουργείο της Μαύρης Θάλασσας.
Δημόσια έκκληση
Σίγουρα υπάρχει ένας αριθμός αποφασισμένων να πεθάνουν μαχητών, αλλά και ένας άλλος εγκλωβισμένων αμάχων που κατέφυγαν στα υπόγειά του για να γλιτώσουν από τις ρωσικές βόμβες. Ο σύζυγος της Γιούλια Φενόρσιουκ, Αρσένι, είναι μεταξύ των μαχητών που βιώνουν την «κόλαση του χαλυβουργείου» και σε δημόσια έκκλησή της για τη σωτηρία των υπερασπιστών έγραψε: «Σ’ ένα μήνυμα που κατάφερε να μου στείλει από μέσα, μου έλεγε ότι υπάρχουν πολλοί τραυματίες που πεθαίνουν από σήψη, από γάγγραινα. Τους τελειώνει το πόσιμο νερό. Μου ζήτησε να βρω πληροφορίες για το πώς μπορεί να επιβιώσει χωρίς νερό. Γίνονται μάχες σώμα με σώμα. Σε κάποια στιγμή οι Ρώσοι πλησίασαν τόσο κοντά του που οι στρατιώτες μας είπαν ότι έφτασε το τέλος, αγκαλιάστηκαν και αποχαιρετίστηκαν».
Μέχρι τούτο τον πόλεμο το Αζοφστάλ ήταν, ειδικά επί Σοβιετικής Ενωσης, και ένα αξιοθέατο που επισκέπτονταν ακόμα και σχολεία.
«Φαινόταν αιώνιο, απαραβίαστο»
Η Σοφία Προκοπίεβα θυμήθηκε και αφηγήθηκε στην «Κ» εντυπώσεις της από μια τέτοια επίσκεψη, την εποχή του κομμουνισμού, στους χώρους του. «Βλέποντας το δράμα της Μαριούπολης στην τηλεόραση θυμήθηκα ότι κάποτε έζησα μια μέρα σχεδόν σε αυτό το μυθικό εργοστάσιο. Μας είχαν πάει εκδρομή με το σχολείο από το Ροστόφ. Εκεί είδα για πρώτη φορά πώς γινόταν το ατσάλι. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση η εικόνα ενός καυτού κιτρινοκόκκινου χαλύβδινου ποταμιού που έρεε μέσα από έναν τεράστιο κάδο. Ολα ήταν μεγαλεπήβολα, όπως σε ταινία επιστημονικής φαντασίας. Και οι εργάτες μου φάνηκαν ηθοποιοί που υποδύονταν ήρωες από ασπρόμαυρες ταινίες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Συγκλονίστηκα και με την απεραντοσύνη του εργοστασίου, το άπειρό του. Μας πήγαν στην υψικάμινο και σε άλλα τμήματα. Παρακολουθήσαμε τη διαδικασία, από την παραγωγή σιδήρου μέχρι την έλαση λαμαρίνας. Ολα αυτά συνέβησαν πραγματικά μπροστά στα μάτια μας και φεύγοντας από το εργοστάσιο για κάποιον λόγο ένιωσα περήφανη – και να μου ανήκει όλος αυτός ο τεράστιος ατσάλινος κόσμος, που φαινόταν αιώνιος και απαραβίαστος».
Δεν ήταν όμως. Το φαραωνικό αυτό κατασκεύασμα, που χρειάστηκε ενάμισι σχεδόν αιώνα για να γίνει, έχει μετατραπεί τώρα –μόλις σε ενάμιση μήνα– σε χαλάσματα από τις ρωσικές βόμβες και μαζί ενταφιάστηκε και η συναρπαστική ιστορία του. Ηταν Φεβρουάριος του 1930, όταν το προεδρείο του Ανωτάτου Οικονομικού Συμβουλίου της ΕΣΣΔ αποφάσισε να χτίσει στη θέση εκείνου του μικρού των δύο Σκωτσέζων, ένα νέο μεταλλουργικό εργοστάσιο στη Μαριούπολη, καθώς αυτή η πόλη βρισκόταν στη συντομότερη θαλάσσια διαδρομή για σιδηρομετάλλευμα από το κοίτασμα του Ντονέτσκ και της χερσονήσου της Κριμαίας. Στις 12 Αυγούστου του 1933, στις 6.19 το πρωί, η υψικάμινος Νο 1 «ξέρασε» τον πρώτο χυτοσίδηρο. Ο μελλοντικός γίγαντας της μεταλλουργίας είχε αναλάβει δράση. Οι Γερμανοί στην κατοχή πέτυχαν να το λειτουργήσουν εν μέρει, παρά τα αλλεπάλληλα σαμποτάζ των αντιστασιακών οργανώσεων και οι Σοβιετικοί αποκατέστησαν σε σχετικά μικρό χρόνο τις τρομακτικές ζημιές. Η παραγωγή ξεκίνησε και πάλι. Ηταν 26 Ιουλίου 1945 όταν τέθηκε σε λειτουργία η επιδιορθωμένη υψικάμινος Νο 3.
Με τη διάλυση της ΕΣΣΔ ο «ατσάλινος γίγαντας» πέρασε στους Ουκρανούς και τον Ιανουάριο του 2000 η κυβέρνηση του Κιέβου πούλησε έναντι… 50.000 ευρώ τις κρατικές μετοχές της επιχείρησης στον Τάταρο ολιγάρχη Ρινάτ Αχμέτοφ, ο οποίος την απογείωσε επιχειρηματικά, αλλά λόγω της στρατιωτικής σύγκρουσης στο Ντονμπάς το 2014-2015, απ’ όπου εξασφάλιζε τις πρώτες ύλες, υπέστη μεγάλες απώλειες.
Το πρωί της 24ης Φεβρουαρίου 2022, με την έναρξη της ρωσικής εισβολής, το Αζοφστάλ, τέθηκε σε κατάσταση «σίγασης». Οι υψικάμινοι έσβησαν και τα όπλα έλαβαν τον λόγο. Τα υπόλοιπα επί της οθόνης.