Στη μικρή δικαστική αίθουσα κάθονται σχεδόν δίπλα δίπλα. Καθώς οι συνήγοροί τους επιχειρηματολογούν με ένταση, η διάχυτη αγωνία για την τύχη του μικρού τους παιδιού κάνει τον χρόνο να διαστέλλεται, κυλά βασανιστικά αργά.
– Συνήγορος μητέρας: Κυρία πρόεδρε, ζητάμε να πάρει την αποκλειστική επιμέλεια η μητέρα. Το ίδιο το παιδί, […] χρόνων κοριτσάκι, έχει καταγγείλει γενετήσιες πράξεις κατ’ εξακολούθηση από τον πατέρα.
– Πρόεδρος: Είναι εδώ το παιδί;
– Συνήγορος μητέρας: Αν θέλετε, θα το φέρουμε. Ομως, κυρία πρόεδρε, το παιδί έχει καταθέσει στην Αστυνομία με παιδοψυχολόγο. Εχει καταθέσει ξανά, κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας, στο Σπίτι του Παιδιού, με ειδικό ψυχολόγο…
– Πρόεδρος: Ταλαιπωρείται αφάνταστα, το καταλαβαίνω…
– Συνήγορος μητέρας: Αν το θέλετε, όμως, θα πάει κάποιος να το φέρει από το σχολείο για να το δείτε.
– Συνήγορος πατέρα: Ποιο παιδί θα δείτε, κυρία πρόεδρε; Αυτό το οποίο καθοδηγείται από αυτή τη γυναίκα; Μάλλον δεν ξέρετε την υπόθεση. Αρνούμαστε με πάθος! Ποιο παιδί;
Εχει συμπληρωθεί ένας χρόνος από την ημέρα που το μικρό κορίτσι, που πηγαίνει στο δημοτικό, περιέγραψε στην παιδίατρο που το παρακολουθούσε πράξεις σεξουαλικής κακοποίησης που φέρεται να υφίστατο από τον ίδιο του τον πατέρα. Η μητέρα του απευθύνθηκε στις αστυνομικές αρχές και, έπειτα από δύο καταθέσεις του παιδιού, συντάχθηκε ποινική δικογραφία για γενετήσιες πράξεις κατ’ εξακολούθηση και παιδική πορνογραφία. Με την προκαταρκτική εξέταση για τα καταγγελλόμενα εγκλήματα να βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη, οι δύο γονείς έχουν υποβάλει στο αστικό δικαστήριο δύο αντίθετες αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, ζητώντας έκαστος την αποκλειστική επιμέλεια της κόρης τους.
Η πλευρά του πατέρα υποστηρίζει ότι όσα καταγγέλλει το κορίτσι είναι προϊόν υποβολής από τη μητέρα. Τη χαρακτηρίζει «μία επικίνδυνη γυναίκα που κακοποιεί ψυχολογικά το παιδί της», η οποία σε συνεργασία με μια ιδιώτη παιδοψυχολόγο-δικαστική πραγματογνώμονα το έχει στρέψει εναντίον του πατέρα του. Κάνει λόγο μάλιστα για κύκλωμα ψευδών γνωματεύσεων που έχει στηθεί γύρω από τη συγκεκριμένη πραγματογνώμονα και αναφέρεται σε πατεράδες που έχουν υποβάλει μήνυση και αναφορά εναντίον της στον Αρειο Πάγο.
Η πλευρά της μητέρας υποστηρίζει ότι η υπόθεση επ’ ουδενί δεν βασίζεται στη γνωμάτευση της ιδιώτη, καθώς το παιδί κατέθεσε στην Αστυνομία πολύ νωρίτερα, ενώ έχει αξιολογηθεί και από το Σπίτι του Παιδιού που είναι ο καθ’ ύλην αρμόδιος δημόσιος φορέας, υπαγόμενος στο υπουργείο Δικαιοσύνης, για να λαμβάνει τις καταθέσεις ανηλίκων με ενδείξεις σεξουαλικής κακοποίησης. Υπάρχει επίσης φάκελος για την υπόθεση στην Εισαγγελία Ανηλίκων, όπου το σχολείο της μικρής έχει υποβάλει τρεις αναφορές με όσα περιέγραψε το παιδί στη δασκάλα του. «Ενας άνθρωπος δεν καταλήγει ούτε στο δικαστήριο ούτε στη φυλακή με την έκθεση μιας ιδιωτικής πραγματογνώμονος» λέει η συνήγορος. «Οι πατεράδες παραπέμφθηκαν σε δίκη επειδή υπάρχουν άλλα αποδεικτικά μέσα εναντίον τους».
Η πρόεδρος αποφασίζει να καλέσει το παιδί. Κάποιος θα πρέπει να πάει στο σχολείο και να το πάρει νωρίτερα. Θα έχει μισή ώρα στη διαδρομή προς το δικαστήριο για να του εξηγήσει γιατί πρέπει να μιλήσει ξανά. Το κορίτσι βρίσκεται σε δεινή ψυχολογική κατάσταση. Προηγούμενη δικαστική απόφαση που επέτρεπε στον πατέρα της να τη βλέπει με διανυκτέρευση και χωρίς εποπτεία δεν εφαρμόστηκε λόγω σφοδρής άρνησης της μικρής να τον συναντήσει. Σύμφωνα με τη μητέρα της, έκτοτε ζει τρομοκρατημένη μήπως την πάρει ο μπαμπά της, δεν κοιμάται και δεν θέλει να πηγαίνει σχολείο.
Οταν η μητέρα κατέθεσε αίτησης ανάκλησης της προηγούμενης απόφασης, η τότε προεδρεύουσα του δικαστηρίου της απηύθυνε τον λόγο:
– Πρόεδρος: Γιατί δεν σέβεστε την απόφαση του δικαστηρίου και προσφεύγετε; Ο νομοθέτης το αποδέχεται ότι μια απόφαση μπορεί να είναι λάθος. Οι διάδικοι οφείλουν να τη σεβαστούν και, αν μεσολαβήσει κάτι καινούργιο, να ζητήσουν να ανακληθεί. Και σας ρωτώ, τι είναι το καινούργιο;
– Μητέρα: Το καινούργιο είναι η σφοδρότητα της αντίδρασης του παιδιού. Ξυπνάει το πρωί και φωνάζει «θέλω να πεθάνω». Ξυπνάει το βράδυ και φωνάζει «έχει έρθει, έχει έρθει, θέλω να πεθάνω».
– Συνήγορος πατέρα: Το νέο στοιχείο είναι μία παράσταση, ένα στημένο σκηνικό, όταν μία φορά ο πατέρας πήγε να δει την κόρη του.
Με το τεκμήριο της αθωότητας να μην αμφισβητείται, για τον απλό ακροατή της διαδικασίας το ενδεχόμενο η αρχική απόφαση του δικαστηρίου να είναι λανθασμένη φαντάζει τρομερό, καθώς θα σήμαινε ότι το κράτος στέλνει ένα παιδί να διανυκτερεύει με τον κακοποιητή του, μέχρι αποδείξεως της ενοχής του. Στις υποθέσεις ανήλικων θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης, κάθε ημέρα που περνά είναι κρίσιμη για τη ζωή του παιδιού. Οι αργοί ρυθμοί της ελληνικής δικαιοσύνης, όμως, παραμένουν αμετάβλητοι. Η ποινική διερεύνηση της υπόθεσης καθυστερεί, τα αστικά δικαστήρια διαδέχονται το ένα το άλλο και ενδιαμέσως ένα παιδί που χρειάζεται άμεση παρακολούθηση από ειδικό ψυχικής υγείας δεν μπορεί να τη λάβει, καθώς οι γονείς του δεν συμφωνούν για το ποιος είναι ο κατάλληλος να το αναλάβει θεραπευτικά. Υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων. Αν και ο πατέρας έχει φύγει πάνω από ένα χρόνο από την οικογενειακή στέγη, έπειτα από καταγγελία της μητέρας για ενδοοικογενειακή βία σε βάρος της, οι αποφάσεις για ζητήματα της υγείας του τέκνου λαμβάνονται από τους δύο γονείς από κοινού, σύμφωνα με το άρθρο 1519 – όπως αυτό τροποποιήθηκε με το ν. 4800/2021 περί συνεπιμέλειας.
Μήνες μετά, το τρίτο στη σειρά αστικό δικαστήριο δίνει την αποκλειστική επιμέλεια στη μητέρα. «Τώρα θα μπορέσουμε να θεραπεύσουμε τα τραύματά μας» λέει. Η ίδια και η κόρη της, ωστόσο, έχουν ακόμα να διανύσουν μια μακρά και επίπονη πορεία μέσα στο δικαστικό σύστημα. Την εκδίκαση των ασφαλιστικών μέτρων θα ακολουθήσει αγωγή, πιθανότατα έφεση, ενώ δεν αποκλείεται να χρειαστούν και νέα ασφαλιστικά μέτρα, ανάλογα με την πορεία της υπόθεσης. Εφόσον ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος του πατέρα, η δίκη σε πρώτο βαθμό θα πάρει ένα με δύο χρόνια να ολοκληρωθεί, ενώ τυχόν εφέσεις και άλλα ένδικα μέσα μπορεί να τρέχουν για πέντε – έξι χρόνια ακόμα. Μέχρι να τελεσιδικήσει το ποινικό σκέλος της υπόθεσης, το κορίτσι θα είναι πιθανότατα ενήλικο.
Οι εκκρεμείς υποθέσεις αυξήθηκαν κατά 236%
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραχώρησε στην «Κ» το υπουργείο Δικαιοσύνης, το 2022 το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης χειρίστηκε 347 υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων, εκ των οποίων οι 297 ήταν νεοεισερχόμενες στα πρωτοδικεία της χώρας και οι 50 εκκρεμείς από προηγούμενα έτη. Στο τέλος της χρονιάς, 179 υποθέσεις είχαν επιλυθεί, ενώ 168 παρέμεναν εκκρεμείς, 12 εκ των οποίων για πάνω από 2 χρόνια από την ημερομηνία που εισήχθησαν σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Η αύξηση των εκκρεμών υποθέσεων σεξουαλικής κακοποίησης από τις αρχές έως το τέλος του 2022 είναι της τάξης του 236%.
Οπως προκύπτει από το εξελικτικό διάγραμμα, τα συχνότερα διωκόμενα αδικήματα είναι οι γενετήσιες πράξεις με ανηλίκους ή ενώπιόν τους (άρθρο 339 Π.Κ.) και η πορνογραφία ανηλίκων (άρθρο 348Α), με τις διώξεις για γενετήσιες πράξεις να παρουσιάζουν σημαντική αύξηση.
Ενδεικτικά, το 2022 ασκήθηκαν 140 ποινικές διώξεις για γενετήσιες πράξεις με βάση το άρθρο 339 Π.Κ., αριθμός διπλάσιος σε σχέση με το 2021. Οι σχετικές καταδικαστικές αποφάσεις ήταν 52, υπερδιπλάσιες από τις αθωωτικές που ήταν 21, ενώ για 67 υποθέσεις δεν γνωρίζουμε την έκβαση. Την ίδια χρονιά ασκήθηκαν 33 εφέσεις, ενώ εκδόθηκαν και 26 καταδίκες σε β’ βαθμό.
Αν και απουσιάζει η έκβαση μεγάλου αριθμού υποθέσεων, διαχρονικά για όλα τα αδικήματα που αποτυπώνονται στα εξελικτικά διαγράμματα καταγράφονται περισσότερες καταδικαστικές αποφάσεις από αθωωτικές.
Για κάθε περιστατικό σεξουαλικής βίας σε βάρος ανηλίκων που μαθαίνουμε, υπάρχουν άλλα 99 για τα οποία δεν θα μάθουμε ποτέ.
Οι υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων που φτάνουν στο δικαστικό σύστημα είναι μόνο ένα μικρό μέρος όσων συμβαίνουν στην πραγματική ζωή. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, στην Ελλάδα 1 στα 6 παιδιά έχει υποστεί τουλάχιστον μία ανεπιθύμητη σεξουαλική εμπειρία, με το 7,6% να αναφέρει εμπειρία σώμα με σώμα και το 3,1% βιασμό ή απόπειρά βιασμού. Οταν διενεργήθηκε η τελευταία ευρείας κλίμακας επιδημιολογική μελέτη, γνωστή ως έρευνα BECAN, όλοι συνολικά οι αρμόδιοι φορείς (αστυνομικές και δικαστικές αρχές, κοινωνικές υπηρεσίες, ΜΚΟ) είχαν επίγνωση μόλις του 0,07% των υποθέσεων που προέκυψαν από την έρευνα. Αυτό σημαίνει ότι για κάθε 1 περιστατικό σεξουαλικής βίας σε βάρος ανηλίκων που μαθαίνουμε, υπάρχουν άλλα 99 για τα οποία δεν θα μάθουμε ποτέ.
Στην πλειονότητα των υποθέσεων που φτάνουν στη δικαιοσύνη, το πιο σημαντικό –αν όχι το μόνο– αποδεικτικό μέσο είναι η ίδια η μαρτυρία του παιδιού, γι’ αυτό και είναι κρίσιμο η λήψη της να γίνεται μία φορά από εξειδικευμένους επαγγελματίες, βάσει ενός αυστηρού πρωτοκόλλου που θα διασφαλίζει τη λεπτομέρεια και την εγκυρότητά της. Οσο ο/η ανήλικος αισθάνεται εμπιστοσύνη, όσο ο/η επαγγελματίας που λαμβάνει την κατάθεση γνωρίζει με ποιον τρόπο να ξυπνήσει τη μνήμη και να χαρτογραφήσει σε βάθος αυτό που έχει συμβεί, τόσο περισσότερα εχέγγυα υπάρχουν και για την εξέλιξη της ποινικής διαδικασίας. Απουσία άλλων αποδεικτικών μέσων, αν ο άνθρωπος που εξετάζει ένα παιδί δεν καταφέρει να του πάρει την πληροφορία, ο δράστης θα μείνει ατιμώρητος.
Στην Ελλάδα το πρώτο δομημένο πρωτόκολλο δικανικής εξέτασης ανηλίκων θεσμοθετήθηκε το 2019 (ΦΕΚ 2238 Β’/10-6-19), πλην όμως δεν εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις. Καθώς η μαρτυρία του παιδιού αμφισβητείται από τους φερόμενους ως δράστες με την εξάντληση κάθε ένδικου μέσου, τα παιδιά συχνά καλούνται να καταθέσουν ξανά και ξανά, αφηγούμενα την τραυματική τους εμπειρία σε διαφορετικούς ανθρώπους διαφόρων ειδικοτήτων.
Την ίδια ώρα, όσοι οικείοι ή επαγγελματίες καταθέτουν υπέρ των ανηλίκων, βρίσκονται συχνά οι ίδιοι αντιμέτωποι με μηνύσεις – φαινόμενο που επιχειρεί να περιορίσει το υπουργείο Δικαιοσύνης για τους επαγγελματίες με Σχέδιο Νόμου που αναμένεται να κατατεθεί άμεσα στη Βουλή. Ενδεικτικά, σε βάρος της μητέρας του κοριτσιού ο πατέρας έχει ήδη υποβάλει πολλαπλές μηνύσεις για συκοφαντική δυσφήμηση διεκδικώντας αποζημιώσεις που ξεπερνούν τα 2 εκατ. ευρώ. Χρηματικές αποζημιώσεις διεκδικεί και από την παιδίατρο της κόρης του, αλλά και από άλλους μάρτυρες που έχουν καταθέσει όσα τους αφηγήθηκε το παιδί.
Ολα αυτά, ωστόσο, έρχονται σε δεύτερη μοίρα για τη νεαρή μητέρα που επιπρόσθετα αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα υγείας αδυνατώντας να εργαστεί. «Το πρώτο πράγμα με το οποίο θα ασχοληθώ είναι να βρω πού θα πάει η κόρη μου για να νιώσει καλύτερα. Μακάρι να μπορούσε κάποιος να μου πει από πού να ξεκινήσω, θα ήταν πολύ βοηθητικό να υπήρχε μία παραπομπή», λέει. Μέσα στα γρανάζια του συστήματος παιδικής προστασίας όμως, μια τέτοια παραπομπή δεν είναι καθόλου αυτονόητη.